«Επενδύστε στα βρέφη και στα νήπια»
Ο καθηγητής του Γέιλ, Κώστας Μεγήρ, μιλάει για την αναδιαμόρφωση της λειτουργίας των παιδικών σταθμών στη χώρα μας
«Ο πρώτος κρίκος στην αλυσίδα της επαγγελματικής επιτυχίας ή αποτυχίας μας μπαίνει στα πρώτα τρία χρόνια της ζωής μας». Την παραπάνω πεποίθηση επαναλαμβάνει πολλές φορές ο καθηγητής Οικονομικών στο Γέιλ και μέλος της επιτροπής Πισσαρίδη, Κώστας Μεγήρ, στη διάρκεια της συνέντευξής μας για τη σχεδιαζόμενη αναδιαμόρφωση της προσχολικής αγωγής στη χώρα μας. Την εν λόγω μεταρρύθμιση, που περιλαμβάνεται ακροθιγώς και στις προτάσεις Πισσαρίδη, έχει αναλάβει ομάδα εργασίας, η οποία συστάθηκε τον Οκτώβριο με πρωτοβουλία της υφυπουργού αρμόδιας για θέματα Πρόνοιας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Δόμνας Μιχαηλίδου. Στην επιστημονική ομάδα συμμετέχουν πολλοί Ελληνες πανεπιστημιακοί υπό τον συντονισμό του καθηγητή Μεγήρ και με τη συμβουλευτική υποστήριξη της καθηγήτριας Παιδικής Υγείας και Ανάπτυξης στο UCL, Σάλι Γκράνθαμ Μαγκρέγκορ, ενώ στο φιλόδοξο πρότζεκτ συνδράμουν και ερευνητές από τη διαΝΕΟσις.
Το ελληνικό παράδοξο στη λειτουργία των βρεφικών και παιδικών σταθμών, άλλωστε, είχε αναδείξει ήδη από το 2017 η διαΝΕΟσις με σχετική έρευνα, στην οποία διαπιστώθηκε η παντελής έλλειψη στοιχείων όχι μόνο για το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που ακολουθούν οι παιδικοί σταθμοί, αλλά ακόμα και για τον συνολικό τους αριθμό. Ανάμεσα στα προβλήματα που καταγράφηκαν είναι η πολύ περιορισμένη πρόσβαση των παιδιών ηλικίας 0-4 ετών σε δομές παιδικής φροντίδας, ο ελλιπής έλεγχος στον τρόπο λειτουργίας τους και η έλλειψη ενός σύγχρονου εκπαιδευτικού προγράμματος. Αυτό, όμως, που ταυτόχρονα αποδεικνύεται μέσω των στοιχείων του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα και συνάδει με τις διεθνείς μελέτες είναι ότι «τα παιδιά που έχουν συμμετάσχει σε προγράμματα προσχολικής αγωγής για περισσότερο από έναν χρόνο, στα 15 τους έχουν κατά 30,3% καλύτερες επιδόσεις από τα υπόλοιπα παιδιά στα μαθηματικά και την κατανόηση κειμένου».
«Ο στόχος μας είναι διττός», εξηγεί στην «Κ» ο κ. Μεγήρ, «αφενός θέλουμε να στηρίξουμε τις μητέρες στην αγορά εργασίας, όχι απλώς για να συνεχίζουν να εργάζονται μετά την απόκτηση ενός παιδιού, αλλά για να μπορούν να κάνουν πραγματική καριέρα, να αξιοποιούν στο μέγιστο τις δυνατότητες τους αντίστοιχα, θεωρούμε ότι τα πρώτα χρόνια της ζωής παίζουν καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξή του». Επομένως, ένα καλά δομημένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, «κομμένο και ραμμένο» στις δυνατότητες κάθε ηλικίας, ενιαίο σε όλους τους παιδικούς σταθμούς της χώρας θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο. «Εχει διαπιστωθεί ότι ο εγκέφαλος είναι ένα δυναμικό όργανο που αντιδρά στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος, για να αναπτύξει ικανότητες και συνδέσεις». Αν τα ερεθίσματα είναι περιορισμένα, η απόδοση του εγκεφάλου μειώνεται, κάτι που θα συνοδεύει το παιδί στις επόμενες βαθμίδες εκπαίδευσης. «Αυτό κατά τη γνώμη μας είναι η ρίζα των κοινωνικών ανισοτήτων, η οποία μπορεί να καταπολεμηθεί μέσω μιας υψηλότερου επιπέδου προσχολικής εκπαίδευσης».
