ΖΩΗ

Η ιστορία πίσω από τις τυπωμένες λέξεις

Επίπεδο λιθογραφικό πιεστήριο της εταιρείας Ασπιώτη στην Κέρκυρα, στις αρχές του 20ού αιώνα

Είναι γεγονός πως η τυπογραφία, ως τέχνη του έντυπου λόγου, βρίσκεται σε μια αργή, χαμηλών τόνων, διαδικασία επανεκτίμησης της αξίας της. Η δημιουργική βιομηχανία στην Ελλάδα, από την έκδοση βιβλίων μέχρι τη διαφήμιση και τη διαμόρφωση μιας οπτικής ταυτότητας, ανακαλύπτει ξανά τη δύναμη των τυπογραφικών στοιχείων, σχεδιάζει νέες γραμματοσειρές, φροντίζει την εμφάνιση των εκδόσεών της, πειραματίζεται με το τυπογραφικό λεξιλόγιο. Ισως το πιο πρόσφατο παράδειγμα μεγάλης κλίμακας είναι η οπτική ταυτότητα της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος που βασίστηκε στην τυπογραφία, στα βιβλία και στον λόγο.


Συλλογή ποιημάτων του Κ.Π. Καβάφη (εκδ. Αλεξανδρινή Τέχνη) του 1935 σε καλλιτεχνική επιμέλεια Τ. Καλμούχου και εξώφυλλο και εικονογράφηση του βιβλίου «Ανθρωποι και Ποντίκια» του Τζ. Στάινμπεκ (εκδ. Φίλοι του Βιβλίου) του 1947.

Η επανεκτίμηση της τυπογραφίας δεν ακολούθησε την ανάπτυξη της ελληνικής γραφιστικής που είναι ραγδαία τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Το πρόβλημα που επισημαίνουν οι ειδικοί του χώρου είναι η έλλειψη ιστορικών γνώσεων σχετικά με την εφαρμοσμένη οπτική επικοινωνία στη χώρα μας. Η τεχνολογία έφερε νέες, εντυπωσιακές δυνατότητες, ωστόσο οι λέξεις μάλλον τυπώθηκαν πιο γρήγορα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς και η μορφή τους έχασε τη σύνδεση με τις ρίζες της ελληνικής τυπογραφίας. Μπορεί να φαίνεται ωραία και στιλάτη η γραμματοσειρά μιας μαρκίζας ή ενός τίτλου, να είναι αρκετά ρετρό ή ποπ και να δημιουργεί συνειρμούς, αλλά η ιστορία αυτής της τέχνης εξαντλείται συνήθως στις τάσεις που βλέπουμε να κυριαρχούν. Από κάπου όμως ξεκίνησαν όλα αυτά.


Η «Πολύγλωσσος Βίβλος» του Κριστόφ Πλαντί του 1573. Για το ελληνικό κείμενο χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία του Ρομπέρ Γκρανζιό και του Κλοντ Γκαραμόντ. 

Σε αυτό το περιβάλλον (επαν)έρχεται το «Ανθολόγιο Ελληνικής Τυπογραφίας», ένας πλούσιος τόμος 594 σελίδων με την ιστορία της τέχνης του έντυπου ελληνικού βιβλίου από τον 15ο έως τον 20ό αιώνα, σε κείμενα και επιμέλεια του Γιώργου Δ. Ματθιόπουλου. Ο τόμος αποτελεί κοινή επανέκδοση των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης και της Εταιρείας Ελληνικών Τυπογραφικών Στοιχείων και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2009. Πρόκειται για ένα ιστορικό εγχειρίδιο, έναν πλοηγό στην ελληνική τυπογραφική θάλασσα που είναι αρκετά βαθιά για να ψαρεύουμε μόνο στην επιφάνειά της.

Το ανθολόγιο ξεκινάει με μια ιστορική επισκόπηση των πέντε αιώνων του ελληνικού βιβλίου, ακολουθεί ένα εικονογραφημένο ανθολόγιο ελληνικών βιβλίων, οι σημαντικοί τυπογράφοι και εκδότες ελληνικών βιβλίων είναι στο τρίτο μέρος και ολοκληρώνεται με ένα σύντομο κεφάλαιο της τυπογραφικής τεχνολογίας. Το δεύτερο μέρος είναι και το εκτενέστερο του τόμου και μια μοναδική ευκαιρία για τον μη ειδικό αναγνώστη να παρατηρήσει τις αλλαγές στην ελληνική τυπογραφία, την εικονογράφηση και τα στοιχεία των ευρύτερων καλλιτεχνικών ρευμάτων, όπως ο νεοκλασικισμός ή ο μοντερνισμός, που εντάσσονταν στην τυπογραφία.


Το σχολικό αλφαβητάριο «Τα καλά παιδιά» του 1949, του Επαμεινώνδα Γεραντώνη (αριστερά), και δεξιά το εξώφυλλο του «Ξένου» του Αλμπέρ Καμύ των εκδόσεων Δαίδαλος (δεξιά), 1955. 

Στις ιστορικές ενότητες του βιβλίου ο αναγνώστης θα διαβάσει για τη συμβολή της τυπογραφίας στον ελληνικό Διαφωτισμό και στη διάδοση του μηνύματος της ελληνικής Επανάστασης το 1821 αλλά και για τους πρωτεργάτες εκδότες των αρχών του 20ού αιώνα, όπως οι Γεώργιος Φέξης, Δημήτριος Δημητράκος, Κώστας Ελευθερουδάκης και η οικογένεια Ταρουσοπούλου.

Μία από τις ενδιαφέρουσες ιστορίες του τόμου είναι η «γέννηση» των πρώτων γραφιστών. Στην Ευρώπη των τελών του 19ου αιώνα επικράτησε μια αισθητική υποβάθμιση της τυπογραφίας εξαιτίας μιας στροφής των τυπογράφων σε μαζικότερη παραγωγή με φθηνότερα υλικά. Ωστόσο, γράφει ο κ. Ματθιόπουλος, η αντίσταση του βρετανικού καλλιτεχνικού κύκλου Arts and Crafts μπορεί να μην κατάφερε να αλλάξει τον «ανεξέλεγκτο βιομηχανικό ευτελισμό των τεχνών», αλλά υπήρξε ο σπόρος που άνθησε στη νέα γενιά των καλλιτεχνών, οι οποίοι «διαμόρφωσαν στην Ευρώπη τους πρώτους επαγγελματίες που σήμερα ονομάζουμε γραφίστες».

Στο ερώτημα για το εάν είναι χρήσιμο ή επίκαιρο ένα τέτοιο βιβλίο απαντάει ο σχεδιαστής Δημήτρης Αρβανίτης στον πρόλογο του τόμου από το 2009: «Κοντά στην απαξίωση της γλώσσας ακολουθεί φυσικά και η απαξίωση της γραφής, αν και συχνά η γραφή είναι αυτή που κακοποιείται περισσότερο από τον συρμό της μανίας μιας όλο και αυξανόμενης ξενόγλωσσης επικοινωνίας». Θα τύπωνε ποτέ «καρδούλες» και emoticons ο Γουτεμβέργιος για να δείξει ενθουσιασμό;

ΣΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ-kathimerini.gr