«Η Νύχτα του Κυνηγού»: Ένα από τα σπουδαιότερα ντεμπούτα στην ιστορία του σινεμά
Η Νύχτα του Κυνηγού/The Night of the Hunter (1955): Ένα από τα σπουδαιότερα ντεμπούτα στην ιστορία του κινηματογράφου, η μοναδική ταινία που σκηνοθέτησε ο ηθοποιός Τσαρλς Λότον. Από τις σημαντικότερες και εντελώς υποτιμημένες στιγμές του μεταπολεμικού αμερικανικού σινεμά.
Από τον Κωνσταντίνο Σαμαρά-cinemagazine.gr
Μία από τις πιο επιδραστικές και άγρια όμορφες ταινίες των αμερικανικών ’50s, η «Νύχτα του Κυνηγού» είναι και η μοναδική ταινία που φέρει την σκηνοθετική υπογραφή ενός ανθρώπου που υπήρξε κάθε άλλο παρά διάττων αστέρας στον χώρο του σινεμά.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Φριτς Λανγκ: Ένας από τους κορυφαίους σκηνοθέτες του γερμανικού εξπρεσιονισμού
Ο Τσαρλς Λότον μπορεί να έκατσε μόνο μία φορά πίσω από την κάμερα, μα μπροστά απ’ αυτήν έδωσε μία σειρά έξοχων ερμηνειών που καταμαρτυρούσαν τη στιβαρή θεατρική του στόφα.
Από τις ενσαρκώσεις ρόλων του Σαίξπηρ και του Μολιέρου στις σκηνές του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης, ο Λότον θα προτιμήσει τελικά να αφοσιωθεί στον κινηματογράφο, που εκείνη την εποχή γνωρίζει τη σταδιακή μετάβαση από τον βωβό στον ομιλούντα.
Από τους πρώτους του χολιγουντιανούς ρόλους στο φοβερό «The Old Dark House» (1932) του Τζέιμς Γουέιλ (ΔΕΙΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ ΕΔΩ ΜΕ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥΣ ΥΠΟΤΙΤΛΟΥΣ) και το «If I Had a Million» (1932) του Ερνστ Λιούμπιτς μέχρι τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σε ταινίες όπως το «The Island of lost Souls» (1932), το «Rembrandt» (1936) και το «The Private Life of Henry VIII» (1933), για το οποίο βραβεύτηκε με Όσκαρ, ο Λότον είναι ένα από τα πιο αξιοσέβαστα ονόματα μιας χρυσής χολιγουντιανής εποχής.
Αργότερα, η ερμηνευτική του πορεία θα αρχίσει να φθίνει, με κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις όπως το «This Land is Mine» (1943) του Ζαν Ρενουάρ και ο «Μάρτυς Κατηγορίας» («Witness for the Prosecution, 1957») του Μπίλι Γουάιλντερ.
Σε αυτή τη λιγότερο ένδοξη περίοδο της καριέρας του ως ηθοποιού, ο Λότον θα μεγαλουργήσει από την καρέκλα του σκηνοθέτη. Με τη «Νύχτα του Κυνηγού», μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ντέιβις Γκραμπ σε σενάριο γραμμένο από τον Τζέιμς Αγκί και τον ίδιο τον Λότον, θα αφηγηθεί ένα παράδοξο εφιαλτικό παραμύθι βιβλικών προεκτάσεων.
Σε μία αμερικανική πόλη την εποχή του Μεγάλου Κραχ, ο πάστορας Χάρι Πάουελ (Ρόμπερτ Μίτσαμ) ξεμυαλίζει με τα όμορφα κυρήγματά του μια μοναχική μητέρα δυο παιδιών (Σέλεϊ Γουίντερς), κρύβοντας επιμελώς τις δολοφονικές του προθέσεις. Τελικά, είναι τα δύο παιδιά, ο Τζον και η Περλ, που θα πρέπει να τα βάλουν με τον επικίνδυνο πάστορα, σε μια παράξενη καταδίωξη, στην οποία κανένα καταφύγιο δεν μοιάζει ασφαλές.
Χρησιμοποιώντας ως βάση την αρχετυπική σύγκρουση μεταξύ καλού και κακού, η «Νύχτα του Κυνηγού» δεν την ανατρέπει, αλλά της δίνει μυθικές διαστάσεις και μια πολυπλοκότητα σε επίπεδο κρυμμένων προθέσεων και απωθημένων ενοχών. Ο διεστραμμένος πάστορας, η στερημένη γυναίκα, τα πρόωρα μπασμένα στον ενήλικο κόσμο παιδιά μπαίνουν στην αρένα της σύγκρουσης και, παρ’ όλο που το καλό επιβάλλεται να θριαμβεύσει, έχουμε κάθε λόγο να δυσπιστούμε σε αυτόν τον γεμάτο σκιές φιλμικό κόσμο. Διόλου συμπωματικά, ο Λότον θα καταφύγει σε μια αισθητική με εμφανή δάνεια από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, όπως τις έντονες σκιές και τις ασυνήθιστες γωνίες λήψης, ενώ οι υπέροχα στιλιζαρισμένοι διάλογοι και τα συχνά μη ρεαλιστικά σκηνικά προσθέτουν στο χτίσιμο μιας ατμόσφαιρας που δεν ανήκει στον κόσμο τούτο.
Υποτιμημένη από το κοινό και τους κριτικούς της εποχής, «Η Νύχτα του Κυνηγού» θα πρέπει να περιμένει αρκετά χρόνια για να αναγνωριστεί ως ένα σπάνιο κομμάτι της αμερικανικής κινηματογραφικής κληρονομιάς, και σκηνοθέτες όπως οι Ντέιβιντ Λιντς, Τζιμ Τζάρμους και οι αδερφοί Κοέν να της βγάλουν το καπέλο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
«The Straight Story»: Η ανθρώπινη κι ολότελα διαφορετική ταινία του Ντέιβιντ Λιντς
Η φιγούρα του Ρόμπερτ Μίτσαμ, με το αμίμητο βλέμμα και τις λέξεις LOVE και HATE γραμμένες στα δάχτυλα του κάθε χεριού, ή και εικόνες ονειρικές σαν τη φυγή των δύο παιδιών δίπλα στο ποτάμι, είναι από τα δώρα που μόνο αυτό το γκροτέσκο παραμύθι θα μπορούσε να μας χαρίσει.
Όσο για τον Λότον, θα δει τις σκηνοθετικές του φιλοδοξίες να καταδικάζονται εξαιτίας του αριστουργήματός του, αποδεικνύοντας πως η γραμμή ανάμεσα στην επιτυχία και την αποτυχία είναι τόσο θολή όσο και αυτή ανάμεσα στο καλό και το κακό.