Βιρτζίνια Γουλφ, μια κοινή, παθιασμένη, αναγνώστρια
Φαντάσου ότι είσαι έφηβη σε μια βικτωριανή Αγγλία που δεν λέει ν’ αλλάξει, η μητέρα σου μόλις έχει πεθάνει και ζεις σε μια οικογένεια μ’ έναν πατέρα που αδυνατεί, και θα αδυνατεί μέχρι τέλους, να αποδεχθεί την απώλεια και να διαχειριστεί τη νέα πραγματικότητα. Λίγο αργότερα θα πεθάνει και η μεγαλύτερη αδελφή σου που είχε πάρει, θέλοντας και μη, τη θέση της μητέρας στο σπίτι, ενώ τα δύο μεγάλα ετεροθαλή σου αδέλφια σε αντιμετωπίζουν σαν κατώτερο είδος ανθρώπου – είσαι γυναίκα, μην το ξεχνάς, κι ας ζεις στο Λονδίνο στο γύρισμα του δέκατου ένατου προς τον εικοστό αιώνα.
Ενας από τους δύο αδελφούς σου, μάλιστα, σε κακοποιεί σεξουαλικά: «Ακόμα μπορώ να θυμηθώ το συναίσθημα, καθώς το χέρι του έμπαινε κάτω απ’ το φόρεμά μου και αποφασιστικά και σταθερά προχωρούσε όλο και πιο βαθιά. Θυμάμαι με πόση ένταση ευχόμουν να σταμάταγε, πόσο άκαμπτη γινόμουν και γύριζα από την άλλη, καθώς το χέρι του πλησίαζε όλο και πιο πολύ το φύλο μου. Αλλά δεν σταματούσε».
Και για σχολείο βέβαια ούτε λόγος να γίνεται. Θα μάθεις στο σπίτι τους κανόνες καλής συμπεριφοράς που θα σου χρειαστούν στις κοινωνικές σου συναναστροφές και, ίσως, λίγο χορό και ιππασία, μουσική και ζωγραφική. Αυτά είναι αρκετά.
Πώς θα αντέξεις;
Αν είσαι η Βιρτζίνια Γουλφ, τα πρωινά, που τα αδέλφια σου πηγαίνουν στο κολέγιο και ο πατέρας σου απομονώνεται στο γραφείο του, εσύ θα κλείνεσαι στο δικό σου δωμάτιο και θα διαβάζεις· πάντα με πάθος, με μανία, με απελπισία, με ηδονή, με πίστη, με κόπο, με πειθαρχία, με αντοχή και με απόλαυση. Ευριπίδη, Σοφοκλή, Πλάτωνα, τους οποίους αποκρυπτογραφείς λέξη λέξη με τη βοήθεια του λεξικού της αρχαίας ελληνικής Λίντελ-Σκοτ, και Τζέιν Οστιν, Ντίκενς, Τζορτζ Ελιοτ, Χόθορν κι ένα σωρό άλλους. Ετσι θα συνεχίσεις να κάνεις σε όλη σου τη ζωή.
Γιατί η Βιρτζίνια Γουλφ είναι ίσως η πιο παθιασμένη αναγνώστρια μεταξύ των συγγραφέων. Μάλιστα, σε αντίθεση με τους περισσότερους συναδέλφους της που, όταν βυθίζονται στη συγγραφή των δικών τους έργων, αποφεύγουν τον περισπασμό και την επίδραση της ανάγνωσης άλλων βιβλίων, η Βιρτζίνια Γουλφ συνεχίζει να διαβάζει όπως κάνει πάντα, συστηματικά, ενεργητικά και ακόρεστα. Και σημειώνει με επιμέλεια τα διαβάσματά της στο ημερολόγιό της, όπως, παραδείγματος χάριν, την εποχή που έγραφε την «Κυρία Ντάλογουεϊ» οπότε προγραμματίζει να διαβάσει «λίγο Ομηρο, μια ελληνική τραγωδία, λίγο Πλάτωνα, Ζίμερν, Σέπαρντ σε χειρόγραφο, τη ζωή του Μπέντλεϊ αλλά επίσης λίγο Ιψεν, για να τον συγκρίνω με τον Ευριπίδη, και Ρακίνα, για να τον αντιπαραβάλω με τον Σοφοκλή, ίσως και τον Μάρλοου σε αντιδιαστολή με τον Αισχύλο».
