«Γυναίκες της Ανακούφισης»: Η εφιαλτική ιστορία των σεξουαλικών σκλάβων της Ιαπωνίας
Δικαστήριο της Νότιας Κορέας όρισε ότι η ιαπωνική κυβέρνηση θα πρέπει να καταβάλει αποζημιώσεις σε 12 θύματα σεξουαλικής σκλαβιάς εν καιρώ πολέμου, σε μια ιστορική απόφαση για τις φρικαλεότητες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που οδήγησαν σε εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών επί ολόκληρες δεκαετίες.
Τα θύματα υπέβαλαν μήνυση κατά της ιαπωνικής κυβέρνησης το 2016, κατηγορώντας την Ιαπωνία για την απαγωγής, τη σεξουαλικής βίας και τα βασανιστήρια που υπέστησαν στη διάρκεια του πολέμου. Οι γυναίκες διένυαν τα τελευταία χρόνια της εφηβείας ή τα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής τους κατά την περίοδο της ιαπωνικής κατοχής της κορεατικής χερσονήσου και υποβάλλονταν σε δεκάδες πράξεις σεξουαλικής κακοποίησης από ιάπωνες στρατιώτες σε καθημερινή βάση, όπως ανακοίνωσε το δικαστήριο την Παρασκευή.
Οι γυναίκες και τα κορίτσια που εξαναγκάζονταν σε σεξουαλική σκλαβιά αποκαλούνταν «γυναίκες της ανακούφισης». Η πρακτική εγκρίθηκε και οργανώθηκε από τον ιαπωνικό αυτοκρατορικό στρατό πριν και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η ιαπωνική κατοχή έληξε το 1945, όμως τα θύματα υπέστησαν περαιτέρω ψυχολογική βία στα χρόνια που ακολούθησαν, όπως επίσης και ακραίο στιγματισμό, έκρινε το δικαστήριο. Ο δικαστής τους επιδίκασε το πλήρες ποσό των $91.000 που αιτήθηκαν, αναφέροντας μάλιστα ότι οι βλάβες που υπέστησαν υπερβαίνουν αυτό το ποσό.
Στο παρελθόν, ιάπωνες πρωθυπουργοί έχουν απολογηθεί για αυτά τα συμβάντα και το Τόκιο πίστευε ότι το ζήτημα θεωρούνταν λήξαν το 1965, στο πλαίσιο μιας συμφωνίας για την κανονικοποίηση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Όμως η Νότια Κορέα διοικούνταν από στρατιωτική δικτατορία εκείνη την εποχή και πολλοί Κορεάτες εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η συμφωνία ήταν άδικη.
Άλλη μια συμφωνία ορόσημο, μόλις το 2015, συνοδεύτηκε από άλλη μια απολογία, αλλά και από την παροχή $8 εκατ. για τη δημιουργία ιδρύματος υποστήριξης των «γυναικών της ανακούφισης».
Παρά τις υπάρχουσες συμφωνίες, οι ενάγουσες είχαν το δικαίωμα να υποβάλουν μήνυση απαιτώντας αποζημίωση, σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου.
Σε ανακοίνωσή του μετά την απόφαση, το νοτιοκορεατικό υπουργείο εξωτερικών δήλωσε ότι η κυβέρνηση «σέβεται την κρίση του δικαστηρίου και θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια αποκατάστασης της τιμής και της υπόληψης των θυμάτων».
Αναγνώρισε τη συμφωνία του 2015 μεταξύ των δύο χωρών και τόνισε ότι η κυβέρνηση πρόκειται να «εξετάσει τις επιπτώσεις της απόφασης στις διπλωματικές σχέσεις και να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για τη συνέχιση της εποικοδομητικής και στραμμένης προς το μέλλον συνεργασίας μεταξύ Κορέας και Ιαπωνίας».
Ιάπωνες αξιωματικοί επέκριναν εντόνως την απόφαση, με τον επικεφαλής του υπουργικού συμβουλίου, Κατσουνόμπου Κάτο, να την αποκαλεί «εξαιρετικά ατυχή» και «απολύτως απαράδεκτη», σύμφωνα με το Reuters.
Ο Κάτο πρόσθεσε ότι η ιαπωνική κυβέρνηση δεν υπόκειται στην κορεατική δικαιοδοσία και ότι η χώρα έχει ζητήσει επανειλημμένως το κλείσιμο της υπόθεσης. «Απαιτούμε με θέρμη η Νότια Κορέα να τηρήσει την ενδεδειγμένη στάση και να διορθώσει αυτή την παραβίαση του διεθνούς δικαίου», δήλωσε.
