ΚΟΣΜΟΣ

Η διαγραφή μιας τραγωδίας

Οι κυρίες του μηχανοκίνητου παραρτήματος του Ερυθρού Σταυρού μεταφέρουν έναν τραυματία στο Σεντ Λούις, τον Οκτώβριο του 1918, μία από τις πόλεις που εφάρμοσαν πολύ αυστηρά μέτρα και είχαν σχετικά λίγα κρούσματα

Πώς έζησε ο κόσμος την ισπανική γρίπη και γιατί μετά επέλεξε να την ξεχάσει, παρά το ότι ο ιός είχε προσβάλει το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού.

Υπάρχει ένα συγκεκριμένο κεφάλαιο στην ιστορία της ισπανικής γρίπης, μικρό, αλλά πολύ ενδιαφέρον, που περιγράφει πώς ο φονικός ιός του 1918 έφτασε στα απομακρυσμένα χωριά της Αλάσκας. Μιας περιοχής του κόσμου που θεωρητικά θα μπορούσε να είχε αποφύγει την πανδημία, αλλά τελικά γνώρισε μια απερίγραπτη τραγωδία. Ολόκληρες κοινότητες εξαφανίστηκαν από τον χάρτη, μαζί με τη γλώσσα και την κουλτούρα τους. Για να καταφέρουν να σταθούν στα πόδια τους όσοι λίγοι επιβίωσαν από τις νέες γενιές, ακολούθησαν τη συμβουλή των γηραιότερων: «nallunguarluku». Στην τοπική διάλεκτο αυτό σημαίνει «προσποιηθείτε ότι δεν συνέβη τίποτα». Το περίεργο είναι ότι ακριβώς αυτό έκανε ολόκληρη η ανθρωπότητα, με τους ιστορικούς να παρατηρούν ότι μετά το τέλος της πανδημίας απλώθηκε στον κόσμο μια πολύ περίεργη συλλογική αμνησία.

Δεν υπάρχουν κενοτάφια για όσους έχασαν τη ζωή τους (σε αντίθεση με προγενέστερες και μεταγενέστερες φονικές ασθένειες), υπάρχουν μετρημένες γραπτές μαρτυρίες, ενώ ακόμα και οι ζωγράφοι ή οι συγγραφείς, τα έργα των οποίων πάντα επηρεάζονται από τα πολύ σημαντικά γεγονότα, ασχολήθηκαν ελάχιστα με το ζήτημα – υπάρχουν εξαιρέσεις: ο Έντβαρτ Μουνκ ζωγράφισε δύο αυτοπορτρέτα του, ένα όσο ασθενούσε από την ισπανική γρίπη και ένα μετά, ενώ η Βιρτζίνια Γουλφ δημιούργησε τον χαρακτήρα της κυρίας Ντάλογουεϊ, που «είχε πατήσει πια τα πενήντα και μετά την αρρώστια της είχε ασπρίσει για τα καλά». Σε γενικές γραμμές, όμως, η πλέον πολύνεκρη πανδημία του 20ού αιώνα, και μία από τις μεγαλύτερες όλων των εποχών, σκέπασε σαν μαύρο σύννεφο τον παγκόσμιο χάρτη κι έπειτα έφυγε «σαν να μη συνέβη τίποτα».


Σεπτέμβριος του 1918. Μια νοσοκόμα γεμίζει μια κανάτα με νερό για τους Αμερικανούς στρατιώτες που επέστρεψαν νοσούντες από την Ευρώπη και αναρρώνουν σε πρόχειρη μονάδα στη Μασαχουσέτη

Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι ο κόσμος εκείνη την εποχή είχε ήδη ζήσει και υποφέρει από αντίστοιχες καταστάσεις, αν και σε μικρότερη ένταση, είχε αντιμετωπίσει επιδημίες κίτρινου πυρετού, τις αλλεπάλληλες επιθέσεις της χολέρας ή ακόμα και τη ρωσική γρίπη του 1889, που πιθανόν προσέφερε αντισώματα στον τότε πληθυσμό – ίσως έτσι εξηγείται το ότι τα θύματα της ισπανικής γρίπης ήταν κυρίως νέοι άνθρωποι ηλικίας από 20 έως 40 ετών. Την αιτία αυτής της συλλογικής αμνησίας, πάντως, μάλλον πρέπει να την αναζητήσουμε κάπου αλλού. Όταν εκδηλώθηκαν τα πρώτα κρούσματα, τους πρώτους μήνες του 1918, βρισκόταν σε εξέλιξη, και μάλιστα σε ένα πολύ προχωρημένο στάδιο, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.

