Η Άννα Κοκκίνου αναμετράται με το «Συμπόσιο» του Πλάτωνα

Η σκηνοθέτις και ηθοποιός Αννα Κοκκίνου εξηγεί πώς μεταφέρει το «Συμπόσιο» του 386 π.Χ. στη σκηνή του 2025 με μια ομάδα νέων ηθοποιών
Η Άννα Κοκκίνου αγαπά τα κείμενα, την ελληνική γλώσσα και κάνει θέατρο με αυτά τα υλικά. Σκηνοθέτις και ηθοποιός με μια δική της, μοναχική, πορεία ανεβάζει στη Σφενδόνη το «Συμπόσιο» (386 π.Χ.) του Πλάτωνα. Ενα εγκώμιο για τον έρωτα και μαζί ένα έργο για την κοινωνία.
Πώς οργανώσατε σκηνικά το «Συμπόσιο»;
«Ιδέα δεν έχω. Το μόνο που κατάλαβα εξαρχής είναι ότι με οτιδήποτε φυσικό, οποιαδήποτε κίνηση ή τρόπο ομιλίας πάνω στην σκηνή, εξαφανιζόταν το κείμενο. Με έπιασε δηλαδή κάτι εναντίον της φυσικότητας, του ρεαλισμού. Βοήθησε βέβαια και το ίδιο το κείμενο. Αυτό το κείμενο το άκουσα για πρώτη φορά να το αναφέρει και να το αναλύει ο Βασίλης ο Διοσκουρίδης – μόλις είχα έρθει απ’ το Κάιρο. Ηταν μαζί με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο. Μάλιστα μου είχε δώσει ένα χαρτάκι ο Βασίλης που έλεγε «Συμπόσιο Πλάτωνος, εκδόσεις Ακαδημίας Αθηνών, μετάφραση-εισαγωγή Συκουτρή»».
Αρα αυτή η παράσταση είναι ένα νήμα που σας ενώνει με μια αφετηρία…
«Ακριβώς. Επίσης, διαβάζοντας το κείμενο διαπίστωσα ότι όταν γράφτηκε δεν ζούσε κανένας από τους συμμετέχοντες, από τα πρόσωπα του «Συμποσίου». Ξεκινώντας να το κάνω, πρόλαβα να το μοιραστώ με τον Νίκο (σ.σ.: Παναγιωτόπουλο). Δεν υπήρχαν πια οι δικοί μου άνθρωποι, κι αυτό λειτούργησε κάπως μέσα μου. Και με αυτό έχει σχέση και η παράσταση».
Η ομάδα είναι νέα παιδιά;
«Ναι, είναι όλοι νέοι. Και το ότι το άντεξαν όλο αυτό, τι να πω… Με ρωτούσαν πώς ανεβαίνει το «Συμπόσιο» και τους έλεγα «δεν ξέρω, θα δούμε». Μεγάλη δοκιμασία για τα παιδιά και για μένα. Γιατί στην αρχή δεν τους εμφάνιζα τίποτα συγκεκριμένο. Το μόνο που κάναμε ήταν η ασχολία με το ίδιο το κείμενο και το κείμενο τους μάγεψε. Ξέρετε, η σκέψη μου αφορά πάντα στο τι προσφέρω εγώ στον κόσμο, τι κερδίζει ερχόμενος να δει μια παράσταση, τι θα δει όταν διασχίσει αυτή την πόρτα. Ευχή, επιθυμία και πόθος μου είναι όλο αυτό κάτι να κινήσει. Αν γινόταν σωστή εκπαίδευση στα σχολεία, οι νέοι θα ξετρελαινόντουσαν με τον Πλάτωνα. Ειλικρινά πιστεύω ότι ο Πλάτωνας και ο Σωκράτης ανήκουν στο μέλλον».