Τα αποτελέσματα των Ελλήνων μαθητών στη διεθνή εκπαιδευτική έρευνα PISA είναι απογοητευτικά. Ενδεικτικά, το 2018 τα Ελληνόπουλα πήραν «κάτω από τη βάση» στην κατανόηση κειμένου, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες. «Για να βελτιωθούν αυτά τα αποτελέσματα, χρειάζεται παρέμβαση στην προσχολική εκπαίδευση, οι παρεμβάσεις στο δημοτικό και το γυμνάσιο από μόνες τους δεν ωφελούν, αν δεν έχουν δοθεί το νωρίτερο δυνατόν πολλαπλά ερεθίσματα στα παιδιά». Οι συμμετέχοντες στην ομάδα εργασίας έχουν χωριστεί σε υποομάδες. Η μία αναζητεί τα κατάλληλα εργαλεία για τη μέτρηση και την παρακολούθηση της παιδικής ανάπτυξης, από έξι μηνών έως και τριών ετών. Ζητούμενο είναι ήδη από την εγγραφή του παιδιού να γίνεται ιχνηλάτηση για πιθανώς σοβαρά αναπτυξιακά προβλήματα, όπως ο αυτισμός. «Θέλουμε μια εύκολα εφαρμόσιμη μέθοδο, που θα επαναλαμβάνεται κάθε έξι μήνες, για να σιγουρευτούμε ότι κανένα παιδί δεν μένει πίσω», διευκρινίζει ο καθηγητής, «επίσης, προσβλέπουμε σε μια στενότερη συνεργασία των παιδαγωγών με τους γονείς».
Αλλη ομάδα ασχολείται με την τροποποίηση του πλάνου λειτουργίας των σταθμών, του ωραρίου αλλά και τη σύσταση ενός curriculum δραστηριοτήτων, εμπνευσμένο από το σύστημα της Σάλι Γκράνθαμ Μαγκρέγκορ, γνωστό ως Reach Up and Learn, εμπλουτισμένο με νέα στοιχεία και προσαρμοσμένο στην ελληνική πραγματικότητα από τους επιστήμονες της διαΝΕΟσις. Ως πρότυπα λειτουργούν τα μοντέλα προσχολικής αγωγής, Head Start στις ΗΠΑ και Sure Start στη Μεγάλη Βρετανία, που αντανακλούν τα πιο πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα.
Το παιχνίδι
«Χρειάζονται δομημένες δραστηριότητες και ελεύθερο παιχνίδι σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους, με στόχο την ανάπτυξη της γλώσσας, της διανόησης, των κοινωνικών δεξιοτήτων». Συχνά, «τα παιχνίδια που προτείνονται στα παιδιά είναι ή πολύ εύκολα ή πολύ δύσκολα, με συνέπεια εκείνα να χάνουν το ενδιαφέρον τους». Ο ίδιος αντιπροτείνει παιχνίδια που να ανταποκρίνονται ακριβώς στις δυνατότητες της ηλικίας τους. «Για να έχουμε τα επιθυμητά αποτελέσματα, είναι θεμελιώδες η τάξη να αποτελείται από οκτώ έως δέκα παιδιά με έναν σταθερό παιδαγωγό, ώστε να αναπτυχθεί μια στενή, διαπροσωπική σχέση». Ιδανικά, ο κ. Μεγήρ οραματίζεται το ωράριο των παιδικών και βρεφονηπιακών να διευρυνθεί, οι παιδαγωγοί να αποκτήσουν έναν αναβαθμισμένο ρόλο και να επανεκπαιδεύονται από ένα δίκτυο μεντόρων, με τους οποίους θα δημιουργήσουν μια σταθερή σχέση συνεργασίας.
Το ερώτημα, βέβαια, που προκύπτει αβίαστα για τον καθηγητή Μεγήρ, είναι γιατί ένας οικονομολόγος καταπιάνεται με την πνευματική ανάπτυξη των νηπίων. Αντί απάντησης, μας παραθέτει τα αποτελέσματα της μελέτης του Αμερικανού οικονομολόγου Χέκμαν το 2009, που μελέτησε την 40ετή εξέλιξη 123 παιδιών, από φτωχές κυρίως οικογένειες, τα οποία είχαν φοιτήσει τη δεκαετία του ’60 στο πιλοτικό πρόγραμμα προσχολικής αγωγής «High/Scope Perry». Από την ανάλυση των δεδομένων που προέκυψαν, ο Χέκμαν και οι συνεργάτες του υπολόγισαν πως για κάθε δολάριο που επενδύθηκε από το κράτος στο κάθε παιδί του προγράμματος High/Scope Perry, η απόδοση προς την κοινωνία ήταν 7 έως 10% ετησίως. «Θεαματικά ήταν και τα αποτελέσματα στο ABCDerian της Β. Καρολίνας, όπου παιδιά από αδύναμες οικονομικά οικογένειες ενσωματώθηκαν άμεσα μετά τη γέννησή τους σε βρεφονηπιακό πρόγραμμα». Επομένως, αν το ποσοστό αυτής της απόδοσης συνδυαστεί με άλλους παράγοντες, σε μια ζωή 65 ετών το κάθε δολάριο που επενδύθηκε στην ηλικία των τεσσάρων ετών «επιστρέφει» στην κοινωνία από 60 έως 300 δολάρια συνολικά. «Επομένως, η πνευματική ανάπτυξη των παιδιών συνδέεται άρρηκτα με την αγορά εργασίας, τις ίσες ευκαιρίες στη ζωή και την πρόοδο μιας ολόκληρης κοινωνίας», καταλήγει ο κ. Μεγήρ, «είναι η πιο ασφαλής επένδυση».
Ιωάννα Φωτιάδη – kathimerini.gr