ΕΛΛΑΔΑ

Η απαγωγή Χαΐτογλου που συγκλόνισε το πανελλήνιο και το «σύνδρομο της Στοκχόλμης»

Όλα όσα είχαν συμβεί στη διαβόητη υπόθεση, μέσα από τα λόγια του Β. Παλαιοκώστα και μαρτυρίες της εποχής

Υπάρχουν πολλές αστυνομικές υποθέσεις που -κατά το συνηθέστατο δημοσιογραφικό κλισέ- «συγκλόνισαν το πανελλήνιο». Κάποιες από αυτές δεν άξιζαν καν αυτόν τον χαρακτηρισμό. Κάποιες άλλες τον άξιζαν αλλά και πάλι δεν είχαν όλα εκείνα τα στοιχεία που θα επέτρεπαν -όταν πλέον κάποιος τις εξέταζε με το πέρασμα του χρόνου- να τον διατηρήσουν.

Υπάρχουν βέβαια και εκείνες που το δικαιολογούν σε απόλυτο βαθμό και ακόμα κι αν έχουν περάσει πολλά χρόνια συζητιούνται ακόμα. Αν υπήρχε ένα top-5 αυτών των υποθέσεων, τότε σίγουρα η μία από αυτές τις πέντε θέσεις θα άνηκε, δίχως την παραμικρή αμφιβολία, στην απαγωγή του επιχειρηματία Αλέξανδρου Χαΐτογλου.

Ένας επιχειρηματίας με μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Οι δυο πιο γνωστοί Έλληνες κακοποιοί. Μια κινηματογραφική εξέλιξη. Ένα τέλος που άνοιξε μεγαλύτερες συζητήσεις απ’ ότι η απαγωγή αυτή κάθε αυτή.

Ήταν ίσως η πρώτη φορά που οι Έλληνες έμαθαν, άκουσαν, διάβασαν και μελέτησαν το «σύνδρομο της Στοκχόλμης»! Η συμπεριφορά, βλέπετε, του επιχειρηματία απέναντι στους απαγωγείς του όταν πλέον είχε απελευθερωθεί ήταν αυτή που σήκωσε τη μεγαλύτερη κουβέντα.

Το Σύνδρομο της Στοκχόλμης

Τον Αύγουστο του 1973, δύο ένοπλοι άνδρες, οι Γιαν-Έρικ Όλσσον και Κλαρκ Όλοφσον, εισέβαλαν στο υποκατάστημα της τράπεζας Sveriges Kreditbanken στην περιοχή Νόρμαλμστοργκ, της Στοκχόλμης.

Κατά τη διάρκεια της ληστείας απαγάγουν τέσσερις υπαλλήλους. Τους Ελίζαμπετ Όλντγκρεν, Κρίστιν Ένμαρκ, Μπιργκίτα Λούντμπλαντ και τον Σβεν Σάφστρομ. Για έξι ολόκληρες ημέρες τους κρατάνε ομήρους,  στο θησαυροφυλάκιο της τράπεζας.

Όταν η ομηρία έληξε και οι δράστες συνελήφθησαν, έγινε το αδιανόητο. Τα θύματα ταυτίστηκαν με τους θύτες σε τέτοιο βαθμό που έκαναν ακόμα και έρανο προκειμένου να συλλέξουν χρήματα, ώστε, να ενισχύσουν οικονομικά τον δικαστικό αγώνα των απαγωγέων τους, ενώ παράλληλα αρνήθηκαν να καταθέσουν εναντίον τους στο δικαστήριο.

Ένας από τους συμβούλους της σουηδικής αστυνομίας κατά τη διάρκεια της ομηρίας, ο ψυχίατρος και εγκληματολόγος Νιλς Μπέγιεροτ, ήταν αυτός που μελετώντας την όλη υπόθεση αλλά κυρίως τη συμπεριφορά των θυμάτων, επινόησε τον όρο «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» για να περιγράψει το ψυχολογικό φαινόμενο κατά το οποίο όμηροι εκφράζουν συμπάθεια και συμπόνοια και έχουν θετικά συναισθήματα προς τους απαγωγείς τους, μερικές φορές σε σημείο που να υπερασπίζονται και να ταυτίζονται μαζί τους.

