Ελευθερία, γυναίκες και βιβλία
Τα στοιχεία που δημιούργησαν τον διάσημο σκιτσογράφο Μίλο Μανάρα
Γαλλία, 1968. Tα «ενήλικα» κόμικς είναι παντού. Οι λαοφιλείς ήρωες της γαλλοβελγικής σχολής, ο Αστερίξ και ο Τεντέν, βλέπουν μια γερή δόση Αμερικής να έρχεται σαν καταιγίδα από τη Δύση και να κερδίζει μεγάλο κομμάτι του κοινού τους. Το Φεστιβάλ του Μόντερεϊ, την περασμένη χρονιά, έχει δει τον Τζίμι Χέντριξ να βάζει φωτιά στην κιθάρα του επί σκηνής, το Βιετνάμ έχει δεχθεί περισσότερες αμερικανικές βόμβες ακόμη και από όσες είχε δεχθεί η Ευρώπη στον Β΄ Παγκόσμιο, και το νέο όραμα των νέων της Αμερικής για ειρήνη ποτισμένη με άφθονη ψυχεδέλεια έχει φτάσει στους δρόμους του Παρισιού.
Μέσα σε αυτό το γόνιμο, εκρηκτικό κλίμα, τα γαλλικά κόμικς βιώνουν μια αναγέννηση και εμφανίζονται περιοδικά ανθολογίας όπως το Metal Hurlant, το L’echo des Savanes ή το A Suivre, που έμελλε να γίνουν θρυλικά. Είναι η απαρχή της μεγάλης ακμής του ευρωπαϊκού κόμικς (που θα κορυφωθεί τη δεκαετία του ’80) και αντιπροσωπεύεται από Γάλλους δημιουργούς όπως ο Μέμπιους (κατά κόσμο Ζαν Ζιρό) και ο Φιλίπ Ντρουιγιέ, ο δεξιοτέχνης Αγγλος Ντον Λόρενς και ο Ενκι Μπιλάλ, Γιουγκοσλάβος που ζούσε στο Παρίσι. Ολοι τους σκιτσάρουν υποβλητικούς κόσμους επιστημονικής φαντασίας με γενναίες δόσεις σεξ, βίας, και ένα σχέδιο τόσο εικαστικό, τόσο πρωτοποριακό, που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ οι αναγνώστες, και στις δύο όχθες του Ατλαντικού.
Σύντομα θα εμφανιστούν και άλλα υποείδη, όπως το δράμα εποχής, με τη μεγάλη του έρευνα πάνω στα ιστορικά δεδομένα (μέγας εκπρόσωπός του ο Ούγκο Πρατ και ο παγκοσμίως διάσημος ήρωάς του, ο ναυτικός Κόρτο Μαλτέζε), και το γουέστερν, με δημοφιλείς ήρωες όπως ο καουμπόι «Μπλούμπερι», σχεδιασμένος από τον Ζαν Ζιρό. Και μετά θα έρθουν τα ερωτικά κόμικς, που ονομάστηκαν «Eurotica» και έγιναν γνωστά κυρίως από δύο Ιταλούς, τον Γκουίντο Κρέπαξ και τον Μίλο Μανάρα. Σήμερα, θα μιλήσουμε εδώ για τον τελευταίο, και αφορμή στέκεται μια πληθωρική, απολαυστική αυτοβιογραφία του, η οποία κυκλοφόρησε πρόσφατα.
Παίρνοντας στα χέρια μας την «Αυτοπροσωπογραφία» του μεγάλου Ιταλού σκιτσογράφου (εκδόσεις ΚΨΜ, 2022), ξέρουμε αμέσως πως μας περιμένει μια αναγνωστική εμπειρία τόσο πλούσια όσο και η ίδια η ζωή που περιγράφει. Η έκδοση είναι γενναιόδωρη, σαν το περιεχόμενό της. Διαθέτει χοντρό ιλουστρασιόν χαρτί στο εξώφυλλο και βαριές σελίδες με χαρτί «γραφής» στο σώμα της, ενώ η εικονογράφηση (που, σε μεγάλο βαθμό, αντλείται από το ιδιωτικό αρχείο του ίδιου του συγγραφέα) είναι παραπάνω από απλόχερα σκορπισμένη σε όλες τις (κάτι παραπάνω από διακόσιες) σελίδες του περιεχομένου. Είναι και η ροή του κειμένου έτσι δομημένη –σε μικρά, ευανάγνωστα, αυτοτελή κεφάλαια– που, σε συνδυασμό με τον πλούτο των εικόνων, κάνουν την έκδοση να διαβάζεται αδιάκοπα και ξεκούραστα. Όσο για τη μετάφραση του Χρήστου Σιάφκα, είναι αόρατη, άρα επιτυχημένη: ξεχνάμε πως διαβάζουμε ένα κείμενο που έχει γραφτεί στα ιταλικά. Ο «τέταρτος τοίχος» ποτέ δεν πέφτει, και μπαίνουμε για τα καλά μέσα στη ζωή του Μίλο Μανάρα. Τη ζούμε δίπλα του, σε μικρά επεισόδια, ιστορίες απίστευτες και συναρπαστικές, ανέκδοτα περιστατικά μιας ζωής που μοιάζει η ίδια να αποτελεί υλικό για μια μεγάλη ιστορία κόμικς.
