Η ιστορία ακραίας κακοποίησης που συντάραξε τον κόσμο
Το κορίτσι που έμεινε έγκλειστο και δεμένο με ζουρλομανδύα για 13 χρόνια και μετατράπησε σε πειραματόζωο της επιστήμης
«Μπαμπάς χτυπάει χέρι. Μεγάλο ξύλο. Genie κλαίει… Μπαμπάς. Χτυπάει πρόσωπο. Μπαμπάς χτυπάει, μεγάλο ξύλο. Μπαμπάς θυμωμένος. Μπαμπάς χτυπάει Genie μεγάλο ξύλο. Μπαμπάς παίρνει ξύλο, χτυπάει. Κλαίω. Ο μπαμπάς με κάνει να κλαίω. Μπαμπάς νεκρός».
Αυτά τα λόγια, που συντακτικά δεν στέκουν, αποτυπώνουν με τον πιο ωμό τρόπο τα όσα βίωσε η Genie Wiley. Η ιστορία της είναι μία από τις ακραίες ιστορίες κακοποίησης της διπλανής πόρτας, που συντάραξαν τον κόσμο και έγινε αντικείμενο αντιπαραθέσεων στους κόλπους της επιστημονικής κοινότητας, που είδαν το κορίτσι ως ένα θεόσταλτο δώρο για την έρευνά τους.
Όταν η ιστορία της είδε το φως της δημοσιότητας η 13χρονη Genie δεν μιλούσε, έμοιαζε οριακά με παιδί επτά ετών, περπατούσε κάνοντας το χαρακτηριστικό πηδηματάκι των λαγών και φορούσε πάνες. Οι κοινωνικές υπηρεσίες της Αμερικής του ’50 παρατήρησαν τυχαία την κατάσταση της μικρής και έτσι η ιστορία της έγινε εθνική υπόθεση.
Genie δεν είναι το πραγματικό όνομα του κοριτσιού, αλλά αυτό που επέλεξαν οι ερευνητές που τη μελέτησαν προκειμένου να προστατεύσουν την ανωνυμία της.
H Susan Wiley γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1957 από τον Clark Wiley και την κατά πολλά χρόνια νεότερη σύζυγό του Irene Oglesby. O πατέρας της μικρής είχε μεγαλώσει με τη μητέρα του μέσα στα πορνεία, μια παιδική ηλικία που τον στιγμάτισε μέχρι το τέλος της ζωής του. Δεν ήθελε ποτέ παιδιά, μισούσε τον θόρυβο και το άγχος που αυτά προκαλούσαν. Το πρώτο κορίτσι που απέκτησε το άφησε στο γκαράζ να παγώσει μέχρι θανάτου, ενώ το δεύτερο πέθανε εξαιτίας ενός προβλήματος υγείας που είχε εκ γενετής.
Μετά ήρθε η Genie και ο αδερφός της John, που έμελλε να γίνουν αποδέκτες μιας άνευ προηγουμένου βίας και κακοποίησης (το αγόρι σε πολύ μικρότερο βαθμό σε σχέση με την Genie).
H ψυχοσύνθεση του πατέρα διαλύθηκε τελείως όταν έχασε τη μητέρα του σε τροχαίο δυστύχημα, την οποία είχε εξιδανικεύσει, απωθώντας τον θυμό του γι’ αυτή. Το τέλος στην μπερδεμένη σχέση τους πυροδότησε ακόμα περισσότερο τα βίαια ξεσπάσματά του και τον έκανε ακραία ψυχωτικό με την κόρη του, στην οποία ασκούσε βία σε σωματικό και ψυχολογικό επίπεδο.
Ο Clark αποφάσισε, χωρίς καμία ιατρική γνωμάτευση, ότι η κόρη του ήταν διανοητικά καθυστερημένη και άχρηστη στην κοινωνία. Και αποφάσισε να την αποκόψει από τον κόσμο. Κανείς δεν ερχόταν σε επαφή με την Genie, η οποία πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της κλειδωμένη σε ένα δωμάτιο χωρίς φως ή σε ένα κλουβί που είχε φτιάξει ο πατέρας της. Εκείνος συνήθιζε να τη δένει χειροπόδαρα στο γιο γιο της όταν δεν κοιμόταν -δεμένη πάλι- ή με έναν αυτοσχέδιο ζουρλομανδύα. Τη χτύπαγε με κομμάτια ξύλου, της γρύλιζε σαν σκύλος για να προκαλέσει τον τρόμο της, ενώ κάποιοι ειδικοί αποφάνθηκαν αργότερα ότι πιθανό να είχε πέσει και θύμα σεξουαλικής κακοποίησης εξαιτίας της μετέπειτα απρεπούς σεξουαλικής συμπεριφοράς της.
Mετά από 14 χρόνια βασανιστηρίων η μητέρα της Genie, που αντιμετώπιζε σημαντικά προβλήματα όρασης, αποφασίζει να δραπετεύσει από τον οικογενειακό δυνάστη μαζί με το παιδί της. Από λάθος μπαίνει στα γραφεία των Πρόνοιας, πιστεύοντας ότι ήταν η υπηρεσία που θα της έδινε το οικονομικό βοήθημα για το πρόβλημα με τα μάτια της. Οι κοινωνικοί λειτουργοί θορυβούνται από την παρουσία της Genie, που συμπεριφέρεται αλλόκοτα και περπατάει σαν λαγός. Το κορίτσι είχε κλείσει τα 14, έμοιαζε όμως σαν 8χρονο παιδί. Αμέσως ειδοποιείται η Αστυνομία καθώς πλέον η περίπτωση παιδικής κακοποίησης είναι παραπάνω από προφανής.
