Η Ελλάδα σε ένα μόνιμο εκκρεμές
Ο καθηγητής Βασίλης Βαμβακάς μιλάει για τις πολιτικές κωλοτούμπες, την πανδημία, την τραπ και την υβριδική νοοτροπία
Σύμφωνα με μια διαδεδομένη προσέγγιση, η νεοελληνική κοινωνία είναι χωρισμένη σε δύο διακριτά στρατόπεδα: ένα μοντέρνο, καινοτόμο και εξωστρεφές και ένα παραδοσιακό, με «ανατολικές» καταβολές και κλίσεις. Αυτές οι «δύο Ελλάδες» έρχονται διαρκώς σε σύγκρουση και πότε κερδίζει η μία, πότε η άλλη. Ο Βασίλης Βαμβακάς προτείνει μια άλλη ανάγνωση. Στο τελευταίο του βιβλίο, με τίτλο «Το εκκρεμές. Πολιτική, κουλτούρα και κοινωνία στην Ελλάδα των διαρκών κρίσεων» (εκδόσεις Archive – Brainfood Εκδοτική), ο καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου υποστηρίζει ότι η Ελλάδα, από το 2010 κι έπειτα, μπορεί να κατανοηθεί μέσα από το σχήμα ενός εκκρεμούς: η κίνησή του μεταξύ αναχρονισμού και εκσυγχρονισμού, (μετα)νεωτερικότητας και παράδοσης δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, επηρεάζεται όμως από συγκεκριμένες συγκυρίες και συνθήκες κρίσης – οικονομικής, πανδημικής κ.ά.
«Αυτό, για παράδειγμα, που ονομάσαμε “κωλοτούμπα” στην περίπτωση του Αλέξη Τσίπρα, δεν είναι ασυνήθιστο. Μια αλλαγή θέσεων που μέχρι πρότινος θα φάνταζε αδιανόητη, δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα – το είδαμε να συμβαίνει και σε άλλους πολιτικούς αρχηγούς στην πρόσφατη Ιστορία», λέει ο κ. Βαμβακάς, που εντοπίζει όμως μια κίνηση μεταξύ εκσυγχρονισμού – αναχρονισμού και σε ηγέτες όπως ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Αντώνης Σαμαράς.
Κατά τη γνώμη του, διάφορα άτομα και ομάδες που οι ταυτότητές τους δεν είναι ξεκάθαρες μπορούν να προσεγγιστούν μέσα από τη λογική των υβριδίων. «Δεν μπορεί να πει κάποιος ότι ο Στέφανος Τσιτσιπάς είναι πολύ παραδοσιακός επειδή δεν ήθελε να εμβολιαστεί ή υπερμοντέρνος επειδή ήθελε να διασκεδάζει στο Ντουμπάι. Είναι ταυτόχρονα και τα δύο», λέει και συνεχίζει: «Εχει μεγάλο ενδιαφέρον να κατανοήσουμε τέτοια υβρίδια, γιατί σε μεγάλο βαθμό με αυτά λειτουργεί η ελληνική κοινωνία. Και άλλοτε επιβιώνει και ξεπερνάει τα προβλήματα, άλλοτε όμως αυτά τα μείγματα τη φέρνουν πίσω».
Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση της κοινωνικής ζωής στην Ελλάδα της πανδημίας. «Για λίγους μήνες είδαμε τα κοινωνικά, επιστημονικά και πολιτισμικά αντανακλαστικά της χώρας να λειτουργούν με μεγάλη επιβιωτική δύναμη – μεγαλύτερη από άλλων, πιο προηγμένων χωρών». Κρίσιμος ήταν στην πρώτη φάση της πανδημίας ο ρόλος του Σωτήρη Τσιόδρα, τον οποίο αναφέρει στο βιβλίο του. «Αποτελεί και αυτός ένα ενδιαφέρον υβρίδιο, γιατί ήταν το πρόσωπο που μπορούσε να πείσει ένα κοινό το οποίο δεν κινούνταν απολύτως εντός του εκσυγχρονισμού και της τεχνοκρατικής αντίληψης», εξηγεί ο καθηγητής. «Από εκεί και πέρα, τα αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας ξαναθυμίζουν τις γνωστές μας αδυναμίες. Δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε με κανόνες στον δημόσιο χώρο, δυσκολευόμαστε να μην πολιτικοποιήσουμε το όλο ζήτημα, πράγματα που στην πρώτη φάση δεν είχαν συμβεί και ήταν σωτήρια».
Τηλεόραση
Στο πολιτισμικό πεδίο, τι μπορούμε να πούμε για τη σύγχρονη τηλεοπτική μυθοπλασία, που περιλαμβάνει αρκετές «σειρές εποχής», με σύνηθες φόντο την επαρχία; Ο κ. Βαμβακάς εντοπίζει εκεί μια «περίεργη παρελθοντολογία». Η πρώτη όψη του φαινομένου, λέει, συνδέεται με τη συμβατικότητα της παραδοσιακής τηλεόρασης, η οποία απευθύνεται σε μεγαλύτερες ηλικίες. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη.
«Σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει μια επίμονη διάκριση μεταξύ σύγχρονης και παραδοσιακής κοινωνίας – σαν να την ευχόμαστε κιόλας», παρατηρεί ο καθηγητής και συνεχίζει: «Η απεικόνιση ωστόσο της υπαίθρου σε ορισμένες από αυτές τις σειρές δεν είναι απολύτως ρεαλιστική. Η ελληνική επαρχία δεν είναι τόσο πίσω σε σχέση με το άστυ και νομίζω ότι οι διαφορές τους υπερτονίζονται. Βλέπω εδώ έναν αναχρονισμό που πηγαίνει κόντρα στις τάσεις της ελληνικής τηλεόρασης που ασχολούνται με το παρόν και προσπαθούν να συνομιλήσουν με διεθνείς παραγωγές και τους κώδικές τους. Ενώ κάποιες δραματικές, σχεδόν καθημερινές σειρές εποχής είναι σαν να συζητούν για το παρόν με όρους παρελθόντος. Μου φαίνεται παράξενο».
Η τραπ
Ενδιαφέρον έχει και η εγχώρια εκδοχή της μουσικής τραπ. «Ενώ εκφράζει μια λογική κοινωνικής και πολιτισμικής υποκουλτούρας», λέει ο Βασίλης Βαμβακάς αναφερόμενος στις λεγόμενες subcultures, «την ίδια στιγμή η τραπ αποθεώνει την κυρίαρχη κουλτούρα του πλούτου, της κατανάλωσης, της καλοπέρασης, ακόμη και τους πιο παραδοσιακούς ρόλους των φύλων. Και το κάνει για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό και με ένα λόγο που διατηρεί τη δική του αργκό. Συνήθως οι νεανικές υποκουλτούρες έρχονται να αμφισβητήσουν το mainstream. Ενώ εδώ έχουμε, σε επίπεδο ρητορικό, μια αντισυμβατική λογική, που ταυτόχρονα αποθεώνει ίσως το πιο συντηρητικό κομμάτι των ελληνικών και διεθνών τάσεων».
Στον χώρο της μουσικής υπάρχει και ένα περιστατικό που ενώ έλαβε χώρα μετά την ολοκλήρωση του βιβλίου, ενδιαφέρει τον Βαμβακά: η Αλκηστις Πρωτοψάλτη τραγούδησε πρόσφατα τον «Αδωνι» του Σταμάτη Κραουνάκη παραλείποντας τη λέξη «χοντρή» από το ρεφρέν. «Νομίζω ότι έχουμε να κάνουμε με ένα παράδειγμα προοδευτικής λογοκρισίας», παρατηρεί ο καθηγητής, «η οποία λέει ότι τα στερεότυπα του παρελθόντος πρέπει με κάποιο τρόπο να απαλειφθούν από τη μνήμη μας και από την πραγματικότητα. Είναι ένα επικίνδυνο παιχνίδι – όχι τόσο το συγκεκριμένο παράδειγμα, όσο η τάση που εκφράζει. Οχι μόνο γιατί οδηγεί στη λογική ακύρωσης προσώπων και πραγμάτων του παρελθόντος άκριτα και χωρίς να έχουμε το ιστορικό συμφραζόμενο στο μυαλό μας, αλλά και γιατί οδηγεί σε λάθος εκτιμήσεις», λέει και σημειώνει ότι στη συζήτηση για τη «χοντρή» δεν μνημονεύτηκε το γεγονός ότι ο ίδιος ο Σταμάτης Κραουνάκης το 2013 είχε παραλλάξει τους στίχους του τραγουδιού «Αδωνις» για να σχολιάσει τη σχέση του Αδώνιδος Γεωργιάδη με τη σύζυγό του, ένα παράδειγμα επιθετικού ή και μισαλλόδοξου λόγου, σύμφωνα με τον καθηγητή.
Το βιβλίο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων αναλύσεις για το πολιτικό κιτς, τη ρητορική του μίσους, τη μετα-αλήθεια, το χιούμορ, το ελληνικό τραγούδι, τα social media. Στον επίλογο γίνεται μια αναφορά στο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη. Τι είδους κίνηση έκανε εκεί το εκκρεμές; «Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει καταφέρει να μη δείξει μεγάλη ταλάντευση και να παραμένει όσο το δυνατόν κοντά σε μια λογική μεταρρυθμιστική, φιλοευρωπαϊκή και φιλοδυτική», καταλήγει ο Βασίλης Βαμβακάς. «Νομίζω όμως ότι, παράλληλα με αυτή την ισχυρή τάση, κάτω από το χαλί κρύβονται πράγματα. Τα Τέμπη έδειξαν ότι ταυτόχρονα υπήρξαν τρομακτικές αδράνειες και πιθανότατα και πολιτικοί αρχαϊσμοί, όπως ρουσφέτια και άλλες πρακτικές, που οδήγησαν στο τραγικό αυτό συμβάν. Ακόμη και σήμερα, που έχουμε την αίσθηση μιας κατεύθυνσης προς τον μεταρρυθμιστικό εκσυγχρονισμό και την κανονικότητα, από κάτω υπάρχει τελικά πάντα κάτι το οποίο, ακόμη και όταν δεν είναι κυρίαρχο, λειτουργεί και προκαλεί τέτοια τραγικά γεγονότα».
Νικόλας Ζώης – kathimerini.gr