Γιατί θα αλλάξουν λιγότερα από όσα πιστεύουμε μετά τον ιό
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ*-kathimerini.gr
Δεν είμαι υποστηρικτής ούτε του «τίποτε δεν θα είναι ίδιο την επόμενη μέρα» ούτε και του «τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει» μετά την πανδημία. Διότι όλο αυτό το διάστημα διαβάζω πλήθος επιχειρημάτων και για τις δύο αυτές απόψεις, αν και θα έλεγα περισσότερο για την πρώτη που μοιάζει και πιο εντυπωσιακή ως απόφανση αλλά και συγκινεί περισσότερους λόγω της δραματικότητας με την οποία εκφέρεται. Απαιτείται, ωστόσο, ψυχραιμία στις κρίσεις μας καθώς μια απόσταση από τα πράγματα, όσο γίνεται βέβαια στις συνθήκες μεγάλης αβεβαιότητας που ζούμε. Είναι προφανές ότι όλα εξαρτώνται από το αν και πότε θα βρεθεί το εμβόλιο. Αλλά αν συμβεί αυτό και μάλιστα σε ορίζοντα ενός έτους όπως, λίγο πολύ, όλοι εκτιμούν τότε αυτές οι κρίσεις περί ριζικής αλλαγής των βάσεων του πολιτισμού μας και του τρόπου που ζούσαμε ως τώρα, μου μοιάζουν αστόχαστες και υπερβολικές.
Πρώτα και κύρια, ανθρωπολογικά και πολιτισμικά μιλώντας ο πυρήνας των ανθρώπινων υποκειμένων και των μεγάλων πολιτισμών αλλάζει με φοβερά αργούς ρυθμούς εκατονταετιών ή και χιλιετηρίδων. Σε αντίθεση με τις τεχνολογικές ή τις πολιτικές αλλαγές, οι χρόνοι των αθρώπων είναι πάντα αργόσυρτοι διότι ενστικτωδώς κρατούν πολλά στοιχεία από τις προηγούμενες γενιές, αντιστεκόμενοι έτσι στις άμεσες ανατροπές. Τίποτε δεν αλλάζει από τη μια μέρα την άλλη, και ας μην παρασυρόμαστε από τις φωνές των ΜΜΕ που δουλειά τους είναι έτσι κι αλλιώς να καταγράφουν τον βραχύ χρόνο των γεγονότων και όχι τις δομικές αλλαγές των κοινωνιών. Έπειτα, πολλά από όσα θεωρούν ότι θα αλλάξουν οι οπαδοί του «τίποτε δεν θα είναι ίδιο» αφορούν αλλαγές που έχουν επισυμβεί κάποιες δεκαετίες τώρα. Παραβιάζουν μάλλον ανοικτές θύρες. Ας πούμε, η κοινωνική αποστασιοποίηση δεν περίμενε την πανδημία για να επινοηθεί. Αυτό που ονομάζουμε μετανεωτερικότητα και οι τεχνολογικές αλλαγές που επήλθαν μαζί με τις πολιτισμικές στην εποχή της παγκοσμιοποίησης συνοδεύτηκαν ακριβώς από την αραίωση των κάθε είδους επαφών των ανθρώπων: επαγγελματικών, κοινωνικών ή ερωτικών.
Τα σόσιαλ μήντια είχαν προετοιμάσει το έδαφος της κοινωνικής αποστασιοποίησης πολύ πριν την πανδημία. Εκεί ήταν που κυρίως πλέον συζητούσαμε, μαλώναμε, πολιτικολογούσαμε, ερωτευόμασταν ή κάναμε (διαδικτυακό) σεξ και πριν κλειστούμε εξ ανάγκης πριν δύο μήνες στο σπίτι. Για να μη μιλήσουμε για την αύξηση των μονοπρόσωπων νοικοκυριών τις τελευταίες δεκαετίες παντού στον δυτικό κόσμο. Αν υπάρχει ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό του πολιτισμού μας τον 21ο αιώνα, αυτό είναι η μοναχικότητα από επιλογή και ο βαθύς κατακερματισμός της κοινωνίας. Προφανώς, ο κίνδυνος του ιού πιθανόν να ενισχύσει για ένα διάστημα όλες αυτές τις κυρίαρχες τάσεις μέχρι να ανακαλυφθεί το εμβόλιο, και να δούμε διάφορες αλλαγές στις καθημερινές μας συνήθειες ή στις μετακινήσεις και τα ταξίδια μας αλλά δεν σημαίνει κιόλας ότι προηγουμένως τα σώματα (ή οι ψυχές) των ανθρώπων ήταν τόσο κοντά όσο υποστηρίζουν οι λυρικές αναλύσεις των «θα-έρθουν-τα-πάνω-κάτω-στον-τρόπο-που-θα-ζούμε-στο-εξής».