Καθεδρικοί από βράχους
Κάτι που μας γίνεται φανερό από την αρχή της ανάγνωσης είναι η συγγραφική ευκολία του Μανάρα. Στα πρώτα κεφάλαια των απομνημονευμάτων του, μιλώντας για τον τόπο καταγωγής του, τους Δολομίτες, εξαπολύει, περιγράφοντάς τους, ένα φραστικό πυροτέχνημα, σαν επίδειξη δύναμης: «Καθεδρικοί ναοί λαξευμένοι σε φωτεινούς βράχους, που πάνω τους άνθησαν αρχαίοι μύθοι και εποποιίες φανταστικών λαών και πλασμάτων» θα γράψει εντυπωσιακά. Μιλάει, με έντονες μνήμες γεμάτες αγάπη, για δύο πυλώνες της παιδικής του ηλικίας: τα βιβλία και τις γυναίκες. Τα βιβλία που βρίσκονταν σε αφθονία στο σπίτι του (και που μέσα τους θαύμαζε εικονογραφήσεις από μεγάλους τεχνίτες του Μεσοπολέμου όπως ο Ουκρανό-Ιταλός Βσέβολοντ Νικουλίνι) και η γυναικεία παρουσία. «Ήμασταν ισότιμοι και αριθμητικά: τρεις γιοι και τρεις κόρες, ο μπαμπάς και η μαμά. Τέσσερις με τέσσερις», θα πει, προσθέτοντας: «Αλλά πέραν τούτου, η ανδροκρατία ήταν κάτι εντελώς ξένο για εμάς. Εργάζονταν και οι δύο γονείς μου και νομίζω πως η μητέρα μου έβγαζε κάτι παραπάνω από τον πατέρα. Τα δικαιώματα και τα καθήκοντα ήταν μοιρασμένα». Εικόνες και λόγια μέσα σε βιβλία και γυναίκες, ισχυρές γυναίκες: η μαγιά για το δημιουργικό μέλλον του Μίλο Μανάρα –εκεί όπου πρωταγωνιστούν πανίσχυρες ηρωίδες από μελάνι– βρισκόταν όλη εκεί, κάτω από τους Δολομίτες.
Εκτός όμως από δεινό λυρισμό η γραφή του χρωματίζεται συχνά και με ένα χιουμοριστικό αυτοσαρκασμό: στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Πώς να μη γίνεις αρχιτέκτονας» (όπου μας διηγείται την απόπειρά του να σπουδάσει αρχιτεκτονική στη διάσημη Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βενετίας), αναφέρει απολαυστικά τα εξής: «Στην αρχή νόμιζα πως όλοι οι αρχιτέκτονες είναι σαν τον Λε Κορμπιζιέ. Οτι εργάζονται για να δημιουργήσουν τις πόλεις του μέλλοντος ή σχεδιάζουν μοναδικά κτίρια. Γρήγορα κατάλαβα πως περνούσαν τις μέρες τους σε συμβούλια με διάφορες οικοδομικές επιτροπές και πως ήταν χωμένοι ώς τον λαιμό στη γραφειοκρατία. Σίγουρα, αυτή δεν ήταν δουλειά για μένα».
Πράγματι, η ανάγκη του για ελευθερία είναι ένα ακόμη στοιχείο που χαρακτηρίζει τις μνήμες του. H ίδια ελευθερία που αναζήτησε μέσα στις ευρωπαϊκές περιηγήσεις του στο αυτοκινούμενο όχημά του (το πρώτο πράγμα που απέκτησε με τις πρώτες του ικανοποιητικές αμοιβές ως σκιτσογράφος) και που τον είχε, μάλιστα, φτάσει μέχρι και την Ελλάδα, στις ακτές της Χαλκιδικής. Η ελευθερία του να δουλεύει ως αφεντικό του εαυτού του, διαλέγοντας τα ωράριά του, τον χώρο εργασίας του, τις συνεργασίες του, αλλά και η ελευθερία με την οποία μπόλιασε τους δύο κύριους χαρακτήρες του μετέπειτα έργου του –τη Μέλι και τον Τζουζέπε Μπέργκμαν, δύο χαρακτήρες, που μέσα τους είδε τον ίδιο του τον εαυτό.
