«Δεν είναι τέλειο να είσαι απλώς ζωντανός;»*
Τι σχέση έχουν «Οι Αμερικάνοι» του Ρόμπερτ Φρανκ με την εισβολή στο Καπιτώλιο; Είναι η προϊστορία και η εξήγηση της βίας που είδαμε; Μια εισαγωγή στην παράνοια, στη μοναξιά αλλά και στη γοητεία της Αμερικής; Το στατικό road movie του Φρανκ άλλαξε για πάντα την ιστορία της φωτογραφίας. Αλλά και τον τρόπο που ταξιδεύουμε με το μυαλό μας
Αυτές τις μέρες το φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης προέβαλε διαδικτυακά τρεις ταινίες για τη σχέση κινηματογράφου-φωτογραφίας. Μια από αυτές, το «Don’t blink-Robert Frank» της Λόρας Ίσραελ, είναι ένα ντοκιμαντέρ για το έργο του πιο επιδραστικού ίσως δημιουργού στην ιστορία της αμερικανικής φωτογραφίας.
Ο Ρόμπερτ Φρανκ μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1947, ψάχνοντας ανοιχτούς ορίζοντες και μια πιο ελεύθερη ζωή. Αντάλλαξε πρόθυμα τα ασφυκτικά κάθετα τοπία της Ελβετίας με τις αχανείς οριζόντιες εκτάσεις της Αμερικής.
«Καιρό τώρα ο ουρανός δεν είναι γαλάζιος/Τα βουνά είναι μέσα στην ομίχλη. Σπάνια βγαίνει ο ήλιος/Τώρα που αναπολώ τη ζωή μου δεν βρίσκω λόγο να τραγουδήσω/Τι έδωσα σε αυτόν τον κόσμο;/Έβγαλα λεφτά. Έφαγα. Και ξέχασα», απαγγέλει στο ντοκιμαντέρ ο Φρανκ. Διαβάζει ένα ποίημα του πατέρα του, Γερμανοεβραίου μικροεπιχειρηματία και ερασιτέχνη φωτογράφου.
Ο ίδιος ο Ρόμπερτ Φρανκ αποφάσισε να δώσει κάτι σε αυτό τον κόσμο. Κατ’ αρχάς μια εικόνα της Αμερικής όπως δεν την είχαμε ξαναδεί. Αλλά και μια χρήση της φωτογραφίας που άλλαξε την ιστορία του μέσου. Παίρνοντας μια υποτροφία από το ίδρυμα Γκουγκενχάιμ, ο Φρανκ θα ορίσει το πρότυπο του φωτογραφικού ταξιδιού μακριά από τα τουριστικά κλισέ των συμβατικών ταξιδιωτικών βιβλίων της εποχής. Θα ταξιδέψει επί δύο περίπου χρόνια, καλύπτοντας οδικώς 10.000 μίλια σε 30 πολιτείες, βγάζοντας 27.000 φωτογραφίες. Φωτογραφίες «ανούσια θολές, με υπερβολικό κόκκο, λασπώδεις, με μεθυσμένους ορίζοντες και αφόρητη τσαπατσουλιά» όπως θα γράψουν οι εφημερίδες της εποχής, «ένα θλιμμένο ποίημα για άρρωστους ανθρώπους». Το βιβλίο που θα εκδώσει το 1958 -στη Γαλλία, αρχικά γιατί στην Αμερική αδυνατούσε να βρει εκδότη- περιλαμβάνει μόλις 83 από τις φωτογραφίες του και ενόχλησε βαθύτατα το συντηρητικό αμερικανικό κοινό. Είναι δύσκολο να καταλάβει ο σημερινός αναγνώστης γιατί ένα βιβλίο τόσο ήσυχο, τόσο ειλικρινές, τόσο μη προκλητικό, προκάλεσε τόση απέχθεια. Απλές, ασύνδετες φαινομενικά εικόνες παρουσιάζουν την καθημερινή Αμερική.
Μια χώρα διχασμένη, βίαιη και μοναχική, παραδομένη στον κούφιο καταναλωτισμό, στη λαϊκιστική ρητορεία, στον παραθρησκευτικό φανατισμό και στις παράδοξες υποκουλτούρες.