ΔΥΟ ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Ορισμένες χώρες που συμμετείχαν στον πόλεμο επέλεξαν να αποσιωπήσουν σκόπιμα την είδηση της εμφάνισης μιας μεταδοτικής και θανάσιμης ασθένειας, προκειμένου να προστατευτεί το ηθικό των κατοίκων. Αυτό δεν συνέβη στην Ισπανία, που δεν ενεπλάκη στις συγκρούσεις και κράτησε στάση ουδετερότητας· οι ισπανικές εφημερίδες κάλυψαν πολύ ζωηρά την εξάπλωση του ιού (ο βασιλιάς Αλφόνσο αρρώστησε, αλλά ανέρρωσε), με αποτέλεσμα ο υπόλοιπος κόσμος να πιστέψει ότι η ασθένεια αφορούσε μόνο την Ισπανία. Εξ ου και η γρίπη ονομάστηκε ισπανική. Το όνομά της, δηλαδή, βασίζεται σε μια παρανόηση, αλλά έτσι κι αλλιώς τίποτα δεν ήταν σαφές. Η επιστημονική κοινότητα της εποχής δεν μπορούσε να δώσει εξηγήσεις ούτε για τη φύση του ιού ούτε για την προέλευσή του. Ακόμα αγνοούμε αν το πρώτο κρούσμα εκδηλώθηκε, κατά σύμπτωση, στην Κίνα, στη βόρεια Γαλλία –και συγκεκριμένα εντός ενός βρετανικού στρατοπέδου– ή στο Κάνσας των Ηνωμένων Πολιτειών, από όπου μεταφέρθηκε στην Ευρώπη μέσω των Αμερικανών στρατιωτών. Το σίγουρο είναι ότι την άνοιξη του 1918 ο ιός κυκλοφορούσε εντός των διαρκώς μετακινούμενων στρατιωτικών σωμάτων της Ευρώπης, εξαπλώθηκε αστραπιαία σε ολόκληρη την ήπειρο και μέχρι το καλοκαίρι είχε φτάσει σε όλο τον κόσμο.


Ο ποιητής Γκιγιόμ Απολινέρ και η σύζυγός του Ζακλίν λίγο πριν νοσήσουν από τον ιό. Η Ζακλίν ανέρρωσε, ο Απολινέρ όχι

Ένας ακόμα παράγοντας αποπροσανατολισμού ήταν το ότι τους πρώτους μήνες, κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της ασθένειας, καθώς ο πόλεμος μονοπωλούσε το ενδιαφέρον του κόσμου, τα στοιχεία για τους νεκρούς στο μέτωπο επισκίασαν τα αντίστοιχα της γρίπης, τα οποία έτσι κι αλλιώς ήταν πολύ δύσκολο να καταγραφούν. Λίγους μήνες αργότερα, το φθινόπωρο του 1918, εκδηλώθηκε το δεύτερο και σφοδρότερο κύμα της πανδημίας, αλλά συνέπεσε με τη λήξη του πολέμου. Δεν υπήρχε χώρος για θλίψη. Η ανακωχή της Κομπιέν υπογράφηκε στις 11 Νοεμβρίου στο περίφημο βαγόνι του στρατάρχη Φος, η Γερμανία συνθηκολόγησε άνευ όρων και ο κόσμος ανυπομονούσε για μια καινούργια αρχή. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που συνέβη στο Παρίσι δύο μέρες αργότερα, στις 13 Νοεμβρίου, στην κηδεία του Γκιγιόμ Απολινέρ, ο οποίος, αφού επέστρεψε τραυματισμένος από το μέτωπο, προσβλήθηκε από τη γρίπη και πέθανε. Πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε στο νεκροταφείο Περ Λασέζ για να αποχαιρετίσει τον νεαρό ποιητή και συγχρόνως να πανηγυρίσει τη νίκη της Αντάντ και την πολυπόθητη ειρήνη. Ο Ελβετός λογοτέχνης Μπλεζ Σαντράρ (1887-1961) είχε επισκεφτεί τον Απολινέρ λίγες μέρες νωρίτερα και ήταν παρών στην κηδεία. Θυμάται τον κόσμο να τραγουδάει, να χορεύει, να ανταλλάσσει φιλιά. «Ήταν φανταστικά», είπε μερικά χρόνια αργότερα. «Το Παρίσι γιόρταζε, ο Απολινέρ είχε χαθεί, εγώ ήμουν γεμάτος μελαγχολία. Ήταν παράλογο».


