Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής: Θετική η μεσοπρόθεσμη προοπτική της οικονομίας,αλλά…
Θετική χαρακτηρίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής τη μεσοπρόθεσμη προοπτική της οικονομίας λόγω της έλευσης των εμβολίων και της εισροής των κονδυλίων από το Ευρωπαϊκό πρόγραμμα Ανάκαμψης αν και εκφράζει αμφιβολία για την είσπραξη το 2021 αναβαλλόμενων φόρων και εισφορών ύψους 6 δισ. ευρώ.
Στην παρουσίαση της έκθεσης για την πορεία του προϋπολογισμού το 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου ο επικεφαλής του Γραφείου κ. Φραγκίσκος Κουτεντάκης επεσήμανε το γεγονός ότι λόγω αναβολών πληρωμής που έγιναν λόγω της κρίσης ή μη πληρωμών φορολογικών υποχρεώσεων έχει συγκεντρωθεί ένα ποσό φορολογικών εσόδων ύψους 5,25 δισ. καθώς και περίπου 700 εκατ. ευρώ από ασφαλιστικές εισφορές που θα πρέπει να πληρωθούν το 2021. “Ο βασικός προβληματισμός μας είναι αν κάποιες επιχειρήσεις δεν αντέξουν και αναστείλουν τη λειτουργία τους τον επόμενο χρόνο ή λόγω συσσώρευσης οφειλών δεν μπορέσουν αυτά τα χρήματα να εισπραχθούν” είπε ο κ. Κουτεντάκης.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση ο επικεφαλής του Γραφείου είπε ότι δεν είναι αρνητικός σε μια ρύθμιση οφειλών μετά το τέλος της κρίσης όχι όμως για να χαλάσει η κουλτούρα πληρωμών αλλά για να μπορέσουν όσοι αντιμετωπίζουν αντικειμενικές δυσκολίες να διευκολυνθούν στην εξόφληση των οφειλών τους.
Αναφερόμενος στην έκθεση τόνισε ότι η ύφεση του 11,7% που κατέγραψε πρόσφατα η ΕΛΣΤΑΤ για το τρίτο τρίμηνο είναι η μεγαλύτερη εντός της ΕΕ αλλά οφείλεται κατά κύριο λόγο στην πτώση του τζίρου του τουρισμού. Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα ήταν το έλλειμμα να ξεπεράσει στο 9μηνο τα 10,8 δισ. ευρώ και το πρωτογενές πλεόνασμα να φτάσει τα 7 δισ. ευρώ.
Στο κείμενο της έκθεσης τονίζεται ότι σε κάθε περίπτωση, οι αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας παραμένουν βραχυχρόνια διαχειρίσιμες, λόγω των ειδικών συνθηκών που επέβαλαν τη χαλάρωση των δημοσιονομικών περιορισμών του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και τη διευκολυντική νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Παρόλα αυτά, το δεύτερο κύμα της πανδημίας εντείνει την αβεβαιότητα και τους μεσοπρόθεσμους κίνδυνους για την οικονομία. Η διάρκεια όσο και η έκταση των επιπτώσεων αυτού του δεύτερου κύματος είναι άγνωστες, γνωρίζουμε όμως πως όσο διευρύνονται οι οικονομικές και δημοσιονομικές απώλειες της πανδημίας, τόσο παρατείνεται ο χρόνος που θα χρειαστεί μέχρι την επαναφορά στην προ κορονοϊού κατάσταση. H Ελλάδα έχει έναν πολύ υψηλό λόγο δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, ο οποίος θα αυξηθεί περαιτέρω λόγω των δημοσιονομικών επιπτώσεων της πανδημίας (βλ. Έκθεση Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ΔΝΤ).
Θετική η μεσοπρόθεσμη τάση στην οικονομία
Ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής τόνισε ότι η μεσοπρόθεσμη τάση της ελληνικής οικονομίας είναι θετική καθώς φαίνεται ότι είμαστε κοντά στη διάθεση των εμβολίων κατά του κορονοϊού αλλά και από το γεγονός ότι η Ελλάδα θα έχει να επωφεληθεί από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης τα οποία, εφόσον ξεπεραστεί η εμπλοκή από τις αντιρρήσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, αναμένεται ότι θα κατευθυνθούν, κατά κύριο λόγο σε νέες επενδύσεις οδηγώντας σε μια σημαντική άνοδο του πραγματικού ΑΕΠ για την περίοδο 2021-26.
Η έκθεση αναφέρεται και στην Έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα και στην οποία βασίστηκαν οι στρατηγικές κατευθύνσεις για το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας προτείνει να δοθεί προτεραιότητα στην υλοποίηση όσων προτάσεων έχουν σημαντικό οικονομικό και πολιτικό κόστος και η υλοποίησή τους προϋποθέτει έναν σημαντικό βαθμό πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης.
Ειδικότερα σύμφωνα με την έκθεση, η έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην υλοποίηση των προτάσεων που οδηγούν στην αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου, στη βελτίωση των όρων συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας, στην πράσινη ανάκαμψη και στην ψηφιακή μετάβαση της ελληνικής οικονομίας. Τα πεδία αυτά συγκεντρώνουν τις περισσότερες πιθανότητες συναίνεσης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων και αποτελούν σπάνια ευκαιρία να συμφωνηθεί μια κοινά αποδεκτή μακροπρόθεσμη στρατηγική.
Τονίζεται τέλος ότι στην παρούσα φάση, καθίσταται αναγκαία η εκπόνηση μιας στρατηγικής διαχείρισης της πανδημίας που δεν θα περιορίζεται μόνο στις αναγκαίες μεταβιβάσεις και φοροαπαλλαγές αλλά θα στοχεύει στην ενίσχυση της δημόσιας υγείας, της εκπαίδευσης και των μέσων μαζικής μεταφοράς, τόσο σε ανθρώπινο επιστημονικό προσωπικό όσο και σε υποδομές, προκειμένου βραχυπρόθεσμα να περιοριστεί η μετάδοση της πανδημίας με την ελάχιστη δυνατή διαταραχή στις καθημερινές δραστηριότητες και μετακινήσεις των πολιτών – και κατά συνέπεια στις οικονομικές επιπτώσεις – και μεσοπρόθεσμα να αναβαθμιστεί το επίπεδο των δημόσιων υπηρεσιών και υποδομών που αποτελούν προϋποθέσεις για τον δυνητικό ρυθμό μεγέθυνσης.