Από τις καλύτερες ταινίες που έχω δει τα τελευταία χρόνια
Επίκαιρος όσο ποτέ, ο Καουρισμάκι δίνει φωνή στους φτωχούς και αδύναμους αυτού του κόσμου, οι οποίοι παρά τις κακοτυχίες τους δεν εγκαταλείπουν την ελπίδα. Το «Λιμάνι της Χάβρης» (Le Havre – 2011), είναι μία μαγική, σχεδόν λυτρωτική ιστορία διάσωσης ενός παράνομου έφηβου Αφρικανού μετανάστη. Παράλληλα είναι ίσως η πιο αισιόδοξη στιγμή της σπουδαίας καριέρας του σκηνοθέτη. Όπως σημειώνει ο ίδιος, μιλώντας εξ ονόματος των ηρώων του: «Όταν πλέον δεν υπάρχει ελπίδα, δεν υπάρχει και λόγος για να είμαστε απαισιόδοξοι». Η ταινία προβάλλεται και στο αφιέρωμα προβολών, «Σινεμά με Θέα».
«Η συγκεκριμένη ιδέα βασάνιζε για αρκετά χρόνια το μυαλό μου, αλλά όταν αποφάσισα να την κάνω ταινία, δεν μπορούσα να αποφασίσω το που θα τη γυρίσω. Είναι κάτι που θα μπορούσε να συμβεί σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκό κράτος, εκτός, ίσως από το Βατικανό (αν και τώρα που το σκέφτομαι…). Η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ιταλία φαντάζουν ιδανικές περιπτώσεις, καθώς σε αυτά τα κράτη το φαινόμενο της μετανάστευσης προκαλεί και τις περισσότερες εντάσεις. Εκείνο που τελικά αποφάσισα να κάνω, ήταν να επισκεφτώ όλες τις παραθαλάσσιες περιοχές από τη Γένοβα μέχρι και την Ολλανδία, ώσπου στη Χάβρη, την ευρωπαϊκή πόλη των blues, της soul και του rock ’n’ roll, βρήκα αυτό ακριβώς που αναζητούσα.» – Άκι Καουρισμάκι.
Ο Μαρσέλ Μαρξ (Αντρέ Βιλμς), ένας μποέμ τύπος που κάποτε φιλοδοξούσε να γίνει γνωστός ως συγγραφέας στο Παρίσι, έχει αποτραβηχτεί στη Χάβρη, το δεύτερο πιο πολυσύχναστο λιμάνι της Γαλλίας. Πλέον μοιράζει την καθημερινότητά του ανάμεσα στο ταπεινό επάγγελμα του λούστρου, τις συχνές του επισκέψεις στο αγαπημένο του μπαρ και τη φροντίδα της Αρλετί (Κάτι Ούτινεν), της βαριά άρρωστης συζύγου του.
Ένα παιχνίδι της μοίρας, όμως, θα τον φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με τον Ίντρισα (Μπλοντέν Μιγκέλ), έναν ανήλικο μετανάστη από την Αφρική, τον οποίο αναζητά η αστυνομία. Ο Μαρσέλ, βασισμένος στην έμφυτη αισιοδοξία που τον διακρίνει και στην ανθρωπιά του κοινωνικού του περίγυρου, αναλαμβάνει να τον βοηθήσει να βρει τον δρόμο του. Έστω κι αν χρειαστεί να υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του, καθώς τον παρακολουθεί στενά ο επιθεωρητής Μονέ (Ζαν- Πιέρ Νταρουσέν).
Το «Λιμάνι της Χάβρης» είναι ένα γλυκόπικρο ενήλικο παραμύθι δια χειρός Άκι Καουρισμάκι («Φώτα στο Σούρουπο», «Μποέμικη Ζωή», «Μακριά Πετούν τα Σύννεφα»), που έκλεψε τις εντυπώσεις στο 64ο Φεστιβάλ Καννών, εξασφαλίζοντας το Βραβείο της FIPRESCI, αλλά και Εύφημο Μνεία από την Οικουμενική Επιτροπή.
