ΚΟΣΜΟΣ

Η Ακροδεξιά τότε και σήμερα: Πώς η κρίση έθρεψε το «τέρας»

Το ναζιστικό μόρφωμα που πριν από οκτώ χρόνια κέρδισε την ψήφο των Ελλήνων πολιτών και την είσοδο στη Βουλή δέχθηκε τη χαριστική βολή από την Δικαιοσύνη, που έκρινε ότι δεν είναι τίποτα άλλο από μία εγκληματική οργάνωση.

Για τη Χρυσή Αυγή είχε προηγηθεί η πολιτική καταδίκη και περιθωριοποίηση στις εκλογές του 2019. Ωστόσο όπως σχολίαζαν και στη χθεσινή τους ανταπόκριση οι New York Times  η απειλή της ακροδεξιάς δεν έχει εξαφανιστεί για την Ελλάδα και συνολικά την Ευρώπη.

Ανά την Ένωση τα ακροδεξιά κόμματα πέτυχαν την τελευταία δεκαετία να εκμεταλλευθούν τις ανησυχίες ή και την οργή των πολιτών και να τα μετατρέψουν σε πολιτική ατζέντα και εκλογικά διακυβεύματα. Σήμερα πολλά από αυτά, έχοντας επιχειρήσει ένα δραστικό facelift σε επίπεδο εικόνας και επικοινωνιακής πρακτικής, αλλά χωρίς να εγκαταλείπουν βασικές ξενοφοβικές και ρατσιστικές ιδέες, εξακολουθούν να δίνουν το «παρών» στην κεντρική πολιτική σκηνή. Αν και ήδη από τις δεκαετίες του 1990 και 2000 διεκδικούσαν περισσότερο χώρο ήταν η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και η άκρως επώδυνη κρίση χρέους που δοκίμασε στη συνέχεια τις ευρωπαϊκές χώρες που λειτούργησε ως η μεγάλη τους ευκαιρία.

Ο εκτροχιασμός των δημοσιονομικών, η συνταγή της αυστηρής λιτότητας, το κόστος των bail outs και οι οξυνόμενες ανισότητες συνέθεσαν ένα σκηνικό μέσα στο οποίο τα άκρα και οι λαϊκιστές ύψωσαν τη φωνή τους και έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Την ώρα που τα παραδοσιακά κόμματα πάλευαν με τη διαχείριση των πολλαπλών κρίσεων η Ακροδεξιά αντιμαχόταν τις «καταστροφικές πολιτικές των Βρυξελλών», τις «κακές ελίτ», για να προωθήσει έναν ιδιότυπο «κοινωνικό σωβινισμό», που ευαγγελιζόταν στήριξη της εθνικής παραγωγής και απασχόλησης, κοινωνικό  κράτος και ευημερία- αποκλειστικά βέβαια για τους γηγενείς πολίτες και φορολογούμενους. Από καθαρά ρατσιστικά και αντικρατικά κόμματα, εξελίχθηκαν σε αντιμεταναστευτικά, ισλαμοφοβικά, αλλά και αντιευρωπαϊκά κόμματα, σε δυνάμεις «αντίστασης» κατά του «συστήματος» και της λιτότητας. Όταν το 2012 η Χρυσή Αυγή κέρδιζε με περισσότερες από 425.000 ψήφους την είσοδο στη Βουλή, το νεοναζιστικό Jobbik της Ουγγαρία, το NDP της Γερμανίας (το AfD δεν είχε ακόμη ιδρυθεί), το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία, οι Αληθινοί Φινλανδοί και το Κόμμα Ελευθερίας στην Ολλανδία έβλεπαν επίσης την απήχησή τους να ανεβαίνει αισθητά.

Ο «σεισμός» του 2014

Το πρώτο ηχηρό καμπανάκι για ολόκληρη την Ε.Ε. ήρθε στις Ευρωεκλογές του 2014 με το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν να είναι πρώτη δύναμη στη Γαλλία (24,96%) και το UKIP να εξασφαλίζει ποσοστό 29% και 23 από τις 74 έδρες των ευρωπαϊκών εδρών στη Βρετανία. Στη Γερμανία το νεοναζιστικό NPD, το οποίο διατηρούσε στενές σχέσεις και με τη Χρυσή Αυγή, εξασφάλισε την είσοδό του στο Ευρωκοινοβούλιο με μία έδρα. Το νεοσύστατο AfD εισήλθε επίσης στο Ευρωκοινοβούλιο με το 7% των ψήφων. Στην Αυστρία το κόμμα της Άκρας Δεξιάς FPO (Κόμμα Ελευθερίας) είδε τη δύναμή του να σκαρφαλώνει στο 20%, στη Δανία το εθνικιστικό Λαϊκό Κόμμα πήρε την πρωτιά με 27%. Στην Ουγγαρία το Jobbik ήταν δεύτερο με 15% και τρεις έδρες. Η Χρυσή Αυγή σε εκείνες τις εκλογές έλαβε την ψήφο 536.913 πολιτών (9,39%) και τρεις έδρες στο Ευρωκοινοβούλιο. Οι αναλυτές έκαναν λόγο τότε για πολιτικό σεισμό.

