Βιβλίο: Μαστρο-Τζεπέτο
Ο Τζεπέτο είναι θύμα του εκφοβισμού, της περιπαικτικής διάθεσης των συνανθρώπων του, θύμα που το γεννά η ανέχεια
Fabio Stassi
Μαστρο-Τζεπέτο
µτφρ.: ∆ήµητρα ∆ότση
εκδ. Ικαρος, 2023, σελ. 209
Του χαρίζουν περιγελώντας τον ένα κομμάτι ξύλο, ένα τάχα μαγικό κούτσουρο. Κι εκείνος πιστεύει στη μαγεία του, η πίστη τον οδηγεί να το λαξεύσει, να του δώσει μορφή και πνοή, να το κάνει μια μαριονέτα, ένα ξύλινο παιδί, τον γιο του. Τόση λαχτάρα να γίνει πατέρας, τόση δίψα για ζωή, τόσα όνειρα να ταξιδέψει στα πέρατα με τούτο το παιδί, που φτιαγμένο από αγάπη, από ανάγκη, από βούληση, υπόσχεται καινούργιες, αλλιώτικες μέρες, γεμάτες φως και χαρά. Δεν θα γίνει έτσι. Για χωρατό, για πείραγμα, με απονιά και χωρίς μια στάλα περίσκεψη, νοιάξιμο, ντροπή, οι χωριανοί θα στήσουν την εξαφάνιση του Πινόκιο, θ’ αφήσουν τον πατέρα να τον ψάχνει απεγνωσμένα.
Ο μαστρο-Τζεπέτο είναι ένας αδύναμος άνθρωπος. Αδύναμος στο σώμα και στην ψυχή. Φτωχός, εξαθλιωμένος, στο χείλος της κατάρρευσης, μεγάλης ηλικίας, χωρίς αντιστάσεις στη χλεύη, την πονηριά, τον εμπαιγμό. Είναι ένα θύμα του εκφοβισμού, της περιπαικτικής διάθεσης των συνανθρώπων του, θύμα που το γεννά η ανέχεια, η ατολμία, ο φόβος. Είναι μόνος, κατάμονος. Τον τρώει η μοναξιά πιο πολύ κι απ’ τη φτώχεια. Δεν έχει ν’ ακουμπήσει, να μοιραστεί, να συντροφέψει και να συντροφευτεί. Κι ο κόσμος του όλος γίνεται αυτός ο γιος που χάνεται κι αρχίζει να τον γυρεύει με ελπίδα, αντοχή, πείσμα, κόπο, εξόντωση. Πόσο άγριοι μπορούμε να γίνουμε; Πόσο θηριώδεις απέναντι στον ανίσχυρο, τον πονεμένο, τον ατυχή; Πολύ. Οι συντοπίτες του τον οδηγούν σ’ αυτή την αναζήτηση που γίνεται καταστροφική περιπλάνηση, διαλυτική του μυαλού και της καρδιάς του. Το συναίσθημά του συντρίβεται, η μνήμη του χάνεται σιγά σιγά, η λαλιά του το ίδιο. Γνωρίζει τη βία, την απόρριψη, την απομόνωση που οδηγεί στην απόλυτη αποξένωση. Κι ύστερα απλά στην τρέλα, στον εγκλεισμό, στην απάνθρωπη νοσηλεία.
Στο τσίρκο
Ο Τζεπέτο θα σωθεί μέσα στον κόσμο του τσίρκου. Θα βρει απάγκιο και παρηγοριά ανάμεσα σε τούτα τα παράξενα πλάσματα της φαντασμαγορίας, του εφήμερου, κάποτε ψεύτικου κόσμου τους, που θα τον οδηγήσουν και πάλι στο χωριό του. Κλόουν. Θα γυρίσει σαν κλόουν για να συναντήσει την απόλυτη, ισοπεδωτική κακία.
Ο Στάσι επιλέγει να ξαναγράψει το πασίγνωστο ιταλικό παραμύθι με όρους του σήμερα, ανακαλεί στη μνήμη του τη φιγούρα του Μπενίνι στον ομώνυμο κινηματογραφικό ρόλο και βλέπει με άλλη ματιά τον αγαπημένο παλιό ήρωα. Μελανά χρώματα για μια κοινωνία που φθίνει, επιλέγοντας ως στόχο τον πιο ανήμπορο να αντισταθεί, τον λιγότερο ισχυρό, τον πιο ευάλωτο. Που εκτονώνει πάνω του όλα όσα έχει σωρεύσει και δεν βρίσκουν άλλη διέξοδο, παρά μόνο τον καλοκάγαθο άνθρωπο, που λαχταρά όσα βλέπει να γεύονται οι άλλοι, όχι πλούτη κι ανέσεις, μα τη συντροφιά, τη συνύπαρξη, την πατρότητα. Καθώς αναζητά τον γιο του και περιπλανιέται ανεβαίνοντας στα βουνά, αργοπερπατώντας πλάι στα ποτάμια, ξαποσταίνοντας στις λίμνες και βρίσκοντας καταφύγιο σε σπηλιές, ο Τζεπέτο μας φανερώνει ξανά τη στοργή, την αγκάλη, το μεγαλείο της φύσης που προστατεύει, γαληνεύει, κρύβει τον απόλυτο πλούτο.
Η καταστροφική περιπλάνηση, διαλυτική του μυαλού και της καρδιάς, ενός ανθρώπου που ήθελε απλώς να γίνει πατέρας. Έστω και μιας μαριονέτας
Ο συγγραφέας αποχαιρετά τον ήρωά του όχι στην τελευταία σελίδα μα γράφοντας μια επιστολή. Ξετυλίγει πώς γεννήθηκε η ιδέα του βιβλίου στο πάρκινγκ ενός πολυκινηματογράφου μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα, πριν η πανδημία μας κλείσει στα σπίτια, ακοινώνητους, μοναχικούς, τρομαγμένους. Είναι ένα συγκινητικό βιβλίο της εποχής του εγκλεισμού, τότε που φωτογραφίες ξεχύθηκαν από κουτιά για να ζωντανέψουν ξεχασμένες οικογενειακές φιγούρες, αναμνήσεις, παιδικά χρόνια κι αγαπημένους. Τον πιο αγαπημένο του, τον άκληρο θείο του, ταγμένο στο γέλιο και τη χαρά της ζωής που τη ρουφούσε λαίμαργα και μετέδιδε το επείγον της απόλαυσης όσων πρόσφερε η στιγμή. Θα τον κυκλώσει η αρρώστια, αυτή που κάνει τους πάντες άγνωστους, που αποκόβει από σχέσεις, μνήμη, τον ίδιο τον εαυτό.
Είναι μια ιστορία που με παλιά υλικά, φέρνει στη σκηνή τις καινούργιες συνθήκες της αποξένωσης, των σκληρών γηρατειών, της φτώχειας, του περιθωρίου, της βίας που πριν εξοντώσει το σώμα, εξοντώνει τη σκέψη, την αυτοεκτίμηση, τη δύναμη. Είναι και μια ιστορία ελπίδας κι αισιοδοξίας. Τα χελιδόνια είναι πάλι στα σύρματα, το χιόνι λιώνει, η πλουμέρια μπουμπουκιάζει, το ραδιόφωνο λέει ότι μπορούμε να βγούμε έξω ξανά.
Ζωή Καραμήτρου – kathimerini.gr