Γιατί πιστεύουμε τα fake news για τον κοροναϊό;
Η τάση μας να μοιραζόμαστε ψεύτικες ειδήσεις για την πανδημία δεν σχετίζεται ούτε με την ευφυΐα ούτε με την μόρφωσή μας
Τα fake news για την πανδημία δεν αποτελούν φαινόμενο του 2020. Φτάνει να θυμηθούμε τις προκαταλήψεις και τα ψεύδη που κυκλοφορούσαν γύρω από τον ιό HIV κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών για να αντιληφθούμε ότι η παραπληροφόρηση ανέκαθεν συνόδευε κάθε νέα ασθένεια που απειλούσε τις ζωές των ανθρώπων – συχνά αυξάνοντας τις ριψοκίνδυνες συμπεριφορές και δυσχεραίνοντας τις προσπάθειες για αναχαίτιση μιας επιδημίας.
Έτσι και τώρα, τα κοινωνικά δίκτυα έχουν πλημμυρίσει από ψευδείς ισχυρισμούς γύρω από το νέο κοροναϊό, τις αιτίες του, τα μέτρα πρόληψης και τις πιθανές θεραπείες.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ίδιες οι πληροφορίες μπορούν να γίνουν επικίνδυνες. Ας μην ξεχνάμε ότι πρόσφατα σε μια επαρχία του Ιράν, περισσότεροι άνθρωποι πέθαναν πίνοντας οινόπνευμα βιομηχανικής χρήσης για να προστατευτούν από τον κοροναϊό, σε σχέση με εκείνους που είχαν πεθάνει από την ίδια την ασθένεια.
Ακόμη όμως και τα πιο “αθώα” ψέματα μπορούν να δημιουργήσουν μια ψευδή αίσθηση ασφάλειας που να ωθήσει τους πολίτες στο να αγνοήσουν τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης.
Σε αμερικανική έρευνα, αποδείχθηκε ότι τον Μάρτιο που μας πέρασε το 13% των πολιτών στις ΗΠΑ πίστευε ότι ο κοροναϊός ήταν… απάτη, ενώ ένα εντυπωσιακό 49% θεωρούσε ότι κατασκευάστηκε σε εργαστήριο.
Και παρόλο που συνήθως πιστεύουμε ότι η μόρφωση ή η ευφυΐα μας είναι αρκετές για να μας εμποδίσουν να πιστέψουμε fake news, η αλήθεια συχνά διαφέρει. Άλλωστε είναι πολύ εύκολο να ανακαλύψει κανείς παραδείγματα εξαιρετικά μορφωμένων ανθρώπων που πιστεύουν σε θεωρίες συνωμοσίας.
Ακόμη και ηγέτες χωρών, που θα ήλπιζε κανείς ότι θα ήταν σε θέση να διακρίνουν τις ψευδείς ειδήσεις, έχουν πιαστεί να μοιράζονται ανακριβείς πληροφορίες για τον κίνδυνο του ιού αλλά και μη εγκεκριμένες θεραπείες στα κοινωνικά δίκτυα. Αυτό ήταν που οδήγησε και το Twitter στο να αφαιρέσει αναρτήσεις τους για πρώτη φορά στην ιστορία του.
Οι ψυχολόγοι ερευνούν ήδη αυτό το φαινόμενο και τα ευρήματά τους μπορούν να μας προφυλάξουν από το διαμοιρασμό παραπληροφόρησης.
Υπερπληροφόρηση
Αυτό το διάστημα όλοι μας μένουμε στο σπίτι και αναζητούμε απαντήσεις για την πανδημία. Και τις λαμβάνουμε. Ασταμάτητα.
Αυτό συνεπάγεται ότι στις περισσότερες περιπτώσεις δεν μπαίνουμε στη διαδικασία να διασταυρώσουμε την είδηση που φτάνει στα αυτιά μας αλλά στηριζόμαστε στην αληθοφάνειά της.
Αυτή η αληθοφάνεια μπορεί να επιτευχθεί με πολλούς τρόπους, ξεκινώντας από τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο είναι διατυπωμένη η πληροφορία. Άλλα μέσα, όπως η προσθήκη μιας φωτογραφίας που σχετίζεται με το θέμα (για παράδειγμα μιας εικόνας του ιού) έχει αποδειχθεί ότι κάνουν τον αναγνώστη να εμπιστεύεται την ακρίβεια της πληροφορίας, καθώς τον βοηθά να οπτικοποιήσει αυτό που διαβάζει.
