Γητευτής: Άντρας με μεγάλη γοητεία
Η Άλκη Ζέη επανέρχεται με μυθιστόρημα. Αυτό από μόνο του είναι είδηση. Πόσο δε μάλλον όταν το νέο της μυθιστόρημα, «Ενα παιδί από το πουθενά», είναι ο γεμάτος χιούμορ, γλυκιά μελαγχολία αλλά και παιγνιώδη διάθεση, μονόλογος ενός σημερινού παιδιού, που από το «μπούλινγκ» στο σχολείο και τη θέα των μεταναστών γκουγκλάρει ό,τι του κατέβει στο Διαδίκτυο. Είναι επίσης ένα βιβλίο δίχως ίχνος διδακτισμού: στα 95 της, η θαλερή Αλκη Ζέη διατηρεί στο ακέραιο τον συγγραφικό της οίστρο, για τον οποίο τόσο αγαπήθηκε, δεκαετίες τώρα.
Το βιβλίο της κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και η «Κ» προδημοσιεύει το κεφάλαιο με τίτλο: «Γητευτής: εκείνος που γοητεύει». Ταιριάζει και στην ίδια τη συγγραφέα ο τίτλος αυτός.
Μόλις φάγαμε είπα στην Ελένη-Ιοκάστη πως πάω στον υπολογιστή.
– Οχι πάνω από μισή ώρα, είπε.
Μα δεν είχε βαρεθεί να το λέει κάθε φορά;
Πήγα στο καθιστικό. Το Αγόρι είχε φαίνεται μοναξιές και μου έκανε χαρές.
– Μετά από μισή ώρα, του λέω, και κάθομαι στον υπολογιστή. Κοίτα το ρολόι σου. Αρχισα το ψάξιμο κι ο παπαγάλος λες και κατάλαβε κι έπαψε να κουνιέται.
«Γητευτής: εκείνος που γοητεύει. Αντρας με μεγάλη γοητεία. Γητευτής αλόγων, γητευτής φιδιών». Μου φτάνανε αυτά, δε χρειαζότανε να ψάξω παρακάτω. Αφού ο γητευτής γοήτευε και φίδια, σίγουρα ο κύριος Αργύρης, όσο δύσκολο κι αν ήτανε, θα μπορούσε να γητεύσει και την Ελένη-Ιοκάστη. Υστερα άρχισα να ψάχνω τον Πάρνωνα. «Πάρνωνας: είναι βουνό, ύψος 1.934 μέτρα. Χωρίζει την Αρκαδία από τη Λακωνία με κατάληξη στο ακρωτήριο Μαλέας».
Το βιβλίο της κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Μετά βλέπω μέρη που ούτε στον ύπνο μου δεν έχω δει. Και θεόρατα δέντρα και πράσινο παντού, μα και βράχια και άντρες και γυναίκες που κάνουν αναρρίχηση σαν τον Νέσμπο. Πιο κάτω ένα άλλο τοπίο καταπράσινο που τρέχουν νερά και το λένε Λυκοχώρι. Φαίνεται ο κύριος Αργύρης εκτός από γάιδαρο, αν πάω φυσικά, θα μου δείξει και λύκο. Κι ίσως μπορέσω να τον εξημερώσω και να τον κάνω φίλο, όπως ο μικρός πρίγκιπας που συνάντησε μια αλεπού και τη ρώτησε αν θέλει να γίνουνε φίλοι. Εκείνη είπε ευχαρίστως αλλά πρώτα να την εξημερώσει. Δηλαδή να έρχεται κάθε μέρα την ίδια ώρα και να κάθεται απέναντί της. Εκείνη θα αρχίσει να τον περιμένει ανυπόμονα και τελικά θα τον αγαπήσει.
– Γκουντ μπάι, γκουντ μπάι, μ’ έβγαλε το Αγόρι από τα όνειρά μου.
Η Ελένη-Ιοκάστη του μάθαινε αγγλικά. Σ’ εμένα όχι.
– Σκάσε, του λέω και κλείνω τον υπολογιστή.
Πολύ θα ήθελα να γίνονταν όλα αυτά που είπε ο κύριος Αργύρης και να μην πήγαινα το καλοκαίρι να φυλάω πορτοφόλια απάνω σε μια πετσέτα.
