Η ιστορία της ξαπλώστρας
Από τα ψάθινα βορειοευρωπαϊκά έπιπλα μέχρι τις κομψές σεζλόνγκ της Γαλλικής Ριβιέρας και τα πομπώδη «κρεβάτια» που γέμισαν τις ελληνικές παραλίες…
Οι πρώτες αναμνήσεις που έχω από καλοκαίρι, ως παιδί –δεν πήγαινα ακόμη σχολείο–, περιλαμβάνουν κάτι σπαστές ξαπλώστρες της κακιάς ώρας με έναν βαμμένο λευκό σιδερένιο σκελετό και ένα ριγέ μπλε-γαλάζιο καραβόπανο για στρώμα, που από τη χρήση και το μούσκεμα είχε σακουλιάσει. Δεν πρέπει να ήταν καθόλου βολικές. Όταν είσαι παιδί, όμως, βλέπεις τα πράγματα αλλιώς. Αφήστε που στα ’80s έτσι ήταν της μόδας οι ξαπλώστρες, τουλάχιστον στο Ζούμπερι όπου περνάγαμε τότε οικογενειακώς τη θερινή σεζόν. Οι ξαπλώστρες, λοιπόν, είναι το θέμα μας. Ως συνώνυμο του ελληνικού θέρους και των παθογενειών του, ως εμβληματικό αντικείμενο ντιζάιν ταυτισμένο με τη ραστώνη των καλοκαιρινών διακοπών, ως σύμβολο κοινωνικού κύρους, ως μέσο αισχροκέρδειας και αποκλεισμού από το δικαίωμα της πρόσβασης στον αιγιαλό, ως έπιπλο που η όψη του μεταμορφώνεται μέσα στα χρόνια ανάλογα με τα ζητούμενα κάθε εποχής, ως ντεκόρ σε ονειρεμένα στοπ καρέ από κινηματογραφικές ταινίες και φωτογραφίες που έγιναν κομμάτι της ποπ κουλτούρας.
Δεν είναι ίδια όλα τα έπιπλα παραλίας που πάνω τους αποθέτουμε το σώμα μας για να ξεκουραστεί και να μαυρίσει. Υπάρχουν οι κομψές σεζλόνγκ –που κάποτε είχαν σκίαστρο, πλέον είναι κατά κανόνα «άνευ»– οι οποίες, πρακτικά, είναι περισσότερο καρέκλες και λιγότερο κρεβάτια. Υπάρχουν τα ταυτισμένα με τη ριβιέρα του γαλλικού νότου ομπρελοκαθίσματα. Υπάρχουν τα εξωτικά κρεβάτια παραλίας, που ο σκελετός τους είναι φτιαγμένος από αληθινά, με μαεστρία λυγισμένα, λουστραρισμένα καλάμια μπαμπού, που θαρρείς ότι το ξύλο τους μυρίζει μονόι, αντηλιακό με άρωμα καρύδας και όλη την ανθισμένη βλάστηση της Χαβάης. Υπάρχουν τα αναδιπλούμενα, χαμηλά καρεκλάκια, που δεν πιάνουν χώρο στο καπό του αυτοκινήτου και τα τελευταία χρόνια κάνουν θραύση σε μορφή σακιδίου πλάτης, για εύκολη μεταφορά ακόμα και με το λεωφορείο ή το τραμ. Υπάρχουν τα ενδεδυμένα με καραβόπανο πουφ. Υπάρχουν τα πανάκριβα για ενοικίαση και κάπως κιτς «σετ» που παραπέμπουν σε νυφικές παστάδες – συχνά έχουν «ουρανό» και κουρτίνες από τούλι, για απομόνωση και προστασία από τα έντομα. Υπάρχουν και οι πλωτές ξαπλώστρες –ή, αλλιώς, θαλάσσια κρεβάτια– που μπήκαν στο λεξιλόγιό μας με τον χειρότερο τρόπο, όταν πέρυσι έκαναν τον γύρο του διαδικτύου απαράδεκτα βίντεο και φωτογραφίες που απεικόνιζαν σερβιτόρους να περπατούν μέσα στη θάλασσα για να σερβίρουν τους πελάτες ενός μπιτς μπαρ στη Ρόδο.
Η ιστορία όλων αυτών των επίπλων δεν είναι ούτε μία ούτε πλήρως εξακριβωμένη. Κάποιοι συνδέουν ευθέως τα «sun beds» με τα αρχαιοελληνικά και τα ρωμαϊκά ανάκλιντρα. Άλλοι εντοπίζουν την καταγωγή τους σε ανάλογες κλίνες που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι για να απολαύσουν τον ήλιο. Τα πράγματα, όμως, μάλλον είναι πιο πολύπλοκα, με διάφορα είδη καθισμάτων και κρεβατιών να έχουν τοποθετηθεί σε διάφορες παραλίες του πλανήτη, ενδεχομένως από τη δημιουργία ήδη των παράκτιων πολιτισμών. Γι’ αυτό και είναι πιο τίμιο να εστιάσουμε στην εξέλιξη της ξαπλώστρας κατά τη σύγχρονη εποχή, στην ευρέως εννοούμενη Δύση.