Η ελεύθερη Μέλι
Γράφοντας για τη Μέλι (την ηρωίδα της ιστορίας του «Άρωμα του Αόρατου» που εξέδωσε στην Ελλάδα η «Βαβέλ» το 1987), αναφέρει χαρακτηριστικά: «H ελευθερία είναι η μεγαλύτερη αρετή της. Είναι ελεύθερη από προκαταλήψεις, δεν έχει αναστολές. Ζει ελεύθερη τη σεξουαλικότητά της. Είναι υποκείμενο, και όχι αντικείμενο», θα μας πει, συνεχίζοντας με δύο φράσεις που ερμηνεύουν οικουμενικά το στοιχείο του ερωτισμού στο έργο του: «Για μένα, ο ερωτισμός πρέπει να αποτελεί ουσιαστικά μια επεξεργασία του σεξ από πολιτισμική σκοπιά, για να αποκτήσει, έτσι, θετική αξία. Να γίνει συνείδηση».
Και όμως, συχνά νιώθουμε πως δεν είναι ο ίδιος, αλλά δύο άλλοι άντρες που διεκδικούν ρόλο πρωταγωνιστή σε αυτήν την αυτοβιογραφία. Δύο κολοσσοί της μεταπολεμικής καλλιτεχνικής Ιταλίας, που έγιναν γι’ αυτόν μέντορες και φίλοι ζωής: ο Ούγκο Πρατ και ο Φεντερίκο Φελίνι. Οι ιστορίες που διαβάζουμε σε σχέση με τον θρυλικό Βενετσιάνο συγγραφέα και σκιτσογράφο (που τον αποκαλούσε πάντοτε «δάσκαλο») είναι συγκλονιστικές, ενώ η περιγραφή του Φελίνι γίνεται με όρους σχεδόν θρησκευτικούς. Ηταν, άλλωστε γι’ αυτόν «μια αφηρημένη οντότητα, σχεδόν σαν μια θεότητα που, πότε πότε, από εκεί ψηλά, χάριζε σε εμάς τους κοινούς θνητούς αριστουργήματα», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει.
Αλλά οι Ούγκο Πρατ και Φεντερίκο Φελίνι δεν ήταν οι μόνοι σπουδαίοι που βρέθηκαν στο διάβα του. Δούλεψε (μεταξύ άλλων) και με τον Αλεχάντρο Χοδορόφσκι, τον Αντριάνο Τσελεντάνο, τον Λικ Μπεσόν, τον Νιλ Γκέιμαν, τον Νικόλα Πιοβάνι. Ο Μίλο Μανάρα υπήρξε κάποιος που γνώρισε τους πιο σημαντικούς ανθρώπους, που κέρδισε διακρίσεις. Κάποιος που, όπως λέμε, «έκανε τα πάντα». Και όμως, δεν έδωσε ποτέ δεκάρα για τίποτε από όλα αυτά, γιατί αυτό που τον ένοιαζε στ’ αλήθεια ήταν να ζωγραφίζει και να λέει ιστορίες.
«Ναι, είδα και γνώρισα τον πλούτο των πραγματικά πλουσίων», θα γράψει στο τελευταίο κεφάλαιο της έκδοσης, συνεχίζοντας: «Δεν μου κάνει πια ούτε κρύο ούτε ζέστη. Δεν με εντυπωσιάζει, ιδιαίτερα αυτός των νεόπλουτων». Και θα κλείσει ηχηρά, με μία φράση που δεν φιγουράρει τυχαία στο οπισθόφυλλο της έκδοσης: «Αν ο πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο μού έλεγε “θα σου προσφέρω όλα τα αγαθά μου με αντάλλαγμα τη δυνατότητά σου να σχεδιάζεις” θα του απαντούσα αρνητικά. Θα του έλεγα, “κράτα εσύ τα πλούτη σου, γιατί η ζωή μου είναι το σχέδιο”».
Στη φωτογραφία που συνοδεύει το τελευταίο αυτό κεφάλαιο, ο μεγάλος σκιτσογράφος βρίσκεται στο εργαστήριό του λίγο έξω από τη Βερόνα, στο Βένετο της βόρειας Ιταλίας. Γύρω του βρίσκονται βιβλία για την τέχνη, μπροστά του ακουαρέλες και ένα από τα χαρακτηριστικά σκίτσα του εν εξελίξει. Είναι σήμερα 77 ετών και μοιάζει να θέλει να συνεχίσει να σχεδιάζει. «Το μέλλον μου παραμένει ακόμη μια άσπρη σελίδα», θα πει ο ίδιος.
Δημήτρης Καραΐσκος – kathimerini.gr