Ακόμη και η απλή επανάληψη μιας δήλωσης πολλές φορές στο ίδιο κείμενο ή σε αλλεπάλληλα άρθρα δημιουργεί την αίσθηση οικειότητας με την πληροφορίας, και μας κάνει να την αποδεχόμαστε άκριτα ακόμη και αν την πρώτη φορά που τη διαβάσαμε ήμασταν διστακτικοί.
Διαμοιρασμός με το πάτημα ενός κουμπιού
Δεν πιστεύουμε πάντα τις πληροφορίες που μοιραζόμαστε με τους φίλους μας στα κοινωνικά δίκτυα. Απλώς είναι πολύ εύκολο – και δελεαστικό – να το κάνουμε.
Έρευνα που πραγματοποιήθηκε στον Καναδά ανακάλυψε ότι αν και το 25% των συμμετεχόντων αδυνατούσε να διακρίνει τα fake news, όταν οι ερευνητές αντί να ρωτούν ποιος πιστεύει την είδηση ρωτούσαν ποιος θα την μοιραζόταν, το ποσοστό σκαρφάλωνε στο 35%. Δέκα ολόκληρες μονάδες.
Είναι πιθανό αυτό να οφείλεται στην προτεραιότητα που δίνουμε συχνά στα like και τις αντιδράσεις των φίλων μας σε σχέση με την σωστή ενημέρωση.
Σε άλλες περιπτώσεις, είναι ζήτημα αποποίησης της ευθύνης. Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο στην αρχική μας σελίδα να εμφανίζονται αναρτήσεις που ξεκινούν ξεκαθαρίζοντας ότι “Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια, αλλά….”. Έτσι οι χρήστες αισθάνονται ότι αν η πληροφορία είναι αληθής, ίσως βοηθήσει τους φίλους τους. Από την άλλη, αν αποδειχθεί ότι δεν είναι, δεν έχουν βλάψει κανέναν καθώς έχουν ξεκαθαρίσει ότι δεν είναι σίγουροι για το περιεχόμενο.
Αντανακλαστικές αντιδράσεις
Οι ερευνητές της ψυχολογίας χρησιμοποιούν ένα εργαλείο που λέγεται “τεστ γνωσιακών αντανακλαστικών”. Ένας εύκολος τρόπος να αντιληφθούμε τι σημαίνει αυτό, είναι απαντώντας στην παρακάτω ερώτηση:
“Ο πατέρας του Γιώργου έχει τρεις γιους: Οι δύο πρώτοι είναι ο Απρίλιος και ο Μάιος. Πώς λένε τον τρίτο;”
Πολλοί άνθρωποι θα έδιναν την αντανακλαστική απάντηση “Ιούνιο”, αν και η σωστή, φυσικά, είναι “Γιώργο”.
Για να εντοπίσει κανείς τη σωστή απάντηση δεν απαιτείται τρομερή ευφυΐα, αλλά απλώς μια παύση για να προλάβουμε να ελέγξουμε την πρώτη αντανακλαστική μας σκέψη.
Ουσιαστικά αυτό που ελέγχει το συγκεκριμένο εργαλείο είναι η τάση μας να χρησιμοποιούμε την ευφυΐα μας. Μάλιστα, οι ψυχολόγοι αποκαλούν συχνά τα άτομα που απαντούν αντανακλαστικά “γνωσιακούς τσιγκούνηδες”, καθώς αν και διαθέτουν σημαντικά πνευματικά αποθέματα, αρνούνται να τα χρησιμοποιήσουν.
Αυτή η κατηγορία ανθρώπων είναι και πιο επιρρεπής στο να πιστεύει στα fake news, σύμφωνα με έρευνα για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων για τον κοροναϊό. Επιπλέον, είναι και πιο πιθανό να αγνοεί τις συστάσεις των αρχών για τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης.
Τι μπορούμε να κάνουμε;
Πρώτα από όλα, μια παύση. Στη διάρκειά της θα πρέπει να προσπαθήσουμε να απεμπλακούμε συναισθηματικά από αυτό που διαβάζουμε και να το αναλύσουμε λίγο παραπάνω πριν το μοιραστούμε.
Στηρίζεται σε φήμες ή σε επιστημονικά δεδομένα; Ξέρουμε ποια είναι η αρχική πηγή; Πώς σχετίζεται με τα μέχρι τώρα δεδομένα; Μήπως ο συγγραφέας χρησιμοποιεί κάποια λογική πλάνη;
Αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να απαντηθούν πολύ πριν κάνουμε κλικ στο κουμπί του “Share”.
Πηγή: bbc.com