Επίκαιρος όσο ποτέ, ο Καουρισμάκι δίνει φωνή στους φτωχούς και αδύναμους αυτού του κόσμου, οι οποίοι παρά τις κακοτυχίες τους δεν εγκαταλείπουν την ελπίδα. Το «Λιμάνι της Χάβρης» (Le Havre – 2011), είναι μία μαγική, σχεδόν λυτρωτική ιστορία διάσωσης ενός παράνομου έφηβου Αφρικανού μετανάστη. Παράλληλα είναι ίσως η πιο αισιόδοξη στιγμή της σπουδαίας καριέρας του σκηνοθέτη. Όπως σημειώνει ο ίδιος, μιλώντας εξ ονόματος των ηρώων του: «Όταν πλέον δεν υπάρχει ελπίδα, δεν υπάρχει και λόγος για να είμαστε απαισιόδοξοι».

«Η συγκεκριμένη ιδέα βασάνιζε για αρκετά χρόνια το μυαλό μου, αλλά όταν αποφάσισα να την κάνω ταινία, δεν μπορούσα να αποφασίσω το που θα τη γυρίσω. Είναι κάτι που θα μπορούσε να συμβεί σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκό κράτος, εκτός, ίσως από το Βατικανό (αν και τώρα που το σκέφτομαι…). Η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ιταλία φαντάζουν ιδανικές περιπτώσεις, καθώς σε αυτά τα κράτη το φαινόμενο της μετανάστευσης προκαλεί και τις περισσότερες εντάσεις. Εκείνο που τελικά αποφάσισα να κάνω, ήταν να επισκεφτώ όλες τις παραθαλάσσιες περιοχές από τη Γένοβα μέχρι και την Ολλανδία, ώσπου στη Χάβρη, την ευρωπαϊκή πόλη των blues, της soul και του rock ’n’ roll, βρήκα αυτό ακριβώς που αναζητούσα.» – Άκι Καουρισμάκι.

«Ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος μοιάζει να αποφεύγει να καταπιαστεί με το φλέγον ζήτημα της μετανάστευσης, το οποίο είναι απόρροια μιας σταθερά επιδεινούμενης παγκόσμιας οικονομικής, πολιτικής και – πάνω απ’ όλα – ηθικής κρίσης. Μετανάστες από διάφορα μέρη του κόσμου, οι οποίοι προσπαθούν να βρουν διέξοδο προς τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντιμετωπίζονται παραδοσιακά ως πολίτες «Β’ κατηγορίας». Η αλήθεια είναι πως δεν έχω να προτείνω κάποια λύση πάνω στο συγκεκριμένο πρόβλημα, ωστόσο η σφοδρή μου επιθυμία να καταπιαστώ με το θέμα της μετανάστευσης με ενέπνευσε να γυρίσω αυτή την – όπως και να το κάνουμε – όχι και τόσο ρεαλιστική ταινία.» – Άκι Καουρισμάκι.

Στο καστ της ταινίας, σε μικρούς αλλά χαρακτηριστικούς ρόλους, συναντάμε μεταξύ άλλων τον 67χρονο Ζαν-Πιέρ Λεό, θρυλική μορφή της Nouvelle Vague και πρωταγωνιστή στο «Προσέλαβα Έναν Επαγγελματία Δολοφόνο» (1990) του Καουρισμάκι, αλλά και τον 83χρονο σκηνοθέτη, ηθοποιό και… κλόουν Πιέρ Ετέξ, ηγετική μορφή της γαλλικής κωμωδίας.

Το όνομα του κεντρικού χαρακτήρα, Μαρσέλ Μαρξ, ο οποίος είχε πρωτοεμφανισθεί στην «Μποέμικη Ζωή» του σκηνοθέτη, αποτελεί αναφορά στον θεμελιωτή του Μαρξισμού, Καρλ Μαρξ. Εκείνο της συζύγου του, Αρλετί, παραπέμπει στη συνονόματή της λαμπερή πρωταγωνίστρια των «Παιδιών του Παραδείσου» του Μαρσέλ Καρνέ, ενώ ο χαρακτήρας του επιθεωρητή Μονέ είναι εμπνευσμένος από τον Πορφίρι Πετρόβιτς, τον ντετέκτιβ στο «Έγκλημα και Τιμωρία» του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι.

Βαθιά ουμανιστικό, ανεπιτήδευτο και γενναιόδωρο στον θεατή, το σινεμά του Φιλανδού δημιουργού υμνεί με μινιμαλισμό, χιούμορ και νοσταλγία τις ανθρώπινες αξίες, ισορροπώντας εύστροφα ανάμεσα στην κωμωδία και την τραγωδία. Το «Λιμάνι της Χάβρης» (Le Havre – 2011), αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα γραφής του σπουδαίου Φιλανδού καλλιτέχνη, Άκι Καουρισμάκι.