Η «Αναγέννηση» του Τσαρούχη
«Είχε µια ικανότητα να κρατάει αυτά που τον ενδιαφέρουν, υπήρχαν πράγματα που κράτησε μέχρι το τέλος». Ο λόγος για τον Γιάννη Τσαρούχη από την κ. Νίκη Γρυπάρη, ανιψιά του σπουδαίου ζωγράφου και πρόεδρο του Ιδρύματος Γ. Τσαρούχη. Αφορμή, η νέα έκθεση του Ιδρύματος «Ζωγραφικές διαδρομές», που ανοίγει το Σάββατο 7 Μαΐου.
Επιρροές και επαναστάσεις, καινοτομία και συνέχεια, αυτές τις έννοιες πραγματεύεται η έκθεση, όπως λέει αποκλειστικά στην «Καθημερινή» η κ. Γρυπάρη. «Κάθε φορά, παρουσιάζουμε μια άλλη πλευρά του έργου του», δηλώνει. Αυτή τη φορά επέλεξαν να ρίξουν φως στην εξέλιξη της ζωγραφικής του τόσο μέσω των επιδράσεων που είχε σε κάθε σταθμό της μακρόχρονης πορείας του, αλλά και το πώς κάθε δική του επανάσταση –μην ακυρώνοντας τις επιρροές του, αλλά καινοτομώντας πάνω σε αυτές– τον πήγε ένα βήμα παραπέρα, οδηγώντας τον εντέλει στη δική του Αναγέννηση.
Η έκθεση, η οποία θα διαρκέσει μέχρι τις 31 Ιουλίου, κάνει ξεκάθαρες τις διαδρομές από τις οποίες πέρασε και πώς τον διαμόρφωσαν, παρουσιάζοντας 26 μεγάλους πίνακες του ζωγράφου και περισσότερες από 40 θεατρικές μακέτες. Στο, εδώ και χρόνια εξαντλημένο, βιβλίο του «Αγαθόν το Εξομολογείσθαι» (εκδ. Καστανιώτη), αποσπάσματα του οποίου, όπως και άλλων ιδιόχειρων κειμένων του, θα προβληθούν στην επικείμενη έκθεση, ο Τσαρούχης γράφει πως από το ’31 μέχρι το ’68 έκανε «δοκιμές και πειράματα», τα οποία οι «Ζωγραφικές διαδρομές» διαφωτίζουν.
Ξεκινάμε με τη «Σκυριανή», έργο με το οποίο ήθελε να πλησιάσει τον Φώτη Κόντογλου, του οποίου ήταν μαθητής στη Σχολή Καλών Τεχνών στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Από τον Κόντογλου, κρατάει μεταξύ άλλων τις βυζαντινές επιρροές και τεχνικές, όπως η φωτοσκίαση, που χρησιμοποιεί σε έργα του δεκαετίες αργότερα. Βλέπουμε τι δημιουργεί όταν βρίσκεται στο ατελιέ του Κωνσταντίνου Παρθένη. «Πολλά οφείλω στον Κωστή Παρθένη, που η αυστηρή –σαν σουηδική γυμναστική– διδασκαλία του μου επέτρεψε να πλησιάσω με άνεση τη λεγόμενη κλασική τέχνη», γράφει ο Τσαρούχης. «Η διδασκαλία του Παρθένη με βοήθησε να καταλάβω την τέχνη της Αναγεννήσεως», συμπληρώνει.
Αλλού βλέπουμε τα χρώματα του Σπαθάρη, στο φόντο που ζητάει να του φτιάξει και χρησιμοποιεί σε πίνακες όπως ο «Μελαχρινός καθιστός με πανωφόρι». Αντιλαμβανόμαστε μια προσωπική επανάσταση, μια άλλη διαδρομή, στους ποδηλάτες που ζωγράφισε το ’36 όντας στο Παρίσι, όπου μεταξύ άλλων γνώρισε τον Ματίς –«η συνάντησή μου με τον Ματίς έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωγραφική μου», γράφει ο ίδιος–, αλλά που το θέμα τους είχε εμπνευστεί στην Αθήνα.
