Διεθνής μελέτη: Ποιοι άνθρωποι έχουν χαμηλότερο δείκτη νοημοσύνης
Τη μελέτη πραγματοποίησαν ερευνητές από την Ευρώπη (Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία, Φινλανδία, Νορβηγία), την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, με επικεφαλής τον καθηγητή Ντίτερ Βόλκε του Τμήματος Ψυχολογίας του βρετανικού Πανεπιστημίου του Γουόρικ.
Ο μέσος δείκτης νοημοσύνης (IQ) των ενηλίκων που είχαν γεννηθεί πολύ πρόωρα ή με πολύ μικρό βάρος είναι μικρότερος σε σχέση με όσους γεννήθηκαν στην ώρα τους και με κανονικό βάρος, σύμφωνα με μία νέα διεθνή επιστημονική μελέτη.
Οι ερευνητές από την Ευρώπη (Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία, Φινλανδία, Νορβηγία), την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, με επικεφαλής τον καθηγητή Ντίτερ Βόλκε του Τμήματος Ψυχολογίας του βρετανικού Πανεπιστημίου του Γουόρικ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό παιδιατρικό περιοδικό «JAMA Pediatrics», ανέλυσαν στοιχεία για 1.068 άτομα που είχαν γεννηθεί πολύ πρόωρα ή πολύ λιποβαρή και άλλα τόσα (ομάδα ελέγχου) που είχαν γεννηθεί κανονικά μεταξύ 37ης και 41ης εβδομάδας της εγκυμοσύνης.
Με μέσο δείκτη IQ 100 στον γενικό πληθυσμό, η μελέτη (μετα-ανάλυση) βρήκε ότι οι ενήλικες της πρώτης ομάδας είχαν περίπου 12 μονάδες λιγότερες (88). Ως πολύ πρόωρη θεωρείται η γέννα πριν την 32η εβδομάδα της κύησης (συμβαίνει περίπου στο 2% των τοκετών παγκοσμίως) και ως πολύ λιποβαρές ένα μωρό που γεννιέται με βάρος μικρότερο από ενάμισι κιλό.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι αυτά τα παιδιά, όταν μεγαλώνουν, έχουν συνήθως χαμηλότερες γνωστικές επιδόσεις. Άλλοι παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με χαμηλότερο δείκτη νοημοσύνης σε αυτά τα παιδιά περιλαμβάνουν σοβαρά προβλήματα πνευμόνων στο νεογνό (βρογχοπνευμονική δυσπλασία), αιμορραγία στον εγκέφαλο του νεογνού και γέννηση από μητέρα με πολύ χαμηλό επίπεδο μόρφωσης.
«Βρήκαμε ότι ο πολύ πρόωρος τοκετός ή το πολύ μικρό βάρος του μωρού συνεχίζουν να έχουν σημαντική μακροχρόνια επίπτωση στον μέσο δείκτη νοημοσύνης, σε σύγκριση με τους συνομηλίκους, σε επτά διαφορετικές χώρες. Η διεθνής φύση της έρευνας μάς δίνει ιδιαίτερη εμπιστοσύνη για αυτό το σημαντικό εύρημα», δήλωσε ο ερευνητής Ρόμπερτ Ιβς.