Για να το πω και με ένα πρόσφατο ιστορικό παράδειγμα: δεν ήταν εντέλει το AIDS ο λόγος που οι άνθρωποι άλλαξαν τη σχέση τους με το σεξ και τις ερωτικές σχέσεις εν γένει, αλλά μια συνολικότερη μετατόπιση των πολιτισμικών προτύπων μας σε σχέση με την επιθυμία και την ηδονή, η οποία είχε ξεκινήσει νωρίτερα.
Αντιθέτως, εκείνο που όντως υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να αλλάξει είναι το μοντέλο διακυβέρνησης και λειτουργίας των κρατών, τουλάχιστον στη Δύση. Κυρίως θα αλλάξει ο βαθμός εμπιστοσύνης των πολιτών σε αυτά. Στα κράτη εκείνα που η διαχείριση της κρίσης υπήρξε αποτυχημένη και ο αριθμός των θανάτων πολύ υψηλός για ειρηνική περίοδο, η ταύτιση και η επένδυση των πολιτών στους κρατικούς θεσμούς θα υποστεί πλήγμα, και η πίεση για αλλαγές θα είναι έντονη. Αυτή η κρίση έχει μια μεγάλη διαφορά από την οικονομική κρίση μετά το 2008. Για τα δεινά της δεν μπορεί να επινοηθεί εξιλαστήριο θύμα έξω από το κράτος: δεν φταίνε αυτή τη φορά ούτε οι ανάλγητες αγορές, ούτε ο απάνθρωπος νεοφιλελευθερισμός ούτε οι επίβουλοι ξένοι ούτε κανείς άλλος για τους νεκρούς και τους νοσύντες πλην της εκάστοτε κυβέρνησης και των κρατικών θεσμών που δεν έκαναν όσα έπρεπε για να κρατήσουν τους πολίτες τους ασφαλείς.
Αντιθέτως, στα κράτη εκείνα που η διαχείριση της πανδημίας υπήρξε επιτυχημένη -και η Ελλάδα ήταν μεταξύ αυτών- οι κοινωνίες ενδέχεται να αποκαταστήσουν την αμφίθυμη σχέση τους με τους κυβερνώντες και τους δημόσιους θεσμούς, και να βγουν ωφελημένες από την κρίση. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις πάντως, εκείνο που θα ηττηθεί μάλλον θα είναι ο λαϊκισμός και ο επιστημονικός τσαρλατανισμός. Οι βασιλιάδες είναι ολόγυμνοι και καμία συνωμοσιολογική θεωρία δεν μπορεί να καλύψει την γύμνια τους. Τα τελευταία χρόνια είναι πολλές οι παλαβές θεωρίες που έχουν κυκλοφορήσει για πλήθος ζητημάτων και άπειρες οι ανοησίες που έχουν ειπωθεί από τα στόματα ανεύθυνων ηγετών αλλά ομολογουμένως η πρόταση του νυν Προέδρου των ΗΠΑ να κάνει κάποιος ένεση χλωρίνης για να «καθαριστεί» από τον ιό (!), ξεπερνάει κάθε προηγούμενο. Θα είναι το σοκ αυτό η απαρχή αλλαγών προς αποτελεσματικότερα πρότυπα διακυβέρνησης από ποιοτικά καλύτερες ηγεσίες για όλα τα κράτη, πετυχημένα και αποτυχημένα; Πιθανόν ναι.
Τους τελευταίους πέντε αιώνες, στο δυτικό κόσμο, τέτοιες κρίσεις είναι συνήθως μεταμορφωτικές των κρατών ως προς τη λειτουργία και τις προτεραιότητές τους, Οδηγούν στη βελτίωσή τους και στην ταχύτερη προσαρμογή τους στα νέα δεδομένα στα οποία πιθανόν ως τότε να αντιστέκονταν από άρνηση ή ανικανότητα. Εξ ου και η Δύση κατάφερε ακριβώς σε αυτό το διάστημα να κυριαρχήσει παγκοσμίως και να εξάγει και τα πρότυπα διακυβέρνησής της τα οποία υιοθέτησαν άπαντες σχεδόν. Είναι προφανές ότι αν (για οποιονδήποτε λόγο που δεν μας είναι ξεκάθαρος), τούτη τη φορά δεν συμβεί αυτό, οι αλλαγές που θα ακολουθήσουν θα έχουν να κάνουν πρωτίστως με την σταδιακή υποχώρηση της πρωτοκαθεδρίας του δυτικού πολιτισμού, και τότε θα έχουν δίκιο οι απαισιόδοξοι να μιλούν για τεκτονικές αλλαγές στο κοσμοσύστημα. Αλλά και πάλι, πρέπει να ομολογήσουμε, με έναν ρυθμό πιο αργό από εκείνον της βιολογικής μας ζωής.
*Ο κ. Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και γραμματέας σύνταξης της «Νέας Εστίας».