Κεφάλαιο έρωτας…
«Αυτά τα πρόσωπα έχουν μαζευτεί για να γιορτάσουν τη νίκη κάποιου που έγινε το 416 π.Χ., μερικούς μήνες πριν από την αναχώρηση για τη Σικελία, που σήμανε και την αρχή του τέλους. Αρχιστράτηγος ήταν ο Αλκιβιάδης. Μετά κάλεσε ο Αγάθωνας μερικούς φίλους του στο σπίτι και επειδή ήταν ήδη πολύ πιωμένοι αποφάσισαν να βγάλουν λόγους κι έριξαν την ιδέα να μιλήσουν για τον έρωτα. Λοιπόν, είναι σαν μέσα από τους λόγους αυτούς, που προέρχονται από διαφορετικές οπτικές, να καταλαβαίνεις την κοινωνία εκείνης της εποχής. Ακούς από πρώτο χέρι τι γινόταν και πώς έβλεπαν το θέμα. Μετά βγαίνει ο Σωκράτης και ύστερα ο Αλκιβιάδης, ο οποίος μιλάει με έναν εντελώς άλλον τρόπο».
Πώς μοιράστηκαν οι ρόλοι;
«Εγώ, κι αυτό έγινε από μόνο του, γιατί είμαι η μεγαλύτερη, κάνω τον Σωκράτη και τη Διοτίμα – αυτοί οι δύο είναι ένα. Τα παιδιά κάνουν τους υπόλοιπους. Τα διαλογικά είναι ελάχιστα, μια σκηνή Σωκράτη – Αγάθωνα, και είναι η μοναδική του «Συμποσίου» που βλέπουμε τη μέθοδο του Σωκράτη. Δεν ήθελα να υπάρχει ίχνος αναπαραστατικότητας. Εγινε ένα είδος δραματουργίας όπου όλοι βγαίνουν σαν μέσα από τον Χορό.
Χωρίς υπερβολή, ο Πλάτωνας είναι ο μεγαλύτερος συγγραφέας του κόσμου, αυτός και μόνο αυτός. Δείτε: Βάζει ότι κάποιος έχει διηγηθεί κάτι σε κάποιον και ο άλλος το έχει ακούσει από κάποιον άλλον και ο άλλος από κάποιον άλλον. Αυτό δεν είναι απλώς τέχνασμα, είναι κάτι πολύ βαθύ. Το πιο απλό που μπορεί κανείς να πει είναι ότι συμβάλλει στη μυθοποίηση του πράγματος. Γι’ αυτό λοιπόν σκέφτηκα ότι θα ήταν ωραίο να ξεκινήσει η παράσταση από το φουαγέ, από τη στιγμή που μπαίνουν οι θεατές».
Δηλαδή;
«Εβλεπα αυτά τα τρία σκαλάκια που οδηγούν από το φουαγέ στην πλατεία – μια κάθοδος. Δεν ήθελα να μπει ο κόσμος μέσα και να δει ένα θέατρο. Ηθελα να υπάρχει και κάτι ακόμα, κάποιος τού σήμερα. Ετσι δημιουργήθηκε μία επιπλέον δράση, ένα πρόσωπο εκτός «Συμποσίου», δικής μου εμπνεύσεως, βουβό που όμως συμμετέχει – ανεξάρτητο, αλλά και παράλληλο. Είναι ποιητική η παράσταση γιατί είναι ποιητικό το κείμενο.
Χρωστάω πολλά στους εξαιρετικούς συνεργάτες μου. Στη μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή, στον Ερμή Μαλκότση για τη χορογραφία. Δούλεψαν όσο εγώ. Η παράσταση θα ήταν διαφορετική χωρίς αυτούς τους δύο, όπως και χωρίς την Εύα Μανιδάκη στο σκηνικό, τον Τάσο Παλαιορρούτα στα φώτα. Και φυσικά στη μετάφραση της Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου. Η μετάφρασή της είναι σπουδαία, είναι γεγονός. Θα εκδοθεί στον Gutenberg το καλοκαίρι».
Πώς πιάνετε το νήμα της παράστασης με τέτοια κείμενα;
«Κάθε φορά ξεκινώ απ’ την αρχή. Κάθε κείμενο είναι ξεχωριστό και πρέπει να τα ξανα-ανακαλύψεις. Από τον Βιζυηνό τα έμαθα όλα».
