Ερντογάν και Πούτιν αποφασίζουν για τη Συρία
Με κινούμενη άμμο μοιάζει το σκηνικό στη Μέση Ανατολή μετά τις πρόσφατες εξελίξεις στη Συρία, με τους μεγάλους γεωπολιτικούς παίκτες να αναδιατάσσουν την στρατηγική τους και τους ρόλους τους.
Η συμφωνία Ερντογάν – ΗΠΑ για κατάπαυση του πυρός φαίνεται, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, να ικανοποίησε και τις δύο πλευρές. Η μεν Ουάσιγκτον έδειξε προς τα έξω ότι επιθυμεί την παύση των εχθροπραξιών και εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για τους Κούρδους, η δε Άγκυρα γλίτωσε τις αμερικανικές κυρώσεις, εξασφάλισε την απομάκρυνση των Κούρδων από την λεγόμενη ασφαλή ζώνη, η ακριβής έκταση της οποίας δεν έχει ακόμη διευκρινιστεί, και εμφανίστηκε στο διεθνές στερέωμα ως κερδισμένη.
Τα πράγματα βεβαίως ίσως να μην έχουν ακριβώς έτσι, καθώς η κατάπαυση του πυρός ήταν στην πραγματικότητα μια βολική λύση για όλους, τουλάχιστον για την ώρα. Όσον αφορά την Άγκυρα, η έκβαση των επιχειρήσεων στα μέτωπα δεν ήταν καθόλου βέβαιη μετά την συμμαχία των Κούρδων με τον Άσαντ και την ρωσική εμπλοκή. Ενώ όσον αφορά τις ΗΠΑ, οι συνεχείς λεκτικές επιθέσεις του Τραμπ προς την Τουρκία και τον Ερντογάν δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα και έδιναν την εντύπωση ενός “πλανητάρχη” που ακόμη και αν το ήθελε δεν μπορούσε να διαδραματίσει το ρόλο του ρυθμιστή.
Σε κάθε περίπτωση, η τελική έκβαση των πραγμάτων θα κριθεί εν πολλοίς στη συνάντηση που θα έχει σήμερα ο Ερντογάν με τον άνθρωπο που κατάφερε να πάρει στα χέρια του τα “κλειδιά” του συριακού μετώπου και ακούει στο όνομα Βλαντιμίρ Πούτιν.
Η ώρα του Σότσι
Όπως ανέφερε σε δηλώσεις του την Δευτέρα ο Ταγίπ Ερντογάν, η Τουρκία θα προχωρήσει σε όλα τα απαραίτητα επόμενα βήματα στην βορειοανατολική Συρία μετά τη συνάντηση που θα έχει με τον Βλαντιμίρ Πούτιν την Τρίτη.
“Θα μιλήσουμε με τον κ. Πούτιν και μετά από αυτό θα προχωρήσουμε στα απαραίτητα επόμενα βήματα” δήλωσε ο τούρκος πρόεδρος.
Μερικές ημέρες νωρίτερα, και συγκεκριμένα το Σάββατο, ο κ. Ερντογάν είχε δηλώσει ότι θα συζητήσει με τον ρώσο πρόεδρο το θέμα της ζώνης ασφαλείας, αλλά προειδοποίησε ότι η Άγκυρα θα προχωρήσει στην εφαρμογή των δικών της σχεδίων, στην περίπτωση που δεν βρεθεί μια λύση.
Υπενθυμίζεται ότι την Τρίτη στις 10 το βράδυ λήγει η κατάπαυση του πυρός, όπως ανέφεραν τουρκικές στρατιωτικές πηγές. «Ξεκίνησε την Πέμπτη στις 22:00 (τουρκική ώρα) (…) και άρα θα τελειώσει την Τρίτη στις 22:00», δήλωσαν οι πηγές. Σύμφωνα με τις πηγές αυτές, περίπου 125 οχήματα εγκατέλειψαν τα εδάφη που τελούν υπό τον έλεγχο των YPG αφότου ξεκίνησε η κατάπαυση του πυρός. «Παρακολουθούμε την κατάσταση εκ του σύνεγγυς», δήλωσαν οι πηγές αυτές.
