ΤΕΧΝΕΣ

«Βρήκα φίλους, βρίσκοντας τον εαυτό μου»

«Βρήκα φίλους, βρίσκοντας τον εαυτό μου»
O ζωγράφος Τζον Κράξτον

Σε δύο παράλληλους δρόμους στο κέντρο της Αθήνας, δύο καλλιτέχνες που δεν συναντήθηκαν ποτέ στη ζωή τους και δεν πρόκειται να συναντηθούν, χωρίς και οι ίδιοι να το γνωρίζουν, ανοίγουν μια συνομιλία μέσα από τα έργα τους

Σε δύο παράλληλους δρόμους στο κέντρο της Αθήνας, δύο καλλιτέχνες που δεν συναντήθηκαν ποτέ στη ζωή τους και δεν πρόκειται να συναντηθούν, χωρίς και οι ίδιοι να το γνωρίζουν, ανοίγουν μια συνομιλία μέσα από τα έργα τους. Μέσα στη βοή της πόλης, στο μετρό που σκοντάφτει στα αρχαία των ανασκαφών, στα καφέ και στα μαγαζιά και κυρίως στη βαριά ατμόσφαιρα μιας ζωής που πλέον μάς ξεφεύγει, δύο καλλιτέχνες επανεκκινούν τη ροή με το έργο τους.

Ο ένας νέος και ακμαίος, ο άλλος εκλιπών από το 2009, προτάσσουν την ανάγκη για τη δημιουργικότητα της ζωής και μετά της τέχνης. Σε μια μεγάλη αναδρομική στο Μουσείο Μπενάκη στο Κολωνάκι, ο ζωγράφος Τζον Κράξτον μάς «προσκαλεί» στη μαγική ζωή του.

Ο Βρετανός ζωγράφος που γεννήθηκε το 1922 στο Λονδίνο, λαχταρούσε την Ελλάδα από τα πρώτα χρόνια της εφηβείας του. Έφτιαξε συνειδητά ή ασυνείδητα τις συνθήκες για να μπορεί να φεύγει, να ταξιδεύει, να ζει στον μαγικό τόπο των ονείρων του, πρώτα στον Πόρο, εξερευνώντας έπειτα το Αιγαίο, μυημένος στην ομορφιά της Καρδαμύλης, ακούμπησε την ψυχή του και το σώμα του στα Χανιά όπου έφτιαξε το σπίτι και προσωπικό του εργαστήριο, σε δύσκολους ταραγμένους καιρούς με τη μεσολάβηση και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά πάντα με τη βοήθεια των πολύτιμων φίλων. Ο Λουσιάν Φρόιντ, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ και πρωτίστως η σύζυγός του, η σημαντική φωτογράφος Τζόαν, ο Σεφέρης και ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας είναι μερικοί από τους στενούς φίλους που καθόρισαν το βλέμμα, την ψυχή και τη ζωή του Κράξτον.

Βασισμένος στην καλοσύνη των φίλων, ανταποδίδοντας τη φιλία τους με αυταπάρνηση, ο Κράξτον θέλησε να μείνει στο συλλογικό ασυνείδητο ως ένας ζωγράφος του φωτός, της ζωής πρωτίστως. Ενας «ανδρείος της ηδονής», μέσα από την οποία χαλκεύτηκαν τα εργαλεία του για να απαλλαγεί από ό,τι του μαύριζε την ψυχή, στρεφόμενος στον δικό του παράδεισο, που έγινε η Ελλάδα του ’60 και του ’70, αλλά και οι φίλοι. Στην έκθεση μπορεί κανείς να μείνει μπροστά στις προσωπογραφίες του με θαυμασμό, γιατί εκεί στα χαρακτηριστικά των προσώπων, ο Κράξτον αναδεικνύει την τέχνη της γενναιοδωρίας του. Η τέχνη μάς λέει δεν θα έπρεπε να είναι πολυτιμότερη της ζωής. Ο καλλιτέχνης οφείλει κυρίως να στρέψει το βλέμμα του στη δική του αγαλλίαση, γιατί η ζωή και οι φίλοι είναι η πηγή έμπνευσης, και το μοίρασμα πολλαπλασιάζει το αποτύπωμα. Η βιογραφία του από τον Ιαν Κόλινς θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη.