Αυτό δεν μπορούσα να το πω στην Ξένια την καλύτερή μου φίλη, είδα πόσο αγρίεψε όταν είπα πως μακάρι να είχα μπαμπά, έστω και στη φυλακή. Εκείνη όσο και να με αγαπάει δεν μπορεί να καταλάβει πώς είναι να μην έχεις κανέναν άλλο, μόνο την Ελένη-Ιοκάστη και τον παπαγάλο.
Τώρα όμως έχω τον άστεγο, τον θείο Νώντα, που καταλαβαίνει ό,τι του λέω. Ποιος ξέρει τι έχει περάσει στη ζωή του. Μπορεί για κάποιο λόγο να έχει πάει και φυλακή για να φτάσει να ζει κάτω από ένα στρώμα στον δρόμο. Θα τον ρωτήσω. Την άλλη μέρα όταν έφτασα στο σχολείο, έψαξα στην αυλή να βρω την Ξένια να τα πούμε πριν μπούμε στην τάξη. Την είδα σε μια γωνιά κοντά στην καντίνα να συζητάει με τον Μίλτο. Τους πλησίασα χαρούμενος, όμως μόλις με είδαν σταμάτησαν την κουβέντα.
Τι μυστικά μπορεί να είχε η Ξένια με τον Μίλτο; Της είχα δώσει τα ποιήματά του κι ίσως του μιλούσε γι’ αυτά. Γιατί όμως εγώ δεν έπρεπε ν’ ακούσω; Χτύπησε το κουδούνι κι η Ξένια μού έδωσε μισό κρουασάν και μου λέει γελώντας:
– Κατάπιε το να μπούμε στην τάξη.
Στο διάλειμμα βγήκε πρώτη πρώτη, χωρίς να μου πει «πάμε», όπως κάθε φορά. Ξοπίσω της έτρεξε να την προλάβει ο Μίλτος. Πάλι πήγανε σε μιαν άκρη και κουβέντιαζαν. Δεν ήθελα να πάω κοντά, αφού είχανε μυστικά από μένα ας τα λέγανε. Ενιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά και παραλίγο να βρω κι εγώ ένα μικρό μπαλάκι και να το πετάω στον τοίχο, όπως ο Πάνος.
Σε λίγο ήρθανε και οι δυο κοντά μου. Είχανε λέει κάτι να μου πούνε. Εμένα τα πόδια μου τρέμανε. Κάτι κακό σίγουρα, γιατί ήτανε και οι δύο πολύ σοβαροί.
Πρώτος μίλησε ο Μίλτος. Σκέφτηκαν, λέει, με την Ξένια πως δεν είναι σωστό ο Πάνος να τριγυρίζει μόνος στην αυλή και να κοπανάει σαν τρελός ένα μπαλάκι στον τοίχο. Ούτε οι φίλοι του δεν τον πλησιάζουν. Και συμπληρώνει η Ξένια πως εγώ ξέρω τι θα πει να μην έχεις μαμά, να σ’ έχει εγκαταλείψει, και το σχολείο να μη σε διαπαιδαγωγεί. Ο Μίλτος συμπληρώνει πως ο διευθυντής που του μίλησε η Ξένια μάς έδωσε την άδεια να τον πλησιάζουμε στο διάλειμμα.
Η Αλκη Ζέη σε ηλικία 15 ετών στην ταράτσα της πολυκατοικίας όπου διέμενε επί της οδού Λευκωσίας.
– Οχι, όχι, μην κλάψεις, λέει η Ξένια που με είδε να κοκκινίζω. Εσύ μπορείς να μην έρθεις. Ο Μίλτος κι εγώ θα πάμε να του μιλήσουμε.
Δεν έλεγα να το πιστέψω. Οι καλύτεροί μου φίλοι με πρόδιναν και ήθελαν να διαπαιδήσουν –πώς την είπε εκείνη τη λέξη η Ξένια;– τον Πάνο, που μπορεί ακόμα και να με σκότωνε με τον σουγιά. Μόλις όμως είδα τον Πάνο μόνο του στην άκρη της αυλής, τα δάκρυα έπαψαν να τρέχουν.
– Θα έρθω μαζί σας, λέω και τεντώνω το κορμί μου. Ομως να καταστρώσουμε σχέδιο.
Με αγκαλιάζουν και οι δύο και χοροπηδάμε.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ-kathimerini.gr