Η υπόθεση της σοκαριστικής και ακραίας κακοποίησης ανοίγει, ο εισαγγελέας απαγγέλλει κατηγορίες για βάναυση παραμέληση ανηλίκου και ορίζεται δικάσιμος. Στις 20 Νοεμβρίου 1970, ανήμερα της δίκης, ο δυνάστης πατέρας αυτοπυροβολείται και δίπλα του αφήνει ένα σημείωμα που έγραφε: «Ο κόσμος δεν θα καταλάβει».
Η ιστορία της Genie γίνεται πρωτοσέλιδο σε όλα Μέσα. Όταν η 14χρονη μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Παίδων ήξερε ελάχιστες λέξεις και χαρακτηρίστηκε από τους γιατρούς ως «το πιο κατεστραμμένο παιδί που είχαν ποτέ δει»!
Η περίπτωση της Genie τράβηξε αμέσως το ενδιαφέρον επιστημόνων διαφόρων κλάδων (παιδίατροι, νευρολόγοι, ψυχολόγοι, αναπτυξιολόγοι, νευροεπίστημονες) που χρηματοδοτήθηκαν για να μελετήσουν τις επιπτώσεις του εγκλεισμού και της κακοποίησης στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του κοριτσιού.
Η «Ομάδα Genie», όπως ονομάστηκε, κλήθηκε να μελετήσει για τέσσερα χρόνια την έφηβη και να δει επίσης αν θα μπορούσε να μιλήσει καθώς μέχρι τότε ήξερε κάποιες λέξεις, αλλά δεν μπορούσε να σχηματίσει προτάσεις. Η συγκεκριμένη υπόθεση όμως ήρθε να βάλει στο μικροσκόπιο και την ηθική που διέπει τη σχέση ενός υποκειμένου με τον μελετητή του. Η Genie έζησε κατά καιρούς με πολλά από τα μέλη της ομάδας που την παρακολουθούσε. Και αυτό δεν προκάλεσε μόνο σύγκρουση συμφερόντων αλλά την μετέτρεψε σε ένα πειραματόζωο με αποτέλεσμα να βιώνει άλλη μια καταχρηστική σχέση στη ζωή της.
Για τους γλωσσολόγους η Genie ήταν ένας κενός χώρος. Ένα από τα βασικά καθήκοντα της ομάδας ήταν να καθορίσουν τι προηγήθηκε: η κακοποίηση της ή η καθυστέρηση στην ανάπτυξή της. Σαφής απάντηση δεν δόθηκε ποτέ. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60 οι γλωσσολόγοι πίστευαν ότι τα παιδιά δεν μπορούσαν να μάθουν μια γλώσσα μετά την εφηβεία. Όμως η δίψα για μάθηση και η περιέργειά της Genie τους διέψευσε. Άρχισε να επικοινωνεί και να παράγει μία δύο λέξεις, όμως αποδείχτηκε ότι η γραμματική είναι ανεξήγητη στα παιδιά που δεν έχουν κάποια εκπαίδευση μεταξύ 5 και 10 ετών. Η επικοινωνία όμως και η γλώσσα παραμένουν εφικτά.
«Μας κάνει η γλώσσα ανθρώπους; Δύσκολη ερώτηση» δήλωσε η Susan Curtiss, μία εκ των ερευνητών. «Μπορεί κάποιος να ξέρει λίγες λέξεις, αλλά να έχει πολλά ανθρώπινα χαρακτηριστικά, όπως το να αγαπά και να διαμορφώνει σχέση με τους άλλους. Η Genie μπορεί σίγουρα να αλληλεπιδράσει» είχε πει.
Σε αυτή την προσπάθεια των ερευνητών να κατανοήσουν την ανθρώπινη φύση δεν έλειψαν οι επικρίσεις και οι εντάσεις. Οι προσωπικές φιλοδοξίες και ο ανταγωνισμός οδήγησαν την ομάδα στα άκρα. Η Curtiss ήρθε σε ρήξη με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας (James Kent, David Ringler, Susan Curtiss) υπονομεύοντας την μέχρι τότε εργασία τους.
Η χρηματοδότηση της μελέτης από το National Institute of Mental Health πάγωσε και η Genie επέστρεψε στη μητέρα της στην ηλικία των 18 ετών, η οποία φρόντισε να λάβει περιοριστικά μέτρα κατά της ομάδας, κατηγορώντας τους για πειράματα σε βάρος της κόρης της. Στη συνέχεια δόθηκε σε αρκετές ανάδοχες οικογένειες που την κακοποιούσαν με αποτέλεσμα όλη η πρόοδος που είχε κάνει να πάψει να υπάρχει και να επιστρέψει στο πώς ήταν όταν ζούσε με τον πατέρα της.
Η Genie έχασε τη μητέρα της το 2002, τον αδερφό της Τζον το 2011 και την μοναδική ανιψιά της Πάμελα το 2012.
Στα 62 της ζει σε σπίτι για «δυσλειτουργικούς ενήλικες» στην βόρεια Καλιφόρνια. Η γυναίκα κηδεμονεύεται από την Πολιτεία και η επικοινωνία μαζί της είναι ιδιαίτερα δύσκολη καθώς υπάρχει ο κίνδυνος να διαταραχθεί περαιτέρω ο ευάλωτος ψυχισμός της.
«Είμαι σίγουρη ότι είναι ζωντανή καθώς όποια φορά και αν έχω πάρει στο κέντρο μου λένε ότι είναι καλά» είπε η Curtiss. «Δεν μου έχουν αφήσει ποτέ να της μιλήσω. Απέτυχα κάθε φορά που προσπάθησα να την επισκεφτώ ή να της γράψω. Η τελευταία επαφή μας ήταν στις αρχές του 1980» πρόσθεσε.