Εφευρέτης της θεωρείται ο Γερμανός Βίλχελμ Μπάρτελμαν (1845-1930), που στο επάγγελμα ήταν καλαθοποιός. Το 1882 έφτιαξε κατά παραγγελία, από ψάθα και καλάμια, την πρώτη «strandkorb» (σε ελεύθερη, δημιουργική και περιγραφική μετάφραση, αυτός ο γερμανικός όρος μπορεί να αποδοθεί ως «καλαθούνα παραλίας») για μια γυναίκα ονόματι Ελφρίντε Μάλτζαν, που έπασχε από ρευματισμούς. Η συγκεκριμένη ξαπλώστρα εντυπωσίασε τους λουομένους και ο Μπάρτελμαν άρχισε να κατασκευάζει και άλλα μοντέλα, διθέσια ή με έξτρα κομφόρ, όπως ενσωματωμένα τραπέζια. Την επόμενη χρονιά, η σύζυγός του, Ελίζαμπεθ, άνοιξε το πρώτο κατάστημα που ενοικίαζε ξαπλώστρες σε ένα παραθαλάσσιο θέρετρο κοντά στο Ρόστοκ, στη Βαλτική Θάλασσα, που με τα χρόνια εξελίχθηκε σε αλυσίδα καταστημάτων, ενώ στη μαζική παραγωγή των σεζλόνγκ του Μπάρτελμαν προχώρησαν οι μαθητές του. Ο ίδιος έμεινε πιστός στη χειροποίητη κατασκευή. Η πρώτη πατέντα που αφορά ξαπλώστρα παραλίας, πάντως, είναι αμερικανική και αποδόθηκε το 1892 σε μια γυναίκα ονόματι Έλεν Πέτρι, για μια σεζλόνγκ που η εικόνα της μοιάζει με τις σημερινές αναδιπλούμενες.
Η πρώτη πατέντα που αφορά ξαπλώστρα παραλίας είναι αμερικανική και αποδόθηκε το 1892 στην Έλεν Πέτρι, για μια σεζλόνγκ που η εικόνα της μοιάζει με τις σημερινές αναδιπλούμενες
Οι ξαπλώστρες του Μπάρτελμαν, που πλέον θεωρούνται καλτ αντικείμενα ντιζάιν, αφού κατέλαβαν τις παραλίες ολόκληρης της Βόρειας Ευρώπης, δεν έμοιαζαν τόσο πολύ με τις σημερινές. Όπως οι αντίστοιχης λογικής και αισθητικής που αγαπήθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο της βικτωριανής εποχής, είχαν την όψη «κουκουλωτών» καναπέδων και ήταν φτιαγμένες για να προσφέρουν προστασία από τον άνεμο, την άμμο, τον ήλιο, τη βροχή και τα έντομα. Παρέπεμπαν περισσότερο σε ανοιχτά κουβούκλια ή μίνι καμπίνες άμαξας παρά σε σεζλόνγκ. Γι’ αυτό, ενδεχομένως, κάποιοι θεωρούν πιο κοντινούς συγγενείς των σημερινών «sun beds» τις περίφημες «deck chairs» (καρέκλες καταστρώματος), που πρακτικά δεν είναι έπιπλα παραλίας, αλλά πλοίου, και μάλιστα στον «Τιτανικό» ήταν διαθέσιμες μόνο για επιβαίνοντες που είχαν κάνει ειδική κράτηση.
Ηλιοθεραπεία και ανεμελιά
Οι ξαπλώστρες όπως τις γνωρίζουμε σήμερα άρχισαν να παίρνουν τα χαρακτηριστικά τους παράλληλα με την αλλαγή των κοινωνικών στάσεων όσον αφορά την έκθεση του σώματος στον ήλιο και το μαυρισμένο δέρμα. Αυτό συνέβη μετά τη μετακίνηση μεγάλων πληθυσμών της χαμηλής και μεσαίας τάξης σε γραφεία, εργοστάσια και λοιπούς «σκεπασμένους» χώρους εργασίας. Τότε μόνο η συνήθεια της ηλιοθεραπείας, την οποία εξυπηρέτησαν οι ξαπλώστρες, εξελίχθηκε σε σύμβολο μιας ανέφελης ζωής, γεμάτης ταξίδια, ελεύθερο χρόνο και πλούτο. Αυτή η αλλαγή καταγράφηκε, μεταξύ άλλων, στο μυθιστόρημα Όμορφοι και καταραμένοι του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ (εκδ. Ερατώ), το στόρι του οποίου εκτυλίσσεται τη δεκαετία του 1910 και οι ήρωές του, που ανήκουν στην ανώτερη τάξη, συζητούν μεταξύ τους για το μαύρισμα.