Ο Φιλανδός κινηματογραφιστής που το 2002, απέσπασε στις Κάννες το Μεγάλο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής για τον αριστουργηματικό και υποψήφιο για το Ξενόγλωσσο Όσκαρ «Άνθρωπο Χωρίς Παρελθόν» του, μας προσφέρει μια ακόμη προσεγμένη ταινία, γεμάτη ανθρωπιά, ρομαντικό πνεύμα και αισιόδοξη διάθεση, πάντα βέβαια με το χαρακτηριστικό σαρκαστικό του χιούμορ, που βρίσκεται κι εδώ σε περίοπτη θέση.
To «Λιμάνι της Χάβρης» (Le Havre – 2011), είναι ένα μεστό φιλμ όπου ο Καουρισμάκι χρησιμοποιεί παλιούς και νέους, αγαπημένους ηθοποιούς – μια μικρή συμμετοχή έχει και το παιδί θαύμα της Nouvelle Vague και μετέπειτα καλός ηθοποιός, ο Jean-Pierre Léaud, που τιμήθηκε στο 69ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών – αλλά κυρίως απλές σε σύνθεση, μα όμορφες εικόνες.
Το σενάριο της ταινίας, αποτελείται, από την ιστορία ενός συμπαθητικού περιθωριακού τύπου που ζει στην Χάβρη της Γαλλίας με τη σύζυγό του, η οποία κάποια στιγμή αρρωσταίνει βαριά, με ελάχιστες αρχικά, ελπίδες επιβίωσης. Από την άλλη, έχουμε την ιστορία ενός μικρού έγχρωμου μετανάστη από την Αφρική. Αυτές οι δύο ιστορίες, αλληλοσυνδέονται άρρηκτα, σ’ ένα αισιόδοξο φιλμ, γεμάτο χρώμα και μουσική…
«Για μένα προσωπικά η Χάβρη είναι το Μέμφις (του Τενεσί) της Γαλλίας και ο Little Bob – ή Ρομπέρτο Πιάτσα, όπως είναι το πραγματικό του όνομα – ο Έλβις της Χάβρης. Αρκεί, βέβαια, ο Τζόνι Χάλιντεϊ να μην το κουνήσει από το Παρίσι…» – Άκι Καουρισμάκι.
«Ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος μοιάζει να αποφεύγει να καταπιαστεί με το φλέγον ζήτημα της μετανάστευσης, το οποίο είναι απόρροια μιας σταθερά επιδεινούμενης παγκόσμιας οικονομικής, πολιτικής και – πάνω απ’ όλα – ηθικής κρίσης. Μετανάστες από διάφορα μέρη του κόσμου, οι οποίοι προσπαθούν να βρουν διέξοδο προς τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντιμετωπίζονται παραδοσιακά ως πολίτες «Β’ κατηγορίας». Η αλήθεια είναι πως δεν έχω να προτείνω κάποια λύση πάνω στο συγκεκριμένο πρόβλημα, ωστόσο η σφοδρή μου επιθυμία να καταπιαστώ με το θέμα της μετανάστευσης με ενέπνευσε να γυρίσω αυτή την – όπως και να το κάνουμε – όχι και τόσο ρεαλιστική ταινία.» – Άκι Καουρισμάκι.
Επίκαιρος όσο ποτέ, ο Καουρισμάκι δίνει φωνή στους φτωχούς και αδύναμους αυτού του κόσμου, οι οποίοι παρά τις κακοτυχίες τους δεν εγκαταλείπουν την ελπίδα. Το «Λιμάνι της Χάβρης» (Le Havre – 2011), είναι μία μαγική, σχεδόν λυτρωτική ιστορία διάσωσης ενός παράνομου έφηβου Αφρικανού μετανάστη. Παράλληλα είναι ίσως η πιο αισιόδοξη στιγμή της σπουδαίας καριέρας του σκηνοθέτη. Όπως σημειώνει ο ίδιος, μιλώντας εξ ονόματος των ηρώων του: «Όταν πλέον δεν υπάρχει ελπίδα, δεν υπάρχει και λόγος για να είμαστε απαισιόδοξοι».
