Διάγγελμα Μητσοτάκη: Η πατρίδα μας δεν απειλεί αλλά και δεν εκβιάζεται
Έκτακτο διάγγελμα για το ζήτημα των τουρκικών προκλήσεων και ειδικότερα για τη παρουσία του τουρκικού ερευνητικού σκάφους Oruc Reis που βρίσκεται στην ελληνική υφαλοκρηπίδα απηύθυνε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Μεταξύ άλλων, ο πρωθυπουργός ανέφερε ότι η αντίδραση της Τουρκίας στην «καθ’ όλα νόμιμη συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο δείχνει, δυστυχώς, ότι δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με τις Ευρωπαϊκές αρχές του 21ου αιώνα», προσθέτοντας ότι «παραμένει προσκολλημένη στη λογική του εξαναγκασμού και των εκφοβισμών. Λογική που ανήκει σε άλλες εποχές».
Τόνισε δε ότι η Τουρκία με τη στάση αυτή «αποδεικνύει και τον προσχηματικό χαρακτήρα της δήθεν ετοιμότητάς της για διάλογο. Γιατί, πώς είναι δυνατόν μια καθόλα νόμιμη συμφωνία ενός κράτους με ένα άλλο να χρησιμοποιείται από ένα τρίτο κράτος ως πρόσχημα αποχώρησης από τις διερευνητικές επαφές πριν αυτές καν επανεκκινήσουν;».
Ο κ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε επίσης και στην ετοιμότητα του Ελληνικού στόλου, λέγοντας πως «απαντώντας στην ανάπτυξη του στόλου της (σ.σ. Τουρκίας), αναπτύξαμε και εμείς τον δικό μας, θέτοντας τις Ένοπλες Δυνάμεις μας σε επιφυλακή. Είμαι σίγουρος ότι όλοι οι Έλληνες έχουν την ίδια απόλυτη εμπιστοσύνη στις δυνατότητες των Ενόπλων Δυνάμεών μας που έχω και εγώ».
«Στις προκλήσεις διατηρούμε το σθένος που πηγάζει από την ψυχραιμία και τη σωφροσύνη μας. Αλλά, ταυτόχρονα, μένουμε σε απόλυτη πολιτική και επιχειρησιακή ετοιμότητα», πρόσθεσε ο πρωθυπουργός.
Αναλυτικά το διάγγελμα του πρωθυπουργού
«Η Ελλάδα είναι μία χώρα υπερήφανη και ισχυρή. Μέλος της Ευρωπαϊκής οικογένειας και πυλώνας σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο. Μένουμε αταλάντευτα προσηλωμένοι στις αρχές του Διεθνούς Δικαίου και στους κανόνες καλής γειτονίας. Επιδιώκουμε με όλους γέφυρες ειρήνης, καλής πίστης και συνεργασίας.
Η πατρίδα μας δεν απειλεί αλλά και δεν εκβιάζεται. Και για αυτό ακριβώς και δεν υποκύπτει σε απειλές και εκβιασμούς. Ούτε, όμως, και ανέχεται προκλητικές ενέργειες.
Με αυτή την πολιτική αρχών διαπραγματευτήκαμε και υπογράψαμε τις συμφωνίες οριοθέτησης των Θαλασσίων Ζωνών μας με την Ιταλία και, πρόσφατα, με την Αίγυπτο. Συμφωνίες απολύτως συμβατές με το Δίκαιο της Θάλασσας.
Συμφωνίες που αποδεικνύουν ότι όταν υπάρχει καλή διάθεση και κλίμα εμπιστοσύνης μπορούν τελικά να επιλυθούν πολυετείς διαφορές. Που διασφαλίζουν την πρόοδο και την ευημερία των λαών, πάντα στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου.
Στο ίδιο πλαίσιο νομιμότητας, με αυτοπεποίθηση και χωρίς εκπτώσεις, είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε με όλους τους γείτονές μας.
Δεν φοβόμαστε τον διάλογο, ακόμη και τον πιο δύσκολο, γιατί έχουμε πίστη στο δίκαιο των θέσεών μας. Όμως διάλογος με προκλήσεις και σε κλίμα έντασης είναι, προφανώς, άνευ αντικειμένου.
Η αντίδραση της Τουρκίας στην καθ’ όλα νόμιμη συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο δείχνει, δυστυχώς, ότι δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με τις Ευρωπαϊκές αρχές του 21ου αιώνα. Και ότι παραμένει προσκολλημένη στη λογική του εξαναγκασμού και των εκφοβισμών. Λογική που ανήκει σε άλλες εποχές.