Υπάρχουν κρεβάτια παραλίας φτιαγμένα από καλάμια μπαμπού, που θαρρείς ότι το ξύλο τους μυρίζει μονόι, αντηλιακό με άρωμα καρύδας και όλη την ανθισμένη βλάστηση της Χαβάης
Στη σχετική φιλολογία, βέβαια, έχει καταγραφεί ως σημείο καμπής το έτος 1923. Πιο συγκεκριμένα, η στιγμή κατά την οποία η Κοκό Σανέλ επέστρεψε «κατάμαυρη» στο Παρίσι έπειτα από μια κρουαζιέρα στη Μεσόγειο. Το ίδιο έτος, για πρώτη χρονιά, τα παραθαλάσσια θέρετρα της Γαλλίας παρέμειναν ανοιχτά καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, που μέχρι τότε αποτελούσε την off-season τους. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η δημοφιλία που είχαν τα θέρετρα, οι πλαζ και οι ξαπλώστρες τους άρχισε να επεκτείνεται ανά τον κόσμο, με τους σταρ του σινεμά και της ποπ μουσικής να φωτογραφίζονται ξαπλωμένοι σε κάθε λογής σεζλόνγκ και θερινά κρεβάτια, δίπλα στη θάλασσα, πλάι σε μια πισίνα, καταμεσής ενός κήπου με καταπράσινο γκαζόν. Τον Ιούλιο του 1966, δε, το «κορίτσι με το μπικίνι», η Μπριζίτ Μπαρντό, θα απαθανατιστεί από κάποιον παπαράτσο στο Σεν Τροπέ, ξαπλωμένη μπρούμυτα πάνω σε ένα λευκό σιδερένιο κρεβάτι παραλίας –που διέθετε ρόδες στο μπροστινό του τμήμα για ευκολότερη μεταφορά και ήταν στρωμένο με ένα μπλε ελαφρύ «μαξιλαροστρώμα»– να συζητάει με τον όρθιο μπροστά της Γκίντερ Σακς, τον οποίο είχε παντρευτεί τον ίδιο μήνα, στο Λας Βέγκας.
Ξαναπιάνω το νήμα από τα καλοκαίρια στο Ζούμπερι της δεκαετίας του 1980. Αναφέρω, από μνήμης, τη βιωμένη εμπειρία της σταδιακής αντικατάστασης των φλοράλ πετσετών και των ελαφριών, αναδιπλούμενων σεζλόνγκ που εναποθέταμε στο έδαφος των πολλών ελεύθερων, τότε, παραλιών από τα σαφώς πιο άνετα, ξύλινα, σχεδιασμένα σύμφωνα με τα στάνταρ της αισθητικής του νεοπλουτισμού «sun beds» και τα πουφ εξωτερικού χώρου, τα οποία τοποθετούνται σε «οργανωμένες-με-ερωτηματικό» πλαζ, καταλαμβάνοντας όλο και μεγαλύτερο κομμάτι των αιγιαλών της χώρας. Αυτή η μετάβαση συχνά έγινε παράτυπα ή παράνομα, με την ανοχή ή την κάλυψη των Αρχών και των πολιτών που έβλεπαν τις ξαπλώστρες ως κινητήριους μοχλούς οικονομικής ανάπτυξης. Οι υπερβολές του περσινού καλοκαιριού οδήγησαν στο «κίνημα της πετσέτας». Και σκέφτομαι ότι έχει σημασία να δούμε από την αρχή τη σχέση μας με αυτό το εμβληματικό, όμορφο αντικείμενο του ελληνικού καλοκαιριού. Αν δεν το μεταφέρουμε εμείς οι ίδιοι στην άκρη ενός ελεύθερου γιαλού, πριν ξαπλώσουμε πάνω του, ας σκεφτούμε ξανά και ξανά αν είναι τοποθετημένο νόμιμα και εκεί που πρέπει, αν αξίζει το κόστος της ενοικίασής του, αν οι άνθρωποι που δουλεύουν για την άνεσή μας το κάνουν υπό συνθήκες αξιοπρέπειας και δίκαιης αμοιβής. Αλλιώς, ας πάρουμε τα κουβαδάκια μας κι ας πάμε σε άλλη παραλία.
Παναγιώτης Κούστας – kathimerini.gr