«Γυναίκες της ανακούφισης»
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι περίπου 200.000 γυναίκες από τη Νότια Κορέα και άλλες ασιατικές χώρες εξαναγκάστηκαν από την Ιαπωνία σε σεξουαλική σκλαβιά. Ο ιαπωνικός στρατός στρατολογούσε τις γυναίκες για τους οίκους ανοχής του, μεταχειριζόμενος απάτες, εκβιασμούς και σωματική βία, σύμφωνα με σχετική έκθεση του ΟΗΕ.
«Μεγάλος αριθμός των γυναικών θυμάτων κάνουν λόγο για βία εις βάρος μελών της οικογένειάς τους που προσπάθησαν να αποτρέψουν την απαγωγή των κορών τους και, σε ορισμένες περιπτώσεις, για βιασμούς από τους στρατιώτες μπροστά στα μάτια των γονιών τους, πριν τη βίαιη απαγωγή τους», αναφέρει η έκθεση.
Παρά την απολογία και την αποζημίωση που κατέβαλε η Ιαπωνία, ακτιβιστές από τη Νότια Κορέα υποστηρίζουν ότι δεν έχουν γίνει ακόμη αρκετά για την αποκατάσταση της αδικίας και απαιτούν περαιτέρω αποζημιώσεις.
Το ζήτημα παραμένει «αγκάθι» στις τεταμένες σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Το 2017, ένα μνημείο έγινε επίκεντρο διπλωματικής διαμάχης, καθυστερώντας τις οικονομικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών και οδηγώντας στην ανάκληση εκ μέρους της Ιαπωνίας δύο διπλωματών της που βρίσκονταν στη Νότια Κορέα.
Έκτοτε, οι σχέσεις των δύο χωρών διαρκώς επιδεινώνονται. Το 2018, ανώτατο δικαστήριο της Κορέας έκρινε ότι οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να μηνύουν ιαπωνικές εταιρείες για την εξαναγκαστική εργασία στην οποία τους υπέβαλαν στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι εντάσεις κλιμακώθηκαν το 2019, πλησιάζοντας το θερμό επεισόδιο. Μήνες αργότερα, ξέσπασε εμπορικός πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών.
«Έχοντας υποστεί στο παρελθόν τεράστια καταστροφή από τον ιαπωνικό ιμπεριαλισμό, δεν μπορούμε παρά να αντιμετωπίζουμε τα συνεχιζόμενα εμπορικά αντίποινα εκ μέρους της Ιαπωνίας με μεγάλη σοβαρότητα», είχε δηλώσει ο Νοτιοκορεάτης πρωθυπουργός Μουν Τζε-ιν αναφορικά με τα οικονομικά μέτρα που είχε λάβει η χώρα του. «Και αυτή μας η στάση ενισχύεται από το γεγονός ότι αυτά τα οικονομικά αντίποινα είναι από μόνα τους αδικαιολόγητα και έχουν τις ρίζες τους σε ιστορικά ζητήματα».
Η ιστορική εχθρότητα γίνεται αισθητή και από πολλούς πολίτες. Κατά τη διάρκεια της εμπορικής διαμάχης του 2019, περισσότεροι από 36.000 Νοτιοκορεάτες υπέγραψαν κάλεσμα προς την κυβέρνησή τους να ορίσει αντίποινα κατά του Τόκιο. Πολλοί Νοτιοκορεάτες κάλεσαν και σε μποϊκοτάζ των ιαπωνικών προϊόντων μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα.
Η σύγκρουση επεκτάθηκε μέχρι και στον… αθλητισμό, με την κοινοβουλευτική επιτροπή αθλητισμού της Νότιας Κορέας να ζητά την απαγόρευση της σημαίας του Ανατέλλοντος Ηλίου από τους Ολυμπιακούς του Πεκίνου (που έκτοτε έχουν αναβληθεί για το 2021, εξαιτίας του κοροναϊού). Η αμφιλεγόμενη σημαία συμβολίζει τον ιαπωνικό ιμπεριαλισμό και τις φρικαλεότητες του πολέμου, υποστήριξαν οι Νοτιοκορεάτες.
«Η σημαία του Ανατέλλοντος Ηλίου είναι το σύμβολο του σατανά για τους Ασιάτες και τους Κορεάτες, ακριβώς όπως η σβάστικα είναι σύμβολο του ναζισμού που θυμίζει στους Ευρωπαίους την εισβολή και τον τρόμο», τόνισε ο Αν Μιν-σουλ, επικεφαλής της επιτροπής.
Όμως η διοργάνωση των Ολυμπιακών αρνήθηκε να απαγορεύσει τη σημαία από τα στάδια, ισχυριζόμενη ότι «η ίδια η σημαία δεν θεωρείται πολιτική δήλωση».
Πηγή: CNN