«Η συγκεκριμένη ιδέα βασάνιζε για αρκετά χρόνια το μυαλό μου, αλλά όταν αποφάσισα να την κάνω ταινία, δεν μπορούσα να αποφασίσω το που θα τη γυρίσω. Είναι κάτι που θα μπορούσε να συμβεί σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκό κράτος, εκτός, ίσως από το Βατικανό (αν και τώρα που το σκέφτομαι…). Η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ιταλία φαντάζουν ιδανικές περιπτώσεις, καθώς σε αυτά τα κράτη το φαινόμενο της μετανάστευσης προκαλεί και τις περισσότερες εντάσεις. Εκείνο που τελικά αποφάσισα να κάνω, ήταν να επισκεφτώ όλες τις παραθαλάσσιες περιοχές από τη Γένοβα μέχρι και την Ολλανδία, ώσπου στη Χάβρη, την ευρωπαϊκή πόλη των blues, της soul και του rock ’n’ roll, βρήκα αυτό ακριβώς που αναζητούσα.» – Άκι Καουρισμάκι.
«Ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος μοιάζει να αποφεύγει να καταπιαστεί με το φλέγον ζήτημα της μετανάστευσης, το οποίο είναι απόρροια μιας σταθερά επιδεινούμενης παγκόσμιας οικονομικής, πολιτικής και – πάνω απ’ όλα – ηθικής κρίσης. Μετανάστες από διάφορα μέρη του κόσμου, οι οποίοι προσπαθούν να βρουν διέξοδο προς τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντιμετωπίζονται παραδοσιακά ως πολίτες «Β’ κατηγορίας». Η αλήθεια είναι πως δεν έχω να προτείνω κάποια λύση πάνω στο συγκεκριμένο πρόβλημα, ωστόσο η σφοδρή μου επιθυμία να καταπιαστώ με το θέμα της μετανάστευσης με ενέπνευσε να γυρίσω αυτή την – όπως και να το κάνουμε – όχι και τόσο ρεαλιστική ταινία.» – Άκι Καουρισμάκι.
Στο καστ της ταινίας, σε μικρούς αλλά χαρακτηριστικούς ρόλους, συναντάμε μεταξύ άλλων τον 67χρονο Ζαν-Πιέρ Λεό, θρυλική μορφή της Nouvelle Vague και πρωταγωνιστή στο «Προσέλαβα Έναν Επαγγελματία Δολοφόνο» (1990) του Καουρισμάκι, αλλά και τον 83χρονο σκηνοθέτη, ηθοποιό και… κλόουν Πιέρ Ετέξ, ηγετική μορφή της γαλλικής κωμωδίας.
Το όνομα του κεντρικού χαρακτήρα, Μαρσέλ Μαρξ, ο οποίος είχε πρωτοεμφανισθεί στην «Μποέμικη Ζωή» του σκηνοθέτη, αποτελεί αναφορά στον θεμελιωτή του Μαρξισμού, Καρλ Μαρξ. Εκείνο της συζύγου του, Αρλετί, παραπέμπει στη συνονόματή της λαμπερή πρωταγωνίστρια των «Παιδιών του Παραδείσου» του Μαρσέλ Καρνέ, ενώ ο χαρακτήρας του επιθεωρητή Μονέ είναι εμπνευσμένος από τον Πορφίρι Πετρόβιτς, τον ντετέκτιβ στο «Έγκλημα και Τιμωρία» του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι.
Βαθιά ουμανιστικό, ανεπιτήδευτο και γενναιόδωρο στον θεατή, το σινεμά του Φιλανδού δημιουργού υμνεί με μινιμαλισμό, χιούμορ και νοσταλγία τις ανθρώπινες αξίες, ισορροπώντας εύστροφα ανάμεσα στην κωμωδία και την τραγωδία. Το «Λιμάνι της Χάβρης» (Le Havre – 2011), αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα γραφής του σπουδαίου Φιλανδού καλλιτέχνη, Άκι Καουρισμάκι.