ΖΩΗ

Εννέα (9)

Χαράματα, άλλαξα την ημερομηνία στο ξύλινο ημερολόγιο. Επάνω του δέσποζε, όπως κάθε φορά,  η φιγούρα του Πινόκιο. Παρατήρησα τη μύτη του. Δεν είχε μεγαλώσει. Ψηλάφησα τη δική μου και αισθάνθηκα ανακούφιση. «Εννέα μήνες λοιπόν, για μια καινούργια ζωή» σκέφτηκα και πήγα να ετοιμάσω καφέ…

«Δεν ξέρω τι έγινε ακριβώς. Ήμουν, βλέπεις ευτυχισμένος, Η νύχτα μ’έκανε ευτυχισμένο και η Έλεν Ουάιτ επίσης. Ήθελα να υποφέρω, να πληγωθώ κατά κάποιο τρόπο. Αυτό νόμιζα ότι έπρεπε να κάνω. Ήθελα να υποφέρω, διότι όλοι υποφέρουν και κάνουν σφάλματα. Ήθελα να κάνω πολλά, αλλά δεν γινόταν, διότι όλο και θα πλήγωνα κάποιον άλλο.»

Ο τόνος της φωνής του Τομ Φόστερ υψώθηκε. Πρώτη φορά στη ζωή του είχε φουντώσει. «Ήταν σαν να έκανα έρωτα, αυτό εννοούσα», εξήγησε. Δεν το βλέπεις; Πλήγωσα τον εαυτό μου για να το κάνω κι όλα έγιναν παράξενα. Γι’ αυτό ακριβώς το έκανα. Και χαίρομαι. Μ’έμαθε κάτι. Αυτό ήθελα. Δεν καταλαβαίνεις; Ήθελα, βλέπεις, να μάθω διάφορα πράγματα. Γι’αυτό το έκανα.»

Winesburg, Ohio, 1919
Sherwood Anderson (13 Σεπτεμβρίου 1876 – 8 Μαρτίου 1941)

Ακούμε Στέρεο Νόβα – Το κρεβάτι και ο σκύλος

Πόσες φορές μου έχεις πει τις ίδιες λέξεις
Πόσες φορές σ’ έχουν πληγώσει οι δικές μου σκέψεις
Για μια φορά ακόμα, η ερημιά μου έχει νόημα
Ο καθένας μας έχει το δικαίωμα
Πόσο θαμπά τα μάτια σου κοιτάνε
Όταν οι άνθρωποι στον ουρανό πετάνε
Για μια φορά ακόμη
Μια αγάπη τελειώνει
Κι ένα κομμάτι της πόλης νυχτώνει

Αν μου έδινες χρόνο
Θα καταλάβαινες πως λίγα πράγματα αρκούν
Θα το ένιωθες, πως η αγάπη μοιάζει μ’ ένα χέρι ζεστό
Που θεραπεύει όταν αγγίζει το μέτωπο
Κάνει τα μάτια να κοιτάζουν πιο βαθιά
Μακριά απ’ ό,τι βλέπεις
Πέρα απ’ τα πέλαγα
Απ’ το δικό μου κρεβάτι σκέφτομαι εσένα
Ενώ η βροχή πέφτει, καθώς περνάνε τα τρένα
Κι εγώ που κατά βάθος θέλω να κάνω το σωστό
Θέλω να είμαι μαζί σου γιατί μου αρέσει να ζω…

Για μια ακόμη φορά ο ήλιος με ζεσταίνει
Κι όσο με κρύβουν τα κτίρια θα σηκώνω το χέρι
Να κρατηθώ ζωντανός σ’ ένα κόσμο παράξενο
Όπου κάθε τι ωραίο διώκεται ως παράνομο
Πρώτη φορά βλέπω το φως μέσα στην άβυσσο
Μοιάζει με άγγελο που πάει στον παράδεισο
Για μια ακόμη φορά μια αγάπη τελειώνει
Αφήνοντας μέσα μου μια μορφή χαραγμένη

Αν μου έδινες χρόνο
Θα καταλάβαινες πως λίγα πράγματα αρκούν
Θα το ένιωθες, πως η αγάπη μοιάζει μ’ ένα χέρι ζεστό
Που θεραπεύει όταν αγγίζει το μέτωπο
Κάνει τα μάτια να κοιτάζουν πιο βαθιά
Μακριά απ’ ό,τι βλέπεις
Πέρα απ’ τα πέλαγα
Απ’ το δικό μου κρεβάτι σκέφτομαι εσένα
Ενώ η βροχή πέφτει, καθώς περνάνε τα τρένα
Κι εγώ που κατά βάθος θέλω να κάνω το σωστό
Θέλω να είμαι μαζί σου γιατί μου αρέσει να ζω…