ΚΟΣΜΟΣ

Η εξάπλωση του κοροναϊού μπορεί να είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι παραδέχεται η Κίνα

Ερευνητές του τομέα δημόσιας υγείας από το Imperial College του Λονδίνου εκτιμούν ότι ο αριθμός των Κινέζων που έχουν εκτεθεί στον κοροναϊό μπορεί να είναι τελικά πολύ μεγαλύτερος από αυτόν που έχει ανακοινωθεί επί του παρόντος, μια ανάλυση την οποία η κινεζική κυβέρνηση έχει απορρίψει μέχρι τώρα, παρά το γεγονός ότι έχει ιστορικό ελλιπούς ενημέρωσης σχετικά με επιδημίες στο εσωτερικό της χώρας.

Οι ειδικοί στα μοντέλα εξάπλωσης ασθενειών του Imperial College του Λονδίνου, σε νέα έκθεσή τους που είδε το φως της δημοσιότητας την Τετάρτη εκτιμούν ότι ο πραγματικός αριθμός των ανθρώπων που έχουν προσβληθεί από τον κοροναϊό μόνο στην πόλη Βουχάν ανέρχεται σε 4.000 – ενώ θα μπορούσε να φτάνει και τα 9.700 άτομα στο δυσμενέστερο σενάριο.

Οι κινεζικές αρχές μέχρι στιγμής αναφέρουν ότι έχουν προσβληθεί από το στέλεχος του κοροναϊού περίπου 500 άτομα και 17 έχουν χάσει τη ζωή τους από τη μυστηριώδη νόσο που μοιάζει με την επιδημία SARS (Σοβαρού Οξέως Αναπνευστικού Συνδρόμου) – και η οποία πλέον έχει εξαπλωθεί σε πέντε ακόμη χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ.

Η κυβέρνηση του Πεκίνου την Τετάρτη έθεσε επισήμως σε καραντίνα τη Βουχάν, μια πόλη σχεδόν 9 εκατ. κατοίκων που είναι και η εστία του κοροναϊού, θέτοντας σε ακινησία όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς.

Την ίδια στιγμή, η κινεζική κυβέρνηση απορρίπτει τους ισχυρισμούς ότι αποκρύπτει τον πραγματικό αριθμό των κρουσμάτων του κοροναϊού που έχουν αναφερθεί, αν και πολλοί ειδικοί του τομέα δημόσιας υγείας είναι επιφυλακτικοί για το κατά πόσον το Πεκίνο παρέχει απόλυτη διαφάνεια όσον αφορά τη σοβαρότητα της νόσου.

Η Κίνα εξάλλου έχει ιστορικό ελλιπούς ενημέρωσης σε υποθέσεις δημόσιας υγείας, με πιο χαρακτηριστική την προσπάθεια της κυβέρνησης να συγκαλύψει την επιδημία του SARS το 2002, η οποία τελικά προσέβαλε περίπου 8.000 ανθρώπους και σκότωσε σχεδόν 800 ατόμα.

Πρόσθετη ανησυχία προκαλούν οι ενδείξεις εντεινόμενου πανικού στην Κίνα: Ανήσυχοι πολίτες αναζητούν απαντήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ ορισμένοι δημοσιογράφοι τοπικών μέσων ενημέρωσης υποχρεώθηκαν να σταματήσουν τις δημοσιεύσεις σχετικά με τον κοροναϊό που προκαλεί ενός είδους πνευμονία.

Πέραν αυτών, αξίζει να σημειωθεί ότι υπήρξαν αρκετές αναφορές για άτομα που φαίνεται να έχουν πεθάνει από τον κοροναϊό, αλλά δεν περιλαμβάνονται στον επίσημο απολογισμό της κινεζικής κυβέρνησης, όπως αναφέρει η Washington Post.

“Οι εκτιμήσεις του Imperial College βασίζονται σε ένα επιδημιολογικό μοντέλο, το οποίο ενημερώνεται συνεχώς με τα νέα δεδομένα που διατίθενται, επομένως ο πραγματικός αριθμός των κρουσμάτων μπορεί να είναι μεγαλύτερος ή μικρότερος”, λέει ο Δρ Τζέιμς Σέπερντ, αναπληρωτής καθηγητής παθολογίας (λοιμωδών ασθενειών) στην Ιατρική Σχολή του Yale. “Θα έλεγα ότι η Κίνα φαίνεται να έχει λάβει το μάθημά της από την επιδημία του SARS”, σημειώνει, επισημαίνοντας ότι οι Κινέζοι ενημέρωσαν για τον συγκεκριμένο κοροναϊό “πολύ πιο γρήγορα” -και έδρασαν γρήγορα προκειμένου να αναπτύξουν ένα διαγνωστικό τεστ βασισμένο στην αλληλουχία DNA του νέου στελέχους- ενώ συνεργάζονται και με άλλες χώρες και διεθνείς οργανισμούς.

Ωστόσο, αξίζει να επισημανθεί ότι ενώ το πρώτο κρούσμα του κοροναϊού στη Βουχάν αποκαλύφθηκε από τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης στις 8 Δεκεμβρίου, οι αρχές της χώρας φαίνεται να καθυστέρησαν να προβούν σε επίσημες ανακοινώσεις. Συγκεκριμένα, η κινεζική κυβέρνηση δεν είχε εκδώσει επίσημη ανακοίνωση για τη νόσο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου, ούτε επιβεβαίωσε τον πρώτο θάνατο από τον κοροναϊό παρά μόνο τις 12 Ιανουαρίου -μέρες μετά το συμβάν-, ενώ το ίδιο έπραξε και όσον αφορά το πρώτο κρούσμα εκτός της Βουχάν το οποίο επιβεβαίωσε στις 20 Ιανουαρίου (μέρες αφότου κρούσματα του κοροναϊού εμφανίστηκαν σε άλλες χώρες).

Η έξαρση του κοροναϊού, σίγουρα, αποτελεί ένα εξαιρετικά ευαίσθητο θέμα για τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ και το κυβερνών Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας, καθώς θα μπορούσε να έχει πολιτικές συνέπειες. Η ραγδαία εξάπλωση του μυστηριώδους νέου κοροναϊού έρχεται σε κακή χρονική στιγμή για την Κίνα, η οποία βιώνει άνοδο των τιμών των τροφίμων και επιβράδυνση της οικονομίας της, για να μην αναφερθούν οι εμπορικές εντάσεις με τις ΗΠΑ και οι πολιτικές προκλήσεις στο Χονγκ Κονγκ.

Του Sergei Klebnikov / FORBES / capital.gr