Μαθήτριες με μάσκες στην Ιαπωνία, η οποία χτυπήθηκε έντονα από την ισπανική γρίπη, με περίπου 400.000 νεκρούς

Οι περισσότεροι θάνατοι πάντως καλύφθηκαν από τη σιωπή, πίσω από κλειστές πόρτες και σφραγισμένα παράθυρα. Μια ανατριχιαστική λεπτομέρεια είναι ότι στις περισσότερες περιπτώσεις ο νεκρός παρέμενε στο σπίτι για αρκετές μέρες (το θέαμα ήταν πολύ σκληρό, καθώς το δέρμα του προσώπου έπαιρνε ένα κυανό χρώμα) μέχρι να οριστεί η κηδεία, μια διαδικασία πολύπλοκη εξαιτίας της έλλειψης ανθρώπινου δυναμικού, αλλά και υλικών, την οποία είχε προκαλέσει ο πόλεμος. Το πένθος ήταν ατομικό και αυτές οι εκατομμύρια προσωπικές τραγωδίες δεν αθροίστηκαν ποτέ ώστε να σχηματίσουν μια συλλογική μνήμη. Ο σπουδαίος Αυστριακός ζωγράφος Έγκον Σίλε σχεδίασε την έγκυο γυναίκα του, Ίντιθ, να ξεψυχά και τρεις μέρες αργότερα κατέληξε και ο ίδιος. Λίγους μήνες νωρίτερα είχε πεθάνει από τον ίδιο ιό και ο καλλιτεχνικός του πατέρας, ο Γκούσταφ Κλιμτ.

Η ΚΑΡΑΝΤΙΝΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ

Μπορούμε να βρούμε αρκετές ομοιότητες με τη σημερινή κατάσταση: ο ιός απλώθηκε σε όλο τον κόσμο, όπως και σήμερα, δεν υπήρχε θεραπεία, όπως και σήμερα, και η μόνη λύση αποδείχτηκε, τελικά, ότι ήταν η καραντίνα. Όπως και σήμερα. Έκλεισαν σχολεία, έκλεισαν εκκλησίες και κάθε χώρος συνάθροισης, διακόπηκαν οι αθλητικές δραστηριότητες. Επίσης, όπως και σήμερα, υπήρχαν «τα καλά παραδείγματα», όπως αυτό της Αυστραλίας, η οποία πήρε εγκαίρως μέτρα και «απέκρουσε» τον κίνδυνο, τουλάχιστον τη στιγμή της κορύφωσης της ασθένειας. Αντιθέτως, η Ινδία, για παράδειγμα, στάθηκε αδύνατον να περιορίσει τον ιό και οι απώλειες ξεπέρασαν τα 12 εκατομμύρια. Παρατηρήθηκε πάντως, όπως ήταν αναμενόμενο, ότι οι πιο φτωχές χώρες υπέφεραν περισσότερο και γενικά οι περιοχές που στερούνταν πρόσβαση σε νοσοκομειακές δομές. Συνολικά ο αριθμός των νεκρών είναι αδύνατον να υπολογιστεί, αλλά πλέον επικρατεί η άποψη ότι τα θύματα ήταν περισσότερα από 50 εκατομμύρια. Κάποιες χιλιάδες έχασαν τη ζωή τους και στην Ελλάδα· η μεγαλύτερη τραγωδία σημειώθηκε στο νησί της Σκύρου, όπου από τους 3.200 κατοίκους νόσησαν σχεδόν όλοι και πέθαναν οι 1.000.


Αμερικανοί φαντάροι κάνουν γαργάρες με αλατόνερο, ως προληπτικό μέτρο για την ισπανική γρίπη

Στις Ηνωμένες Πολιτείες τα προηγούμενα χρόνια συγκεντρώθηκαν ορισμένες μαρτυρίες των τελευταίων επιζώντων της εποχής, που περιέγραψαν το φθινόπωρο του 1918 ως έναν αδιανόητο εφιάλτη: ένας κάτοικος της βόρειας Καρολίνας θυμάται ότι οι άνθρωποι κοιτούσαν από τα παράθυρα των σπιτιών για να δουν αν οι γείτονές τους ήταν ακόμα ζωντανοί, ένας κάτοικος της Ουάσιγκτον περιγράφει τον τρόμο της νύχτας, καθώς δεν ήξερες αν θα δεις το φως της μέρας, και ένας κάτοικος του Κονέκτικατ σχολιάζει ότι η κοινωνική ζωή καταστράφηκε εντελώς: «Η γειτονιά άλλαξε. Οι άνθρωποι άλλαξαν. Όλα άλλαξαν».

Η καραντίνα του 1918 ήταν διαφορετική από τη σημερινή. Ο καθένας ήταν μόνος του, αγκαλιασμένος με τους φόβους του. Χωρίς τηλέφωνα, μηνύματα και βιντεοκλήσεις, χωρίς τηλεόραση και ίντερνετ, χωρίς ενημέρωση. Η μοναξιά προκάλεσε μια μαζική εσωστρέφεια και το τέλος της ασθένειας, αφού ακολούθησε και ένα πιο ήπιο κύμα το 1919, βρήκε τον κόσμο αλλαγμένο. Όλοι ήθελαν να αφήσουν πίσω τους το σοκ. Ο πόλεμος είχε τελειώσει, η ισπανική γρίπη είχε περάσει. Τίποτα δεν είχε συμβεί. Μέχρι που συνέβη ξανά

ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ-kathimerini.gr