Η ζωγραφική του παίρνει άλλη ροπή όταν συναντά τη «Μέδουσα του Πειραιώς» στο Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα – «μου ‘δωσε να καταλάβω πως η τέχνη που μας ορίζει ακόμα είναι η αρχαία ελληνική, ή για να ‘μαστε ακριβέστεροι, η ελληνιστική», αναφέρει ο Τσαρούχης. Και μετά, μεταξύ άλλων εκθεμάτων, η δική του Αναγέννηση με τις «Τέσσερις Εποχές», κι ένα ζεϊμπέκικο, επιστρέφοντας εν μέρει στη δική του εκδοχή μιας πιο ανατολίτικης τέχνης.
«Υπήρχαν στιγμές που έλεγε “δεν έχω κάνει τίποτα στη ζωή μου” και μετά έλεγε “κάτι έχω κάνει” – είχε τρακ κάθε φορά που είχαμε εγκαίνια»
Κάποιος που θα δει την έκθεση θα καταλάβει όχι τι έπαιρνε από κάθε του καλλιτεχνική συνάντηση, αλλά τι μάθαινε, λέει στην «Καθημερινή» η κ. Γρυπάρη, και πώς το εξέλισσε σε κάτι καινοτόμο, κάτι προσωπικό. Ο ίδιος άλλωστε είχε γράψει πως, παρόλο που δεν θα ήθελε να αρνηθεί καμία επίδραση, «η πρωτοτυπία ενός ζωγράφου έγκειται σ’ έναν πυρήνα προσωπικό».
«Μια επίδραση μπορεί να είναι ένα δάνειο νόμιμο, που δικαιώνεται από την πρόοδο του τεχνίτη, μπορεί να είναι μια κλεψιά ενός φουκαρά, που προσπαθεί να μπαλωθεί όπως όπως», δήλωνε.
Σε αυτή την πρόοδο ρίχνει φως η έκθεση «Ζωγραφικές διαδρομές» – «εστιάζει στο πώς αλλάζει η ζωγραφική του», σχολιάζει η κ. Γρυπάρη.
Oσον αφορά τις μακέτες, οι οποίες εκτίθενται στο δώμα του Ιδρύματος Γ. Τσαρούχη στο Μαρούσι, ίδρυμα που έφτιαξε ο ίδιος στην πάλαι ποτέ κατοικία του, αποτελούν και αυτές μια αναφορά στις επαναστάσεις του. «Κανείς δεν είχε σκεφτεί να κάνει θέατρο σε πάρκινγκ», υπογραμμίζει η κ. Γρυπάρη – κανείς, εκτός από τον Τσαρούχη.
Κάποια στιγμή είχε γράψει πως για να ζωγραφίσει όπως ήθελε, έπρεπε να ασκηθεί στην «ταπεινοσύνη». Φαίνεται πως το κατάφερε. «Υπήρχαν στιγμές», αναφέρει για τον αείμνηστο θείο της, «που έλεγε “δεν έχω κάνει τίποτα στη ζωή μου” και μετά έλεγε “κάτι έχω κάνει” – είχε τρακ κάθε φορά που είχαμε εγκαίνια».
Η ίδια τονίζει πως στόχος του ιδρύματος, και κάθε έκθεσής του, είναι η γνωριμία του κοινού με το έργο του Τσαρούχη, η εμβάθυνση στην κατανόηση αυτού.
«Eλεγε συνέχεια ότι άφησε τα έργα του για να είναι μαζεμένα και να μπορεί ο κόσμος να τα δει», τονίζει η κ. Γρυπάρη, «και ένας αν βρεθεί να καταλάβει το τι έκανε, θα ‘ναι ευχαριστημένος».
Ηλιάνα Μάγρα-kathimerini.gr