Η απαγωγή του Χαΐτογλου

Ο Αλέξανδρος Χαΐτογλου (ο οποίος έφυγε από τη ζωή τον Ιούνιο του 2016 σε ηλικία 62 ετών) ήταν ένας από τους πιο γνωστός επιχειρηματίες στη Β. Ελλάδα. Μαζί με τον αδερφό του Κώστα είχαν δημιουργήσει τον «όμιλο εταιρειών Χαΐτογλου», ναυαρχίδα του οποίου είναι η Χαΐτογλου ΑΒΕΕ που παράγει τον γνωστό «Μακεδονικό Χαλβά».

Αν και η οικονομική επιφάνεια της οικογένειας ήταν εξαιρετικά μεγάλη, ο Αλέξανδρος κρατούσε ένα πολύ χαμηλό προφίλ και κάθε άλλο παρά προκαλούσε με τον τρόπο ζωής που είχε επιλέξει. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, είχε επιλέξει να μην έχει σωματοφύλακες. Ακόμα και στις μετακινήσεις του, επέλεγε συνέχεια τις ίδιες διαδρομές κάτι που- όπως αποδείχθηκε- τον μετέτρεψε σε εύκολο στόχο.

Ένα από τα καθημερινά δρομολόγια που έκανε ο Αλέξανδρος Χαΐτογλου, όπως θυμούνται οι γείτονες στο Ωραιόκαστρο της Θεσσαλονίκης, ήταν από και προς το σχολείο που πήγαιναν τα παιδιά του. Η διαδρομή περιελάμβανε και έναν απομονωμένο χωματόδρομο. Εκεί, την 15η Δεκεμβρίου του 1995, του είχαν στήσει ενέδρα ο Βασίλης και ο Νίκος Παλαιοκώστας. Τον έβγαλαν από το δικό του αυτοκίνητο και τον επιβίβασαν σε ένα δικό τους το οποίο είχαν κλέψει προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν στην απαγωγή.

Επί 80 ώρες, θύτες και θύμα έζησαν μέσα σε αυτό το αυτοκίνητο. Τα αδέρφια Παλαιοκώστα, όπως προκύπτει από το αστυνομικό ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκε τότε στις εφημερίδες, επέλεξαν να μην έχουν ένα σταθερό σημείο που θα κρατούν τον όμηρό τους αλλά να μετακινούνται συνέχεια μαζί με αυτόν. Κατά τη διάρκεια της απαγωγής ερχόντουσαν σε επαφή με τον αδερφό του Αλέξανδρου, Κώστα (τότε πρόεδρος της ομάδας μπάσκετ του Ηρακλή και υπερτυχερός του ΛΟΤΤΟ με κέρδη που έφταναν τα 160 εκατ. δραχμές) με τον οποίο διαπραγματεύτηκαν το ύψος των λύτρων.

Η απαίτηση των απαγωγέων να μην εμπλακεί η Ελληνική Αστυνομία έγινε σεβαστή από τον αδερφό του ομήρου ο οποίος ήταν αυτός που άφησε τα λύτρα σε ένα απομονωμένο σημείο στο δρόμο προς την Άμφισσα. Λίγες ώρες αργότερα, τ’ αδέλφια Παλαιοκώστα άφηναν ελεύθερο τον Αλέξανδρο Χαΐτογλου στα ΚΤΕΛ της Καρδίτσας.

