Για πρώτη φορά βρέθηκαν γυναικεία οστά στο Άγιο Όρος – Πώς το εξηγούν οι αρχαιολόγοι
Επί δεκαετίες έχει μελετήσει λείψανα και οστά σε όλη την Ελλάδα, σε τάφους, σε παρεκκλήσια, ακόμη και σε αρχαιολογικούς χώρους.
Η Λάουρα Γουίν Αντίκας ειδικεύεται στην εξέταση των οστών.
Επί δεκαετίες έχει μελετήσει λείψανα και οστά σε όλη την Ελλάδα, σε τάφους, σε παρεκκλήσια, ακόμη και σε αρχαιολογικούς χώρους.
«Ποτέ δεν ξέρεις τι θα βρεις. Τα οστά όμως δεν λένε ποτέ ψέματα. Θα σου πουν πότε έζησε ένα άτομο, για πόσο, ακόμη και πως πέθανε. Πρέπει να είσαι έτοιμος να δεις τα πάντα» λέει στην Guardian η Λάουρα.
Ωστόσο όταν κλήθηκε να εξετάσει τα οστά που βρέθηκαν κάτω από ένα πέτρινο παρεκκλήσι, η αρχαιολόγος έμεινε έκπληκτη μόλις της ανακοίνωσαν την τοποθεσία.
Πού βρίσκονταν στα οστά που άνηκαν σε γυναίκα;
Στο Άγιο Όρος.
«Στην αρχή μελέτησα μερικά οστά που θα μπορούσαν να ανήκουν σε άνδρα, ωστόσο τα περισσότερα παρέπεμπαν σε λείψανα γυναίκας, καθώς υπάρχει σημαντική διαφορά στο μέγεθός τους», ανέφερε η ίδια.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα τα οστά βρέθηκαν ενσωματωμένα στο υπέδαφος, ενώ δεν μιλάμε για το σημείο που έγινε η πρώτη ταφή, αλλά η δεύτερη.
Αυτό σημαίνει πως η γυναίκα θάφτηκε αλλού ενώ στη συνέχειά τα οστά μεταφέρθηκαν εκεί με ιδιαίτερη προσοχή.
«Αν μιλάμε για τα οστά μιας γυναίκας ή για τα οστά περισσότερα γυναικών, τότε αυτό θα προκαλέσει πολλά ερωτήματα», ανέφερε η αρχαιολόγος, προσθέτοντας πως το καλύτερο ξεκίνημα θα ήταν να βρούμε την ταυτότητά της.
Γίνεται να βρεθούν οστά γυναίκας στο Άγιο Όρος;
Η είσοδος στο Άγιος Όρος έχει απαγορευτεί από την ίδρυση της αυτόνομης μοναστικής κοινότητας τον 10ο αιώνα.
Απαγορεύονται ακόμη και θηλυκά ζώα – με εξαίρεση τις γάτες.
Για τους περίπου 2.500 μοναχούς που ζουν σε σπηλιές, καλύβες ή σε μερικά από τα 20 μοναστήρια που βρίσκονται γύρω από τη χερσόνησο των 400 τετραγωνικών μιλίων, η Παναγία είναι η μόνη αποδεκτή γυναικεία παρουσία.
«Αν τα οστά ανήκουν σε γυναίκα, τότε θα μιλάμε για πρώτο εμπεριστατωμένο περιστατικό γυναικείας παρουσίας στο Άγιο Όρος», δήλωσε ο αρχιτέκτονας Φαίδων Χατζηαντωνίου, ο οποίος ανακάλυψε τα ερείπια κατά τη διάρκεια της συντήρησης στο παρεκκλήσι.
«Υπάρχουν περιστατικά κατά τη διάρκεια πειρατικών επιδρομών και εχθρικών εισβολών που οι μοναχοί είναι γνωστό ότι έχουν ανοίξει τις πόρτες τους στις γυναίκες αλλά ακόμη κι αυτό είναι πολύ σπάνιο», δήλωσε ο αρχιτέκτονας, τονίζοντας πως «υπάρχει μία διάσημη ιστορία για έναν Σέρβο βασιλιά που έφερε τη γυναίκα του στον Άθω, ωστόσο η ίδια μεταφερόταν και δεν πάτησε ποτέ το πόδι της στη γη της χερσονήσου. Μέχρι και χαλιά τοποθετήθηκαν σε όλα τα δωμάτια των μονών ώστε να εξασφαλισθεί ότι δεν θα ακουμπούσε καν στο έδαφος».
Γιατί είναι διπλά δύσκολο το έργο των αρχαιολόγων σε αυτή την περίπτωση
Το εκπληκτικό είναι πως ο Φαίδων Χατζηαντωνίου είναι εδώ και 40 χρόνια υπεύθυνος για την συντήρηση και την αποκατάσταση ακινήτων στο Άγιο Όρος, ωστόσο πρώτη φορά συναντά κάτι τέτοιο.
Ωστόσο η Λάουρα Γουίν Αντίκας δεν είναι τόσο αισιόδοξη για το κατά πόσο μπορούμε να αντλήσουμε πολλές πληροφορίες από τα οστά.
Όπως επισημαίνει η ίδια η «δεύτερη ταφή» έχει δυσκολίες, καθώς αυτό σημαίνει πως τα οστά έχουν μετακινηθεί από την αρχική τους θέση και ως εκ τούτου έχουν χαθεί σημαντικές πληροφορίες στην μεταφορά.
«Αυτός ή αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να είναι πολύ σημαντικοί για να τοποθετήσουν τα οστά τους για δεύτερη φορά κάτω από μία εκκλησία. Φαίνεται εύκολο, αλλά δεν είναι. Απαιτεί πολύ προσπάθεια από αυτόν που το έκανε», σχολίασε η αρχαιολόγος.
Ο λόγος πάντως που μετακινήθηκαν τα οστά από τον αρχικό χώρο ανάπαυσης παραμένει ένα μυστήριο.
Το μόνο προφανές είναι ότι τα οστά μεταφέρθηκαν στο Άγιο Όρος με μεγάλη φροντίδα, καθώς αν και τα περισσότερα είναι πολύ μικρά, κανένα δεν χάθηκε κατά την μεταφορά του.
Αυτό που περιμένουν τώρα οι ερευνητές είναι να μάθουν την χρονολογία των οστών, καθώς έτσι ακόμη ένα κομμάτι του παζλ θα λυθεί.
Τα οστά έχουν σταλεί στο ερευνητικό κέντρο «Δημόκριτος» για ραδιοχρονολόγηση άνθρακα ώστε να διαπιστωθεί η χρονολόγησή τους, ενώ αναμένονται οι αναλύσεις γενετικού υλικού για την ταυτοποίηση του φύλου.
«Η όλη διαδικασία είναι πιθανό να διαρκέσει τρεις μήνες», ανέφερε ο διευθυντής του εργαστηρίου, Γιάννης Μανιάτης.