Με τη στάση της αυτή, όμως, αποδεικνύει και τον προσχηματικό χαρακτήρα της δήθεν ετοιμότητάς της για διάλογο. Γιατί, πώς είναι δυνατόν μια καθόλα νόμιμη συμφωνία ενός κράτους με ένα άλλο να χρησιμοποιείται από ένα τρίτο κράτος ως πρόσχημα αποχώρησης από τις διερευνητικές επαφές πριν αυτές καν επανεκκινήσουν;
Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που η ίδια η Τουρκία υπέγραψε με τη Διοίκηση της Τρίπολης, στη Λιβύη, ένα ανυπόστατο και παράνομο μνημόνιο. Και η οποία, με τις επανειλημμένες προκλήσεις, δοκιμάζει τις αντοχές της Ελλάδας και της Ευρώπης.
Η στρατιωτικοποίηση της κατάστασης από την πλευρά της Τουρκίας αποτελεί επίσης και παραδοχή ανυπαρξίας νομικά ισχυρών θέσεων. Γιατί η προβολή ισχύος δεν είναι παρά απόπειρα να αντισταθμιστεί η αδυναμία της σε θέματα Δικαίου.
Απαντώντας στην ανάπτυξη του στόλου της, αναπτύξαμε και εμείς τον δικό μας, θέτοντας τις Ένοπλες Δυνάμεις μας σε επιφυλακή. Είμαι σίγουρος ότι όλοι οι Έλληνες έχουν την ίδια απόλυτη εμπιστοσύνη στις δυνατότητες των Ενόπλων Δυνάμεών μας που έχω και εγώ.
Στις προκλήσεις διατηρούμε το σθένος που πηγάζει από την ψυχραιμία και τη σωφροσύνη μας. Αλλά, ταυτόχρονα, μένουμε σε απόλυτη πολιτική και επιχειρησιακή ετοιμότητα.
Παράλληλα, ενεργοποιούμε τη διπλωματία μας. Ενημερώνουμε φίλες χώρες και τη διεθνή κοινή γνώμη. Και κινητοποιούμε συμμάχους και εταίρους.
Δεν είμαστε μόνοι σε αυτήν την προσπάθεια. Η άμεση ανταπόκριση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο αίτημά μας να συγκληθεί το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων επιβεβαιώνει ότι το ζήτημα δεν αφορά μόνο τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αλλά και τις σχέσεις όλης της Ευρώπης με την Τουρκία.
Συνεχίζοντας, συνεπώς, την πολιτική των επιθετικών προκλήσεων, η Τουρκία τον μόνο δρόμο που ανοίγει είναι αυτός των ισχυρών κυρώσεων εναντίον της. Κι αυτό την ίδια στιγμή που ισχυρά κράτη, με σημαντική παγκόσμια και περιφερειακή ισχύ, συντάσσονται με το δίκαιο των θέσεων μας.
Ξανατονίζω: Απαντούμε, δεν προκαλούμε. Και με στιβαρότητα προσβλέπουμε να επικρατήσει, επιτέλους, η λογική στη γειτονική μας χώρα. Ώστε να μπορέσει να ξεκινήσει ένας καλόπιστος διάλογος.
Βασισμένος στο Διεθνές Δίκαιο και στον αμοιβαίο σεβασμό για τη μία διαφορά που αποτελεί το αντικείμενο συζήτησης και ενδεχόμενης προσφυγής σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο: Την οριοθέτηση Θαλασσίων Ζωνών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Δεν σηκώνουμε σημαίες ευκαιρίας. Υψώνουμε τη στάση της ευθύνης και της νομιμότητας. Γιατί δεν γίνεται σοβαρή εξωτερική πολιτική με προπαγανδιστικές φωτογραφίες από ανύπαρκτες σεισμικές έρευνες. Ούτε και με εθνικιστικούς παροξυσμούς προς ελεγχόμενα μέσα ενημέρωσης.
Ας το γνωρίζουν όλοι: Ο κίνδυνος ατυχήματος καραδοκεί, όταν συγκεντρώνονται τόσες στρατιωτικές δυνάμεις σε περιορισμένη έκταση. Και την ευθύνη σε μια τέτοια περίπτωση θα την έχει εκείνος που προκαλεί τις συνθήκες αυτές.
Παραμένουμε σταθεροί στην προσήλωσή μας στη Διεθνή Νομιμότητα και στη δύναμη της διπλωματίας να επιλύσει ακόμη και τα πιο σύνθετα ζητήματα.
Δεν θα είμαστε ποτέ αυτοί που πρώτοι θα οξύνουμε τα πράγματα. Όμως, η αυτοσυγκράτηση είναι μόνο η μία όψη της ισχύος μας.
Καμία πρόκληση δεν θα μείνει αναπάντητη. Το έχουμε, εξάλλου, αποδείξει στην πράξη. Και θα το αποδείξουμε ξανά εάν χρειαστεί».