Στην πρόταση που απέστειλε για να διεκδικήσει την υποτροφία, ο Φρανκ προσπαθεί να συνοψίσει τα θέματά του: «μια πόλη τη νύχτα, ένα άδειο πάρκινγκ, ένα σούπερ μάρκετ, ένας αυτοκινητόδρομος, ο άντρας που έχει τρία αυτοκίνητα και ο άντρας που δεν έχει κανένα, ο αγρότης και τα παιδιά του, μια νεόχτιστη μονοκατοικία και μια παράγκα, η καθοδήγηση του γούστου, η φαντασίωση της πολυτέλειας, οι διαφημίσεις, τα φώτα νέον, τα πρόσωπα των ηγετών και τα πρόσωπα των οπαδών, βενζινάδικα και ταχυδρομεία και πίσω αυλές…».
Τον Φρανκ δεν τον απασχολεί η αφήγηση, δεν περιγράφει, δουλεύει αποσπασματικά, υπονοεί, υπονομεύει και διαθλά. Και πάνω από όλα είναι περίεργος: «Ο καλύτερος τρόπος να ζεις είναι να έχεις περιέργεια, να σηκώνεσαι όρθιος, να έχεις τα μάτια ορθάνοιχτα, να μην ανοιγοκλείνεις τα μάτια», λέει σε ένα απόσπασμα που έδωσε και τον τίτλο του ντοκιμαντέρ: Don’t blink.
Κάθε ενότητα στο βιβλίο του ξεκινάει με μια φωτογραφία που περιλαμβάνει την αμερικανική σημαία. Την ίδια σημαία που ανέμιζε στα περισσότερα πλάνα από την εισβολή στο Καπιτώλιο, ανάμεσα σε παραστρατιωτικές εμφανίσεις, στολές παραλλαγής, υψωμένα χέρια που κράδαιναν τη Βίβλο, καουμπόικα καπέλα, πόδια με αρβύλες προκλητικά σταυρωμένα σε δρύινα γραφεία.
«Η χώρα ήταν πιο τρομακτική τότε», λέει ο Ρόμπερτ Φρανκ στον φακό της Ίσραελ, αλλά οι φωτογραφίες του δεν απεικονίζουν τέτοιες ακρότητες – σε πρώτη ανάγνωση τουλάχιστον. Στις ήσυχες γκρίζες εικόνες του, όμως, διακρίνεται όλη η σημερινή βία, οι ανισότητες και η αλλοτρίωση που έθρεψε τη μακρά σειρά εκτροπών και οδήγησε στη βίαιη όπερα του Καπιτωλίου.
Φυσικά δεν βλέπεις μόνο αυτό στις εικόνες των «Αμερικάνων». Βλέπεις και την τρυφερότητα, την αλληλεγγύη, τη γοητεία του ανοιχτού τοπίου, την έλξη των μεγάλων δρόμων και την αγάπη της καθημερινότητας, την αξιοπρέπεια των ανθρώπων, τη μοναξιά τους και τον αγώνα τους και καταλαβαίνεις τη φράση του Φρανκ: «Αυτό το ταξίδι με έκανε να αγαπήσω την Αμερική».
Οι «Αμερικάνοι» τελειώνουν με μια διαδοχή φωτογραφιών πιο «φωτεινών»: δύο ζευγάρια εφήβων με μαγιό λιάζονται στο χορτάρι ενός πάρκου. Ένας άντρας αγκαλιάζει μια καλοντυμένη γυναίκα και χαμογελάει στον φακό, μοιάζουν με σταρ του σινεμά. Ένα ζευγάρι Αφροαμερικανών καβάλα σε μια Χάρλεϊ στέκουν αγέρωχοι αλλά κοιτάζουν σκεπτικοί κάτι εκτός κάδρου. Η γυναίκα και ο τετράχρονος γιος του φωτογράφου κοιμούνται αγκαλιά στο αυτοκίνητό τους, το χάραμα. Στο βάθος πίσω τους εκτείνεται ο ανοιχτός σκονισμένος δρόμος.
*Φράση του Ρόμπερτ Φρανκ από το ντοκιμαντέρ «Don’t blink-Robert Frank» της Laura Israel.
Δημήτρης Τσουμπλέκας – kathimerini.gr