Η Τουρκία δήλωσε πως η επίθεση θα επαναληφθεί μετά τη λήξη της κατάπαυσης του πυρός, εάν τα μέλη των YPG δεν έχουν αποσυρθεί μέχρι τότε από εκεί. «Όταν περάσουν οι 120 ώρες, αν υπάρχουν τρομοκράτες, θα τους εξουδετερώσουμε», δήλωσαν οι στρατιωτικές πηγές.
Ο ρόλος της Ρωσίας
Με σιωπηλές αλλά προσεκτικές κινήσεις στο παρασκήνιο, η Ρωσία φαίνεται να αναδείχθηκε την προηγούμενη περίοδο στην μεγάλη νικήτρια του γεωπολιτικού “ντόμινο” που προκάλεσε η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Συρία και η συνακόλουθη εισβολή της Τουρκίας στο βόρειο μέρος της.
Η Μόσχα κατάφερε να οδηγήσει τους Κούρδους στην “αγκαλιά” του Μπασάρ Αλ Άσαντ, μακροχρόνιου συμμάχου της Ρωσίας στην Μέση Ανατολή, και την ίδια στιγμή να εκμεταλλευθεί το πραγματικό κενό ισχύος που προκάλεσε η απόσυρση των ΗΠΑ αναλαμβάνοντας τον έλεγχο του εναέριου χώρου της περιοχής.
Την ίδια στιγμή, με στοχευμένους χειρισμούς χρησιμοποίησε τον δίαυλο επικοινωνίας με την Άγκυρα για να μεταδώσει το μήνυμα ότι μια απευθείας σύγκρουση στρατευμάτων που υποστηρίζονται από την Τουρκία με εκείνα του Άσαντ πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία.
Τα ρωσικά μηνύματα
Ενόσω βρισκόταν σε εξέλιξη η επιχείρηση “Πηγή Ειρήνης”, η Μόσχα με διάφορους τρόπους και σε κάθε τόνο διαμήνυε προς την Άγκυρα ότι ναι μεν σέβεται το δικαίωμα της Τουρκίας στην αυτοάμυνα, ωστόσο η στρατιωτική επιχείρηση στη βορειοανατολική Συρία δεν θα έπρεπε να βλάψει την πολιτική διαδικασία στη χώρα αυτή και ότι οι ενέργειες της Άγκυρας στη γειτονική της χώρα θα πρέπει να είναι οι αρμόζουσες.
Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση που έκανε πριν από μερικές ημέρες στην Deutsche Welle ο Φιοντόρ Λουκγιάνοφ, πολιτικός επιστήμονας και αρχισυντάκτης του περιοδικού Russia in Global Affairs.
“Σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι έχουν γίνει συγκεκριμένες συμφωνίες για το τί μπορεί να κάνει ο καθένας και που είναι οι κόκκινες γραμμές, τις οποίες πρέπει να τηρήσει”, υποστηρίζει ο Λουκγιάνοφ, παραδέχεται ωστόσο ότι “συμφωνίες αυτού του είδους έχουν άτυπο χαρακτήρα και δεν αποδεικνύονται με γραπτά κείμενα”.
Σύμφωνα με τον Λουκγιάνοφ το Κρεμλίνο ακολουθεί συγκεκριμένη στρατηγική με αφετηρία τη στήριξη στον Σύρο ηγέτη Μπασάρ Αλ Άσαντ- σε διπλωματικό επίπεδο, αλλά και με παροχή στρατιωτικής βοήθειας για την πάταξη των ανταρτικών οργανώσεων που αμφισβητούν την κυριαρχία του. Βασικός πυλώνας της ρωσικής στρατηγικής είναι και οι ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας με Τουρκία και Ιράν στο πλαίσιο των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων που διεξάγονται στο Καζακστάν. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι τρεις βασικοί πρωταγωνιστές εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον, τονίζει ο Ρώσος αναλυτής. “Η συμμαχία τους στηρίζεται στην παραδοχή ότι κανείς από τους τρεις δεν μπορεί να επιτύχει τον στόχο του, εάν δεν συνεργαστούν και οι άλλοι δύο. Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Για αυτό όλοι είναι καταδικασμένοι να συνεργαστούν”, επισημαίνει.