Πώς οι οικονομικές κρίσεις ευνοούν τα ακροδεξιά κόμματα

Δεν ήταν η πρώτη φορά που μία μεγάλη οικονομική κρίση συνοδευόταν από άνοδο της Ακροδεξιάς. Μελέτη των Manuel Funke, Moritz Schularick και Christoph Trebesch, που δημοσιεύθηκε το 2015, έδειξε ότι από το 1870 σε σχεδόν 100 περιπτώσεις οικονομικών κρίσεων τα ακροδεξιά κόμματα ήταν οι μεγάλοι ωφελημένοι των χρηματοοικονομικών κραχ, με τη δύναμή τους να αυξάνεται κατά περισσότερο από 30% (σε απόλυτο αριθμό ψήφων). Όπως εξηγούσαν οι συντάκτες της μελέτης «σε μεγάλες κρίσεις οι πολίτες κατηγορούν τις ελίτ, που δεν κατάφεραν να τις αποτρέψουν, η εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα διαβρώνεται και μία σημαντική μερίδα της κοινωνίας στρέφεται προς τα ακροδεξιά κόμματα, που υπόσχονται σταθερότητα, νόμο και τάξη».  Παράλληλα τόνιζαν ότι τα ακροδεξιά κόμματα «παντρεύουν» τον οικονομικό πόνο και την ανασφάλεια των πολιτών με την καλλιέργεια αισθημάτων φόβου απέναντι σε εξωτερικές δυνάμεις, τις οποίες παρουσιάζουν ως απειλή όχι μόνο για τις θέσεις εργασίας, αλλά και την εθνική κουλτούρα και τρόπο ζωής.

Τον Απρίλιο του 2018 μελέτη της οικονομικής επιθεώρησης Economic Policy, που στηρίχθηκε σε στοιχεία από 16 ευρωπαϊκές χώρες, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είναι μόνο οι οικονομικές κρίσεις που θρέφουν το τέρας της ακροδεξιάς, αλλά οι ανισότητες, ακόμη και σε περιόδους που σε όλοι κερδίζουν- αλλά κάποιοι πολύ λιγότερο από άλλους. Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε θέση υστέρησης (positional deprivation) δηλαδή έβλεπαν το πραγματικό τους εισόδημα να αυξάνεται σε μικρότερο βαθμό από των συμπολιτών τους τείνουν να γυρίζουν την πλάτη στο mainstream πολιτικό σύστημα. Όσο ανοίγει η ψαλίδα των ανισοτήτων τόσο ενισχύονται και τα εκλογικά κέρδη για τους ακροδεξιούς σχηματισμούς.

Το όπλο του λαϊκισμού  

Η δυσφορία για τις οικονομικές συνθήκες, η ανασφάλεια, το αίσθημα ότι κάποιος μένει πίσω, ανήκει στους «ξεχασμένους», δεν φτάνουν από μόνα τους να αυξήσουν την απήχηση ενός ακροδεξιού κόμματος, τη στροφή στον αυταρχισμό και τον εθνικισμό. Τα κόμματα αυτά όμως αντιλήφθηκαν πως μπορούν να μιλήσουν για αυτές τις ανησυχίες με το κλασικό δίπολο του λαϊκισμού: κακή ελίτ- καλός λαός (τον οποίο εκπροσωπούν εκείνα). Η Ε.Ε., οι γραφειοκράτες, οι τραπεζίτες, οι μετανάστες βρέθηκαν όλοι μαζί στον πρώτο πόλο.

Έτσι ενώ σε περασμένες τα ακροδεξιά κόμματα έβρισκαν ευήκοα ώτα στο παραδοσιακό ακροατήριο του φασισμού, τώρα στόχευαν πρωτίστως σε πολίτες της εργατικής και μεσαίας τάξη, που αισθάνονταν απροστάτευτοι έναντι της παγκοσμιοποίησης, των αγορών, της ανοιχτής οικονομίας. Κατά την κρίση χρέους, όταν η οργή για το «σύστημα» ξεχείλιζε έγιναν κόμματα διαμαρτυρίας.