«Βρήκα φίλους, βρίσκοντας τον εαυτό μου»
Ο ζωγράφος Στέφανος Ρόκος

Μερικά μέτρα μακρύτερα, στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη, ένας καλλιτέχνης της γενιάς μας, ο Στέφανος Ρόκος, λίγο πριν αρχίσει η πανδημία που έμελλε να μας καθηλώσει στον φόβο, φεύγει από την ηλιόλουστη Ελλάδα και ταξιδεύει στην πολυθρύλητη Άπω Ανατολή. Ενα δεκαήμερο ταξίδι στην Ιαπωνία, με τη βοήθεια φίλων και εκεί, τον φέρνει αντιμέτωπο με τα φαντάσματα της ιαπωνικής μυθολογίας που ταυτίζονται, όπως λέει ο ίδιος, με τα φαντάσματα του μυαλού του. Αυτό το ταξίδι τον φέρνει σε επαφή με το γκρίζο, με ένα εσωτερικό ταξίδι εκκωφαντικού θορύβου και απόλυτης ησυχίας.

Μέσα του οι αρχαιοελληνικοί μύθοι, η σύγχρονη ποπ κουλτούρα, οι ταχύτητες μέσα στις οποίες έχει συνηθίσει να λειτουργεί η γενιά μας, η τεχνολογία, αλλά κυρίως και οι δικές του εκλεκτικές συγγένειες τον φέρνουν από την Αθήνα στα Κύθηρα και μετά στην Ιαπωνία, για να συναντήσει τη φίλη σκηνοθέτρια Τζόυς Νασαουάτι, που υπογράφει και το υπέροχο σημείωμα στον κατάλογο με στοιχεία της προσωπικής τους σχέσης, τον Ρολάν Μπαρτ, τον Λευκάδιο Χερν. Όπως ο Χερν γράφει, επίσης ο δυτικός που αγάπησε την Απω Ανατολή όσο κανένας άλλος, «είμαι ένας, είμαι μία και μοναδική ψυχή; Όχι, είμαι ένα πλήθος, ένα ασύλληπτο πλήθος. Είμαι η γενιά των γενεών, ο αιώνας των αιώνων. Ίσως αφού έχω καεί για τρισεκατομμύρια χρόνια στις ποικίλες δυναστείες του ήλιου, τα καλύτερα από ό,τι είμαι θα μπορέσουν να συναντηθούν ξανά». Τον κατάλογο επιμελούνται οι εκδόσεις Στερέωμα.

Η ευτυχία είναι η αναζήτηση μιας μόνιμης εσωτερικής ηχούς, που πάλλεται όταν οι περιττοί θόρυβοι σωπάσουν

Πώς να μιλήσεις για την Ανάσταση, εάν δεν μιλήσεις για την ανάγκη της συνάντησης, αν δεν μιλήσεις για τους φίλους; Γυρνάμε γιατί θέλουμε κάτι να ξαναβρούμε, κάτι πολύτιμο, που δεν αλλάζει όσα χρόνια και εάν περάσουν. Πώς να μιλήσεις για την Ανάσταση, εάν δεν μιλήσεις για την ανάγκη των ανθρώπων να ταξιδέψουν νοητά και σωματικά, να κινήσουν προς την κατεύθυνση αυτού που τους τραβάει να ανακαλύψουν; Η ευτυχία είναι η αναζήτηση μιας μόνιμης εσωτερικής ηχούς, που πάλλεται όταν οι περιττοί θόρυβοι σωπάσουν. Η ζωή είναι μάχη αναζήτησης της υποκειμενικότητας του ανθρώπου, αυτού του καλέσματος που ήρθε σε όλους μας πάνω από την κούνια, σε κάποιους όμως δεν έπαψε ποτέ να ηχεί. Παρά το σκοτάδι, τη βία, την απελπισία, τα κελεύσματα της παγκοσμιοποίησης. Η Ανάσταση είναι η στιγμή όπου ο άνθρωπος ζωντανεύει. Σε ένα άγγιγμα, σε ένα ηλιοβασίλεμα, σε λέξεις και φράσεις, σε ένα φιλικό χαμόγελο που μας υποδέχεται. Που μας ξεκουράζει.

Και όπως γράφει ένας δικός μου αγαπημένος, ο Τζέσαρε Παβέζε την άνοιξη του 1932, στη συλλογή του «Η δουλειά κουράζει», στους Προγόνους:

«Σαστισμένος από τον κόσμο, έφτασα στην ηλικία / που έριχνα μεγάλες γροθιές στον αέρα και έκλαιγα μοναχός μου / είναι μικρή χαρά να ακούς τις κουβέντες των αντρών και των γυναικών / χωρίς να ξέρεις να απαντήσεις / Όμως και αυτή η εποχή πέρασε: Δεν είμαι πια μόνος μου / και εάν δεν ξέρω τι να πω, ξέρω λιγάκι τι να κάνω. / Βρήκα φίλους βρίσκοντας τον εαυτό μου».

Μαριαλένα Σπυροπούλου-kathimerini.gr