Πώς σκεφτήκατε τότε, το 1992, τον Βιζυηνό;
«Τότε έφτιαχνα το θέατρο. Κάναμε πρόβες για τον «Κλήρο του μεσημεριού» του Κλοντέλ. Μετά από τρεις-τέσσερις μήνες κατάλαβα για πρώτη φορά τη δυσκολία του λόγου που έχουμε εμείς οι έλληνες ηθοποιοί».
Και διακόψατε;
«Ναι. Ημουν σε απελπισία. Τότε μου γεννήθηκε το ερώτημα «τι θέλω εγώ εδώ;». Και είπα στον εαυτό μου ότι θέλω να είμαι εδώ χωρίς βάψιμο, με τα ρούχα μου, και οι θεατές εκεί. Να λέω κάτι και να ανακαλύψω τα εργαλεία του θεάτρου. Οπότε το κείμενο έπρεπε να είναι ελληνικό, όχι μετάφραση. Και μάλιστα η ελληνική γλώσσα στην καλύτερή της μορφή. Προσανατολιζόμουν στον Παπαδιαμάντη. Αλλά ο Βασίλης ο Διοσκουρίδης, που έχει σχέση και με το «Συμπόσιο», μου είπε: «Αννούλα, Βιζυηνό να κάνεις». Ετσι κι έγινε».
Αυτό στάθηκε και η απαρχή μιας δικής σας πορείας μέσα στο θέατρο.
«Ναι, άρχισε η μοναχική πορεία. Κοιτάξτε, η συνύπαρξη είναι κάτι πάρα πολύ ωραίο και κάτι εξαιρετικά δύσκολο μέσα στο θέατρο. Αλλά σιγά-σιγά μαθαίνει κανείς κι έρχεται σε επαφή με το έξω, με το τι είναι η κοινωνία».
Από πότε σκέφτεστε το «Συμπόσιο»;
«Ξέρετε πόσα χρόνια ήθελα να το κάνω; Πάνω από δέκα. Θυμάμαι ότι τότε (σ.σ.: τελικά ανέβασε Θουκυδίδη) είχα πάρει τηλέφωνο τον Νίκο τον Παναγιωτόπουλο και του είχα πει ότι δεν μπορεί να ανέβει η μετάφραση του Συκουτρή. Εντελώς συμπτωματικά γνώρισα την κυρία Μαργέλλου – μου είπε ότι μεταφράζει το «Συμπόσιο». Μεγάλη τύχη».
Σας ελκύουν πάντα τα ιστορικά κείμενα;
«Με τον Θουκυδίδη είχα μανία, χρόνια πίσω… Από μικρή υπήρχε αυτή η τάση, χωρίς κανείς να μου πει τίποτε. Αλλά καλλιεργήθηκε με τους ανθρώπους που γνώρισα όταν ήρθα στην Ελλάδα. Τον Βασίλη Διοσκουρίδη, τον Νίκο Παναγιωτόπουλο, τον Λευτέρη Βογιατζή, τον Μένη Κουμανταρέα. Είχα την τύχη όταν ήρθα από το Κάιρο να πέσω σε αυτή την παρέα τυχαία. Μου έχει κάνει κάποιος άλλος καμάκι στον δρόμο και μου πρότεινε να πάμε για καφέ στο Brazilian. Εκεί ήταν η τετράδα. Ετσι τους γνώρισα. Ο Λευτέρης τότε δεν ήταν γνωστός, αλλά είχε όλη τη γοητεία».
INFO Παίζουν: Φάνης Γκαρμπουνώφ, Ρίτα Λυτού, Μυρτώ Πεδιωτίδη-Μανιάτη, Γιώργος Μπουφίδης, Τάσος Πετρίτσης, Γιάννης Σέπε, Αννα Κοκκίνου. Θέατρο Σφενδόνη (Μακρή 4, Αθήνα), από 25/4 έως 4/5.
Μυρτώ Λοβέρδου-tovima.gr