Βραδινός περίπατος στην «έρημη» Θεσσαλονίκη
Η πολύβουη πόλη, με τους χιλιάδες ήχους και μυρωδιές, αλλά και τα πολυσύχναστα κεντρικά της σημεία, έδωσε τη θέση της σε ένα σκοτεινό και άηχο τοπίο
Το ανοιχτό τετράδιο με τις παραγγελίες πλάι σ’ ένα πανέρι με λιγοστά πορτοκάλια και ένα μισοτελειωμένο μπουκάλι νερό, αφημένα όπως όπως πάνω στο τραπέζι, μαρτυρά πως ο χρόνος στη μικρή ταβέρνα με τα πολλά στολίδια και τις πολύχρωμες καρέκλες, στα Άνω Λαδάδικα, σταμάτησε ξαφνικά τη μέρα που ο κοροναϊός εισέβαλε βίαια στις ζωές όλων και επέβαλε την ανάγκη για «κοινωνική αποστασιοποίηση».
Στο άλλοτε πολύβουο, φημισμένο για τη διασκέδαση κομμάτι της Θεσσαλονίκης, με τα εμπορικά καταστήματα να δίνουν τον ρυθμό της ζωντάνιας το πρωί και τα κάθε λογής μπαρ, ταβέρνες και εστιατόρια να στήνουν κάθε βράδυ σκηνικό γλεντιού και χαράς, ένα κρύο βράδυ του Απρίλη, στα τέλη της περασμένης εβδομάδας, τίποτα δεν θύμιζε τις εικόνες αυτές.
Ακόμα και το σταματημένο στην ώρα του μεγάλου σεισμού της Θεσσαλονίκης ρολόι στη στοά Μαλακοπής, λίγα μέτρα μακρύτερα, στο επιβλητικό κτίριο που κατασκεύασε το 1906 ο αρχιτέκτονας Βιταλιάνο Ποζέλι, στέκει σκοτεινό σαν να ξέρει πως κανείς δεν θα περάσει για να σηκώσει το βλέμμα και να το θαυμάσει.
Έχει νυχτώσει και την αλλόκοτη σιωπή στα άλλοτε πολύβουα στενά της περιοχής, με τα κατεβασμένα ρολά στα μαγαζιά με τα πάσης φύσεως εδώδιμα («τυριά- άλλαντα- έλαια- κονσέρβαι»), τις αποθήκες παιχνιδιών, αξεσουάρ σπιτιού και λευκών ειδών & μπεμπέ και τα νυχτερινά στέκια ξεφαντώματος της νεολαίας, «σπάει» το «παπάκι» του ντελιβερά στην πιτσαρία δίπλα από την τσεχική μπυραρία. «Πίτσα;», μας ρωτάει, για να εισπράξει ένα αρνητικό νεύμα, μάλλον απογοητευτικό γι’ αυτόν, που αψηφώντας τον κοροναϊό πασχίζει να βγάλει το μεροκάματο στις πρωτόγνωρα επικίνδυνες συνθήκες.
Διασχίζουμε κάθετα και άνετα την άλλοτε πολυσύχναστη Τσιμισκή, που για να περάσεις στο απέναντι πεζοδρόμιό της έπρεπε να ρισκάρεις, και περνάμε στα «κάτω» Λαδάδικα, με τα γαστρονομικά «hot spots» της Θεσσαλονίκης. Ερημιά παντού. Στα πετρόχτιστα σοκάκια της περιοχής, ο μόνος συνωστισμός των ημερών είναι από τις γάτες που σχηματίζουν παρέες στα κεφαλόσκαλα των ερμητικά κλειστών μαγαζιών, αναζητώντας τροφή.
«Aγαπητοί μας φίλοι, λόγω της κατάστασης στη χώρα μας και βάσει των οδηγιών του υπουργείου Υγείας θα παραμείνουμε κλειστά για τις επόμενες δύο εβδομάδες. Ευχόμαστε γρήγορη ανάρρωση στους ασθενείς και υπομονή και δύναμη για όλους μας», γράφει το χαρτί που έχει κολλήσει στην πόρτα της μια από τις ταβέρνες της περιοχής. Μόνο που οι δύο εβδομάδες έχουν παρέλθει και κανείς δεν ξέρει πότε η περιοχή θα γεμίσει και πάλι με κόσμο. Το «φάντασμα» της οικονομικής καταστροφής πλανάται στα παντέρημα δρομάκια της περιοχής.
Πλατεία Αριστοτέλους, κοντά στη Λεωφόρο Νίκης, σημείο αναφοράς για την πόλη της Θεσσαλονίκης και συρροής, καθημερινά, χιλιάδων ανθρώπων από κάθε γωνιά της Ελλάδας και των γειτονικών χωρών. Καφέ, φαγάδικα, πλανόδιοι μουσικοί, κόσμος να κόβει βόλτες πάνω- κάτω, καθημερινές και αργίες, όλα αυτά μέχρις ότου ενσκήψει η αόρατη επιδημία.