Επιπλέον η Μόσχα έχει σημαντικά οικονομικά συμφέροντα, τα οποία τη συνδέουν με την Άγκυρα. Μόλις πρόσφατα ολοκληρώθηκε η συμφωνία για την πώληση ρωσικών πυραύλων S 400 στην Τουρκία. Θεωρητικά, όπως αναφέρει η DW, η στρατιωτική εμπλοκή της Τουρκίας στη βόρεια Συρία αντίκειται στα ρωσικά συμφέροντα, καθώς υποσκάπτει την επιρροή του Μπασάρ Αλ Άσαντ. Ωστόσο η κριτική του Κρεμλίνου παραμένει διακριτική, με τον υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ να υπενθυμίζει ότι πρέπει να διαφυλαχθεί η εδαφική ακεραιότητα της Συρίας.
Η συνάντηση στο Σότσι αναμένεται πάντως να ξεκαθαρίσει το τοπίο για τις προθέσεις της ρωσικής πλευράς. Σε αυτήν θα συζητηθούν οι τελευταίες εξελίξεις σε σχέση με την επέμβαση της Τουρκίας στην Συρία και το Ίντλιμπ. Η Δαμασκός πάντως, δια της συμβούλου εθνικής ασφαλείας του Άσαντ, Μπουτάινα Σαμπάν δήλωσε προ ημερών ότι η τουρκο-αμερικανική συμφωνία είναι “ασαφής” και η χώρα της δεν μπορεί να αποδεχθεί ένα “νέο Ιρακινό Κουρδιστάν”.
ΗΠΑ, ο μεγάλος χαμένος
Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, πάντως, ο πρόεδρος Τραμπ δείχνει να μην ξέρει τι κάνει και που πατάει, καθώς η συνολική συμπεριφορά και προσέγγισή του απέναντι στα ανωτέρω ζητήματα αλλά και η δημοσιοποίηση της απίστευτης επιστολής που έστειλε στον Ερντογάν έδωσαν την εικόνα μιας… πολιτικής παρωδίας.
Επιπρόσθετα, η ζημιά όμως που δημιουργήθηκε στην αμερικανική εξωτερική πολιτική αλλά και στην αξιοπιστία της Αμερικής ως συμμάχου δύσκολα μπορεί να καλυφθεί πίσω από τη συμφωνία για την κατάπαυση του πυρός.
Και εδώ η Ρωσία δείχνει να είναι έτοιμη να εκμεταλευθεί την αμερικανικό κενό. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση που έκανε την Τρίτη το βράδυ. «Προειδοποιήσαμε τους Κούρδους ότι οι Αμερικάνοι θα τους εγκαταλείψουν. Μπορώ να προειδοποιήσω τους Έλληνες ότι πρέπει να σκεφτούν αν τους περιμένει μια παρόμοια μοίρα» δήλωσε, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο συνέντευξης που παραχώρησε στο ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων TASS στο παρασκήνιο του Φόρουμ της Ρόδου «Διάλογος Πολιτισμών».
Iδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε πάντως η δήλωση που έκανε χθες ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών. «Προτιμούμε την ειρήνη από τον πόλεμο» δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο, ωστόσο υπογράμμισε ότι σε περίπτωση που απαιτείται στρατιωτική δράση «θα πρέπει να γνωρίζετε ότι ο πρόεδρος Τραμπ είναι πλήρως προετοιμασμένος να αναλάβει αυτή τη δράση».
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ είναι «πλήρως προετοιμασμένος» για να αναλάβει στρατιωτική δράση εναντίον της Τουρκίας, αν προκύψει ανάγκη, δήλωσε ο κ. Πόμπεο μιλώντας στο CNBC, επεσήμανε πάντως ότι οι ΗΠΑ προτιμούν την ειρήνη από τον πόλεμο. «Ωστόσο, σε περίπτωση που απαιτείται κινητική δράση ή στρατιωτική δράση, θα πρέπει να γνωρίζετε ότι ο πρόεδρος Τραμπ είναι πλήρως προετοιμασμένος να αναλάβει αυτή τη δράση», πρόσθεσε.
Ο επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ πρόσθεσε ότι η Ουάσιγκτον θα χρησιμοποιήσει σίγουρα οικονομικές και διπλωματικές δυνάμεις, προτού στραφεί σε στρατιωτική δράση.