Ποιος άλλος θα έγραφε έτσι για τους αναγνώστες; «Ονειρεύομαι μερικές φορές πως τουλάχιστον όταν έρθει η Ημέρα της Κρίσης και τότε όλοι οι σπουδαίοι κατακτητές, οι δικηγόροι, οι πολιτικοί καταφτάσουν για να παραλάβουν τα έπαθλά τους, τα στέμματά τους, τις δάφνες τους και τα ονόματά τους σκαλισμένα ανεξίτηλα πάνω σε άφθαρτο μάρμαρο, τότε ο παντοδύναμος θα στραφεί στον Πέτρο και θα πει, με κάποιο ίχνος ζήλιας, όταν θα μας δει να καταφθάνουμε με τα βιβλία μας στα χέρια, “Ιδού κάποιοι που δεν χρειάζονται κανένα έπαθλο. Τίποτα φυσικά δεν μπορούμε να τους απονείμουμε εδώ. Αυτοί λατρέψανε το διάβασμα”».
Το διάβασμα δεν ήταν, ωστόσο, για τη Βιρτζίνια Γουλφ μόνο ένα καταφύγιο· ήταν και το εισιτήριό της για να γίνει δεκτή ως ίση σε έναν άλλο κόσμο, στον κύκλο του Μπλούμσμπερι, στην παρέα που σχηματίστηκε στο νέο σπίτι όπου πήγαν να ζήσουν τα αδέλφια μετά τον θάνατο και του πατέρα τους. Εναν κύκλο ευφυών και μορφωμένων φοιτητών, που σταδιακά διευρύνθηκε και απέκτησε πιο εκκεντρικό και αντισυμβατικό χαρακτήρα. Τα πιο πολλά απ’ όσα λέγονταν γι’ αυτούς ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, ανυπόστατες φήμες, κανείς ωστόσο από την παρέα δεν ενδιαφέρθηκε να τις διαψεύσει ή, έστω, με κάποιον τρόπο να τις διασκεδάσει. Το αντίθετο μάλλον.
Οτι τα κορίτσια, ας πούμε, ξεγυμνώνονταν δημοσίως και ότι, κάποτε, προκάλεσαν λιποθυμία σε γνωστές κυρίες της πόλης εμφανιζόμενες σ’ έναν χορό ημίγυμνες, ντυμένες δηλαδή με φορεσιές του Νοτίου Ειρηνικού. Ή ότι η μεγαλύτερη αδελφή της Βιρτζίνια είχε κάνει μια φορά έρωτα με τον οικονομολόγο Τζον Μέιναρντ Κέινς στο σαλόνι του σπιτιού της ενώπιον ολόκληρης της παρέας.
Αληθινότατη, και φημισμένη, ήταν πάντως η φάρσα που αποτόλμησε η ομάδα τον Φεβρουάριο του 1910, όταν μεταμφιέστηκαν όλοι με τουρμπάνια, καφτάνια και γενειάδες, ως ο αυτοκράτορας της Αβησσυνίας και η συνοδεία του, και ξεναγήθηκαν μετά βαΐων και κλάδων στο Ντρέντνοτ, το μεγαλύτερο τότε θωρηκτό του βρετανικού στόλου. Το Βασιλικό Ναυτικό, που λίγες μέρες αργότερα αντιλήφθηκε την απάτη, δεν συμμερίστηκε τον ενθουσιασμό των μελών της ομάδας του Μπλούμσμπερι, γνωστότερα εκ των οποίων είναι σήμερα η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Μπέρτραντ Ράσελ, ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, ο Ε. Μ. Φόρστερ, ο Τ. Σ. Ελιοτ, ο Αλντους Χάξλεϊ.
Στο Μπλούμσμπερι, τις πρώτες εκείνες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, «μπορούσε κανείς να είναι και παιδιάστικος και γελοίος και σοβαρός μέχρι θανάτου και πολύ έξυπνος. Ολα επιτρέπονταν εκτός από τη βλακεία, την έλλειψη στυλ και από το να κάνεις κάτι με μισή καρδιά».
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ – kathimerini.gr
* Ο κ. Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος είναι ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, «Το 24ωρο ενός αναγνώστη», εκδ. Πόλις.