Τώρα, η πλατεία είναι άδεια. Μόνα σημάδια ζωής, ένας αδέσποτος σκύλος, που έχει κουρνιάσει στα μαρμάρινα πόδια του Αριστοτέλη, του αγάλματος που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Γεώργιος Γεωργιάδης και από το 1990 κοσμεί την πλατεία (αν και συχνά περικυκλωμένος από τα τραπεζοκαθίσματα των καφέ) και κάποια νηστικά περιστέρια που περίμεναν (μάταια) να φανεί κάποιος για να τους ρίξει λίγα ψίχουλα.
Το απόκοσμο σκηνικό παραπέμπει σε άδειο κινηματογραφικό πλατό, με το κινηματοθέατρο Ολύμπιον – σήμα κατατεθέν της πλατείας, τα εγκαίνια του οποίου το 1951 εισήγαγαν την εποχή των μεγάλων πολυτελών αιθουσών στην πόλη- να στέκεται βουβό απέναντι στο -επίσης βουβό και υπό ανακαίνιση- ιστορικό κτίριο του ξενοδοχείου Electra Palace, που δεσπόζει στον άξονα της Αριστοτέλους.
Ελάχιστα αυτοκίνητα διασχίζουν, με μεγάλες ταχύτητες, την παραλιακή Λεωφόρο Νικης, όπου λιγοστοί τολμηροί (και λόγω κρύου) περιπατητές, τηρώντας την απαραίτητη απόσταση ασφαλείας, ανταλλάσσουν βιαστικά νεύματα εν είδει χαιρετισμού. Τα κάγκελα που ξεκινούν από τον Λευκό Πύργο κρατούν μακριά από τη Νέα Παραλία αυτούς που έχουν βγάλει για βραδινή βόλτα τους τετράποδους φίλους τους και το περίκλειστο κομμάτι της είναι -όπως άλλωστε ήταν και ο στόχος των μέτρων- άδειο, με αστυνομικούς σε μηχανές να περιπολούν για τυχόν παραβάτες.
Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης, λίγο παραπέρα, με μια φωτεινή επιγραφή να δεσπόζει στην κεντρική της πύλη, απέναντι από τη ΧΑΝΘ, μας υπενθυμίζει ότι πρέπει να «μένουμε σπίτι», αν και η ίδια έχει φροντίσει να γίνει το «σπίτι» κάποιων ανθρώπων που δεν έχουν «πού την κεφαλή κλίναι», παραχωρώντας ένα από τα περίπτερά της στον κεντρικό δήμο για τις ανάγκες μιας νέας δομής φιλοξενίας αστέγων.
Ανηφορίζοντας προς την Εγνατία, το campus του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, σκοτεινό και άδειο, μοιάζει να περιμένει τους δικούς του «ενοίκους», φοιτητές και καθηγητές, για να επιστρέψει η ζωή, όπως και το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω. Άλλες εποχές, καθόλου μακρινές, ένα ατέλειωτο καθημερινό φοιτητικό πήγαινε- έλα έδινε μέρα- νύχτα έναν ξεχωριστό, νεανικό πολύχρωμο νεανικό τόνο σ’ αυτό το κομμάτι της πόλης.
Ψυχή δεν υπήρχε σχεδόν στην Καμάρα, το πιο δημοφιλές ίσως σημείο της Θεσσαλονίκης για ραντεβού μεταξύ των νέων, που κλεισμένοι πλέον στα διαμερίσματά τους «συναντώνται» στα κινητά και τα τάμπλετ. Εντελώς έρημα, διπλοκλειδωμένα και τα πέριξ φοιτητικά στέκια, άδεια και η πιάτσα των ταξί.
Καθώς η νύχτα προχωράει και το κρύο «σφίγγει», η βραδινή βόλτα στη Θεσσαλονίκη των περιοριστικών μέτρων λόγω κορονοϊού φτάνει στο τέλος της, στα Κάστρα. Εκεί, ψηλά, στα βόρεια τείχη της πόλης, παραπλεύρως του κομβικού πύργου της Αλύσεως (ή Τριγωνίου όπως είναι ευρύτερα γνωστός), λιγοστοί κάτοικοι της περιοχής φορώντας αθλητικά, ξεσκάνε κάπως, ατενίζοντας από ψηλά την πόλη που έχει περιπέσει σε αναγκαστικό λήθαργο προσμένοντας την ώρα που ο «εφιάλτης» θα φύγει και θα επανέλθει στους φυσιολογικούς της ρυθμούς, στον βαθμό που αυτό θα είναι πλέον δυνατό.
Προχωρημένη ώρα, έχει αρχίσει να ψιλοβρέχει. Και κάπως έτσι «εν μέσω λογισμών και παραλογισμών άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα μ’ αυτόν τον πάντα νικημένο ήχο σι,σι, σι» (Κική Δημουλά, Τα πάθη της βροχής), ολοκληρώσαμε τη νυχτερινή περιπλάνηση σε μια αλλόκοτη Θεσσαλονίκη…