«Η αδρή ουσία των πραγμάτων» με τον φακό της Έλλης Παπαδημητρίου
Η πολυτάλαντη Έλλη Παπαδημητρίου (Σμύρνη 1900- Αθήνα 1993) αποκαλύπτεται από στην φωτογραφική έκθεση «Η αδρή ουσία των πραγμάτων» στην Πινακοθήκη Γκίκα της οδού Κριεζώτου, στην Αθήνα.
Πρόκειται για μια οφειλή του Μουσείου Μπενάκη σε μια σημαντική προσωπικότητα του 20ου αιώνα, σχεδόν άγνωστη στο κοινό. Μικρασιάτισσα από εύπορη οικογένεια της Σμύρνης, γεωπόνος και φωτογράφος με σπουδές στην Αγγλία, συνυφασμένη με το προσφυγικό ζήτημα, τους καταυλισμούς των εκπατρισμένων στην Ελλάδα, με την ελληνική διανόηση του μεσοπολέμου, τον πειραματισμό με την φωτογραφία και την ανάγκη να προσεγγίσει τον κόσμο με νέο βλέμμα.
Χάρη στην ιστορικό Ιωάννα Πετροπούλου, που ασχολείται εδώ και δεκαετίες με τη ζωή και το έργο της μαχητικής διανοούμενης, και στο Μουσείο Μπενάκη, όπου εναπόκειται μέρος του φωτογραφικού αρχείου της Έλλης Παπαδημητρίου, η έκθεση με το πολύτιμο υλικό της δουλειάς της φέρνει σ’ επαφή τον θεατή με την εθνολογική ματιά της Παπαδημητρίου, που σχεδόν πριν 100 χρόνια επεδίωξε «να αναδείξει σωστά την αδρή ουσία των πραγμάτων», όπως η ίδια είχε διατυπώσει, χρόνια αργότερα. Οι φωτογραφίες είναι μέρος ενός ευρύτερου συνόλου που δεν έχει ακόμα δει το φως της δημοσιότητας.
Η έκθεση χωρίζεται σε τρεις ενότητες με φωτογραφίες από το 1928 έως την αρχή της δεκαετίας του 1950.
Οι λήψεις ξεκινούν το 1928, σε περιοδείες της Έλλης Παπαδημητρίου ως στέλεχος της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) και συνεργάτιδας του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών (ΚΜΣ) της Μέλπως Μερλιέ. Ταξιδεύει με τρένο, λεωφορείο, έφιππη, εξοπλισμένη με την δική της Kodak. Ακολουθεί τους πρόσφυγες και τους γηγενείς στους χερσαίους και παραθαλάσσιους οικισμούς. Στην έκθεση παρουσιάζονται λήψεις από τα τρία λευκώματα που είχαν κυκλοφορήσει στη Μεταπολίτευση, όταν κοινοποίησε για πρώτη φορά το υλικό που είχε τραβήξει: «Ήπειρος-Μακεδονία», «Νησιά» και «Αθήνα – Πειραιάς – Καισαριανή» με υπέρτιτλο Παλιές Φωτογραφίες.
«Για την Έλλη Παπαδημητρίου η φωτογραφία συνδέεται εξαρχής με το προσφυγικό ζήτημα, με την καταγραφή και κατανόηση του περιβάλλοντος του γεωγραφικού χώρου της νέας πατρίδας. Μακριά και πέρα από την όποια φολκλορική γραφικότητα, η Παπαδημητρίου απαθανατίζει αρχικά την αγροτοποιμενική Ελλάδα, διατηρώντας κριτική απόσταση. Πνεύμα αντιρρητικό, φρόνημα ανατρεπτικό, απορρίπτοντας τον νόθο εξωτισμό, λειτουργεί όχι ως φυσιολάτρης, αλλά ως ανατόμος», τονίζει η Ιωάννα Πετροπούλου.