«Μπορώ να πω ότι μου φέρθηκαν ανθρώπινα πάνω απ’ όλα και είχα την ευκαιρία να συζητήσω μαζί τους ώρες ατελείωτες και να καταλάβω ότι πρόκειται για ανθρώπους ενήμερους για όλη την κατάσταση που επικρατεί εδώ στην Ελλάδα και μάλιστα θα έλεγα ότι είχαν και κάποιο επίπεδο σαν άνθρωποι γενικά…», είχε δηλώσει, μετά την απελευθέρωσή του, στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» για τους απαγωγείς του ο Χαΐτογλου και αυτή ακριβώς η αποστροφή του λόγου του, σε συνδυασμό με τη στάση που κράτησε χρόνια αργότερα στο δικαστήριο, που έκανε πολλούς να μιλήσουν για το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης».

Η αλήθεια του Βασίλη Παλαιοκώστα

Τον περασμένο Ιούνιο κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία από τις «Εκδόσεις των Συναδέλφων» με τίτλο «Μια φυσιολογική ζωή. Δράσεις και αποδράσεις ενός επικηρυγμένου», το βιβλίο που έγραψε ο Βασίλης Παλαιοκώστας.

Μέσα σε αυτό, ο «most wanted» κακοποιός για την Ελληνική Αστυνομία εξιστορεί τη δική του αλήθεια για τα χρόνια που βρισκόταν στην παρανομία. Γράφει για πολλές ιστορίες ανάμεσα στις οποίες και αυτή της απαγωγής του επιχειρηματία Χαΐτογλου όπου βέβαια δεν παραλείπει ν’ ασκήσει κριτική σε όσους μίλησαν τότε για το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης».

«Τον συμπαθήσαμε τον Αλέκο, μας φάνηκε καλής πάστας άνθρωπος. […] Τον λοιδόρησαν όσο δεν πάει. Διέγνωσαν ειδικοί και μη ότι διακατέχεται από το Σύνδρομο της Στοκχόλμης και άλλες τέτοιες παρλαπίπες. Δεν θέλαν με τίποτα να περάσει στην κοινή γνώμη ότι οι απαγωγείς ήταν άνθρωποι και το απέδειξαν. Στόχος τους ήταν και παραμένει να τρομάζουν τον κοσμάκη», γράφει ο Β. Παλαιοκώστας ο οποίος αφιερώνει αρκετές σελίδες στην περιγραφή της απαγωγής και κυρίως το πώς πέρασαν οι 80 ώρες ανάμεσα σε θύτες και θύμα.

«Μας καθησύχαζε. Τα λεφτά υπάρχουν. Θα τα πάρουμε γιατί ο πατέρας του δεν θα ρίσκαρε τον γιο του, για το χατίρι των μπάτσων! Μας συμβούλευε μάλιστα να προσέχουμε στους δρόμους μην τυχόν έχουμε κάποιο έλεγχο απ’ την αστυνομία! “Δεμένος με τις χειροπέδες εδώ πίσω (εννοεί τα πίσω καθίσματα του οχήματος) θα δεχτώ όλες τις σφαίρες, δεν θα μπορώ ν’ αντιδράσω. Αν συμβεί κάτι να με λύσετε και να μου δώσετε ένα καλάσνικοφ”! Ελπίζαμε να αστειευόταν. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις…»!

Τέλος, περιγράφει την στιγμή της απελευθέρωσης του επιχειρηματία: «Έκανα εξονυχιστικό έλεγχο σε όλες τις δεσμίδες για τυχόν ύποπτα αντικείμενα με ταυτόχρονη καταμέτρηση. Ήταν 150 εκατ. δραχμές σε δεκαχίλιαρα καινούριας κοπής και τα μάρκα κάτι λιγότερο από ένα εκατομμύριο. Μπήκαμε στην πόλη της Καρδίτσας κι αφήσαμε τον Αλέκο στο ΚΤΕΛ της πόλης. Ήταν φανερά χαρούμενος. Μας αποχαιρέτησε δια ασπασμού, πετώντας το αμίμητο: – Παιδιά, αν δεν κόστιζε τόσο πολύ θα ήθελα μια ακόμα περιπέτεια!
– Μην σ’ απασχολεί. Κάνουμε σκόντο»!