Σε αντίθεση με την Χρυσή Αυγή, πολλά ευρωπαϊκά ακροδεξιά κόμματα που αναδείχθηκαν σε υπολογίσιμες δυνάμεις της πολιτικής σκηνής φρόντισαν να αποκηρύξουν πρακτικές βίας του παρελθόντος, έσπευσαν να «στρογγυλέψουν» τις ακρότητες των θέσεών τους, να πουν επισήμως όχι στον ναζισμό και τον αντισημητισμό, ακόμη και εάν δηλώσεις και θέσεις στελεχών τους αποδείκνυαν το αντίθετο. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ίσως αυτό του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία (Εθνικός Συναγερμός σήμερα). Όταν ανέλαβε τα ηνία του η Μαρίν Λεπέν αποκήρυξε τον αντισημιτισμό και τον ίδιο της τον πατέρα και επιχείρησε άνοιγμα σε παραδοσιακούς ψηφοφόρους της κεντροδεξιάς. Στο στόχαστρο ήταν βέβαια οι μετανάστες και το Ισλάμ, αλλά πολύ περισσότερο οι πολιτικές της Ε.Ε., η παγκοσμιοποίηση και το ελεύθερο εμπόριο- τα οποία και παρουσίαζε ως πηγή κάθε δεινού.

Η εικόνα σήμερα

Σήμερα εννέα κόμματα της ακροδεξιάς έχουν σχηματίσει την πέμπτη μεγαλύτερη δύναμη στο Ευρωκοινοβούλιο με την ομάδα «Ταυτότητα και Δημοκρατία».  Και στις εθνικές πολιτικές σκηνές όμως η παρουσία τους είναι ισχυρή.

Γερμανία: Το AfD είναι από τις εκλογές του 2017, όταν απέσπασε το 12,6% των ψήφων, είναι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τον Οκτώβριο του 2019 στις τοπικές εκλογές της Θουριγγίας ανεδείχθη σε πρώτη δύναμη, αφήνοντας πίσω του το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα.

Ιταλία: Η Λέγκα του Ματέο Σελβίνι βρέθηκε εκτός κυβέρνησης, αλλά εξακολουθεί να εμφανίζει πολύ υψηλά στις δημοσκοπήσεις.

Ισπανία: Πολλοί πίστευαν ότι η ακροδεξιά στην Ισπανία έχει πεθάνει. Η ξαφνική και απότομη άνοδος του Vox προκάλεσε σοκ. Στις τελευταίες εκλογές το κόμμα διπλασίασε τις έδρες του στη Βουλή, σε 52. Είναι η Τρίτη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη στη χώρα.

Αυστρία: Το Κόμμα Ελευθερίας (FPO) συμμετείχε στον κυβερνητικό συνασπισμό που σχηματίστηκε το 2017, αλλά στη συνέχεια βρέθηκε στη δίνη σειράς σκανδάλων. Στις εκλογές του 2019 το ποσοστό του περιορίστηκε στο 16%.

Σουηδία: Οι Σουηδοί Δημοκράτες εξασφάλισαν σημαντικά κέρδη στις εκλογές του 2018, με το ποσοστό τους να φτάνει στο 18%. Το κόμμα έχει τις ρίζες τους στο νεοναζισμό, αλλά έχει επιχειρήσει να αλλάξει την εικόνα του από το 2010 όταν και πέτυχε για πρώτη φορά την είσοδό του στη Βουλή.

Φινλανδία: Το Κόμμα των Φινλανδών βρέθηκε στη δεύτερη θέση στις εκλογές του 2019, με οριακή διαφορά από το SPD.

Εσθονία: To EKRE κέρδισε για πρώτη φορά έδρα στη Βουλή στις εκλογές του 2015. Τέσσερα χρόνια αργότερα διπλασίασε το εκλογικό ποσοστό του στο 18%.

Πολωνία: Το ακροδεξιό κόμμα της Συνομοσπονδίας απέσπασε ποσοστό 6,8% στις εκλογές του 2019.

Ουγγαρία: Στις εκλογές του 2018 το Jobbik προσπάθησε να «μαλακώσει» το ακροδεξιό προφίλ του και να απευθυνθεί σε ευρύτερα στρώματα. Εξασφάλισε το 19% των ψήφων.

Νατάσα Στασινού – kathimerini.gr