ΚΟΣΜΟΣ

Γιατί ο Τραμπ κήρυξε τον πόλεμο στα social media

Στο στόχαστρο βάζει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (social media) ο Ντόναλντ Τραμπ, ανοίγοντας έτσι λίγους μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές ένα μέτωπο με τις πλατφόρμες εκείνες, που θεωρείται ότι αξιοποίησε με απόλυτη επιτυχία το 2016 για την εκλογή του.

Η απόφαση του Twitter να επισημάνει δύο αναρτήσεις του ως παραπλανητικές ήταν η αφορμή, που αναζητούσε ο Αμερικανός πρόεδρος ώστε να κηρύξει τον πόλεμο κατά των μέσων, τα οποία κατηγορεί για διακρίσεις, παρέμβαση στην πολιτική διαδικασία και ανεξέλεγκτες εξουσίες.

Το βράδυ της Πέμπτης υπέγραψε όπως και είχε προαναγγείλει διάταγμα, με το οποίο περιορίζει τη νομική προστασία, που απολαμβάνουν οι πλατφόρμες των social media, όπως είναι το Facebook και το Twitter. Το διάταγμα δίνει τη δυνατότητα στις ρυθμιστικές αρχές να κινούνται νομικά κατά των εταιρειών αυτών για τον τρόπο με τον οποίο ελέγχουν το περιεχόμενο στις πλατφόρμες τους. Θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι η νομιμότητα του διατάγματος θα αμφισβητηθεί ενώπιον της Δικαιοσύνης.

Νομικοί στις ΗΠΑ υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να υπάρξει εμπλοκή του Κογκρέσου ή του δικαστικού συστήματος για να αλλάζει το τρέχον νομικό πλαίσιο προστασίας των πλατφόρμων, τις οποίες ο Τραμπ κατηγορεί ότι προσπαθούν να φιμώσουν τις συντηρητικές φωνές και να προωθήσουν τις ιδέες των φιλελεύθερων.

Στο Άρθρο 230 της Πράξης “Communication Decency” ορίζεται ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι εν γένει υπεύθυνα για το περιεχόμενο που αναρτούν οι χρήστες τους, αλλά μπορούν να επιδοθούν στο λεγόμενο “μπλοκ του καλού Σαμαρίτη”, αφαιρώντας περιεχόμενο άσεμνο, παρενοχλητικό ή βίαιο. Το διάταγμα επισημαίνει ότι η νομική προστασία δεν ισχύει εάν το μέσο κοινωνικής δικτύωσης προβεί σε επεξεργασία του περιεχομένου των χρηστών του και καλεί το Κογκρέσο να «αποσύρει ή να αλλάξει» το Άρθρο 230. Ο υπουργός Δικαιοσύνης, Γουίλιαμ Μπαρ, ανακοίνωσε ότι αρχίζει «άμεσα» την κατάρτιση νομοσχεδίου, που θα κατατεθεί προς ψήφιση προς το Κογκρέσο.

Στο διάταγμα αναφέρεται ακόμη ότι είναι «παραπλανητικό» το να μπλοκάρει ένα μέσο αναρτήσεις για λόγους άλλους από εκείνους που περιγράφονται στους όρους της υπηρεσίας του και όταν συμβαίνει αυτό δεν θα πρέπει επίσης να απολαμβάνουν ασυλίας. Ο Τραμπ λοιπόν εγκαλεί το Twitter, το Facebook και άλλα παρόμοια μέσα ότι παραπλανούν τους χρήστες, όπως ακριβώς το Twitter έκρινε ότι ο ίδιος κάνει αναπαράγοντας μία θεωρία συνωμοσίας κατά δημοσιογράφου, που συνδέεται με τον θάνατο μίας γυναίκας προ είκοσι ετών, αλλά και κάνοντας σειρά αναρτήσεων περί αναξιοπιστίας και νοθείας στην επιστολική ψήφο.

Το Twitter χρησιμοποιεί μία ειδοποίηση (με σύμβολο ένα θαυμαστικό μέσα σε κύκλο, με μπλε χρώμα), με την οποία καλεί τους αναγνώστες της ανάρτησης να «ενημερωθούν για τα πραγματικά γεγονότα». Ουσιαστικά η πρακτική αυτή ήρθε ύστερα από τα αλλεπάλληλα πυρά που δέχθηκαν τα social media και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού για διασπορά ψευδών ειδήσεων (fake news) και θεωριών συνωμοσίας μέσα από τις πλατφόρμες τους, αλλά και έμμεση επιρροή στην εκλογική διαδικασία. Οι φωνές πους τους ζητούσαν να ελέγχουν το περιεχόμενό τους και να μπλοκάρουν ό,τι είναι παραπλανητικό ή μπορεί να υποκινήσει το μίσος και τη βία ήταν πολλές.

Τώρα οι αντιδράσεις έρχονται από την άλλη πλευρά. Από εκείνους που πιστεύουν ότι με τον έλεγχο των αναρτήσεων προωθούν συγκεκριμένες πολιτικές ιδέες, φιμώνουν άλλες και παρεμβαίνουν έτσι και πάλι στην πολιτική διαδικασία. Τα όρια ανάμεσα στα fake news και την έκφραση άποψης θα έπρεπε να είναι ευδιάκριτα, αλλά αυτό δεν συμβαίνει πάντα.

Στο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικάνων δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία για το θέμα. Ωστόσο σίγουρα δεν είναι μόνο ο Τραμπ που διαμαρτύρεται. Ο Γερουσιαστής Μάρκο Ρούμπιο, είναι μεταξύ αυτών που εδώ και καιρό υποστηρίζουν πως όταν οι πλατφόρμες επισημαίνουν μία ανάρτηση ως παραπλανητική αναλαμβάνουν τον ρόλο του «εκδότη» και επομένως δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται ως απλά μέσα δικτύωσης. «Ο νόμος προστατεύει τα social media, όπως το Twitter, γιατί θεωρούνται φόρουμ και όχι εκδότες. Αλλά εάν αποφασίσουν τα ίδια να ασκήσουν έναν πρόσθετο ρόλο ως εκδότες, δεν θα πρέπει να έχουν αυτή την ιδιαίτερη προστασία, αλλά να αντιμετωπίζονται ως εκδότες».

Το διάταγμα ζητεί επίσης από την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών (FCC) να ορίσει με σαφήνεια ποιο είδος περιεχομένου μπορεί να θεωρηθεί παραπλανητικό, προσχηματικό ή μη συμβατό με τους όρους της υπηρεσίας του παρόχο. Προβλέπει επίσης αναθεώρηση της κυβερνητικής διαφήμισης στα social media και εξέταση του κατά πόσο αυτές οι πλατφόρμες θέτουν περιορισμούς, που έχουν να κάνουν με θέσεις/απόψεις. Επαναφέρει δε το εργαλείο “tech bias”, το οποίο επιτρέπει στους πολίτες να καταγγέλουν άδικη μεταχείριση από μέσα κοινωνικής δικτύωσης.