Στην «ειρηνική εκστρατεία» της, η Παπαδημητρίου κεντράρισε τον φακό της με δύναμη και εικαστική ευαισθησία σε μια Ελλάδα πολυεθνική, πολυθρησκευτική. «Τσελιγκάδες υλοτόμοι, Αλβανοί μαστόροι, μετακίνηση νομάδων, το τζαμί των δερβισάδων στην Κόνιτσα, καλύβια αρβανιτοβλάχικα, γύφτοι, σαρακατσανέοι, σπίτια μουσουλμάνων ανταλλάξιμα, Εβραίες νοικοκυρές, απαλλοτριωμένα μετόχια, σπίτια καπνοπαραγωγών, μεταξουργεία από την Προύσα», είναι τα λόγια της Παπαδημητρίου που σχολιάζουν αυτή την δουλειά της.
Στην β’ ενότητα της έκθεσης, 1932-1936, στρέφει τη μηχανή στους νησιωτικούς οικισμούς όπου αναζητά τα βήματα των ανθρώπων του μόχθου όχι μόνο των προσφύγων.
Παρελαύνουν μπροστά στα μάτια μας τα προ τουρισμού νησιά, Σπέτσες, Ύδρα, Σέριφος, Νάξος, Δήλος, Κάλυμνος, Μυτιλήνη, Ικαρία. Είναι η εποχή που η ένθερμη βενιζελική Έλλη Παπαδημητρίου, ριζοσπαστικοποιείται πολιτικά, στρέφεται στην Αριστερά, εναντίον του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Στη λεζάντα της ενότητας διαβάζουμε τα λόγια της όπως τα διατύπωσε την δεκαετία του ’70 σε μια πολιτική ανασημασιοδότηση του έργου της, εντάσσοντας το άλλοτε αναξιοποίητο φωτογραφικό υλικό σε νέο ιδεολογικό πλαίσιο: «Σήμερα μάλιστα, που η τουριστική αξιοποίηση αλλοιώνει ασύδοτα, συχνά και γελοιογραφεί, την όψη της χώρας. Όπως και την ιστορία μας. Όπως και την πραγματική μας ανάπτυξη».
Στην Κατοχή, η Έλλη Παπαδημητρίου συμμετέχει στον αντιφασιστικό αγώνα μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ, το 1941 κατά τη γερμανική εισβολή θα καταφύγει στη Μέση Ανατολή όπου εξαιτίας της πολιτικής της δράσης θα υποστεί αλλεπάλληλες διώξεις και εξορίες. (Κάιρο, Ιερουσαλήμ, Ασμάρα). Ωστόσο, μέσα από τα ερείπια θα αναδυθεί ο μεστός ποιητικός της λόγος με το δημιουργικό πάντρεμα πολιτικής και λογοτεχνίας. Δημοσιεύει την «Ανατολή»(Kάιρο 1942)και την «Απόκριση»(Αθήνα 1946).
Επιστρέφοντας στην μετεμφυλιακή Ελλάδα, η θεματολογία της αλλάζει δραστικά, όπως φαίνεται στην τρίτη ενότητα της έκθεσης «Αθήνα, Πειραιάς, Καισαριανή».
Η αναζήτηση του αδρού χαρακτήρα του νέου ελληνισμού φαίνεται ότι έχει τελειώσει, καθώς παρελαύνει η νέα πραγματικότητα. Το άστυ, το μπετόν, η άσφαλτος, η μοναξιά μέσα στο πλήθος. «Αλλά και η φωτογράφος ενεργεί μόνη, έξω από δεσμούς που να στηρίζουν το εγχείρημα. Η παλαίμαχη οδοιπόρος και ορειβάτης προσγειώνεται στην πεπερασμένη διαδρομή που επιτελείται τώρα, περπατητά, τόσο -όσο», σημειώνει η Ιωάννα Πετροπούλου.
Η κορύφωση της συμβολής της στα γράμματα είναι ο «Κοινός λόγος» ένα τρίπτυχο προφορικών μαρτυριών-Μικρασία Κατοχή Εμφύλιος, έργο που θα αναδείξει την πρωτοπόρα προσφορά της από την δεκαετία του 1960 κι έπειτα.
Στη Μεταπολίτευση, η σχεδόν 80χρονη Έλλη Παπαδημητρίου παύει πλέον να φωτογραφίζει. Το 1976 προβαίνει στην πώληση μέρους της φωτογραφικής της περιουσίας στο Μουσείο Μπενάκη.
Η έκθεση «Η αδρή ουσία των πραγμάτων» με τον φακό της Έλλης Παπαδημητρίου, θα διαρκέσει έως τις 7 Ιανουαρίου.