Βαλκανική κινηματογραφική χειραφέτηση
Το πιο δημοφιλές κινηματογραφικό θέμα των τελευταίων ετών, παγκοσμίως, είναι αναμφίβολα η… γυναίκα. Εργαζόμενη μητέρα, αποτελεσματική επαγγελματίας, σούπερ ηρωίδα κ.ά.: σε οποιαδήποτε μορφή και υπόσταση, η γυναίκα είναι πλέον απόλυτη πρωταγωνίστρια στο σινεμά, έπειτα και από την άνοδο του #MeToo και των σύγχρονων κινημάτων ισότητας, που συνέχισαν το έργο της χειραφέτησης, το οποίο ξεκίνησε πριν από δεκαετίες.
Η χειραφέτηση, βεβαίως, στον δυτικό κόσμο έχει σε μεγάλο βαθμό συντελεστεί, και γι’ αυτόν τον λόγο στο Χόλιγουντ, για παράδειγμα, οι σχετικές ταινίες αφηγούνται κυρίως ιστορίες από το παρελθόν. Δεν συμβαίνει το ίδιο, ωστόσο, και στη γειτονιά μας.
Είναι πραγματικά αξιοσημείωτη –και καθόλου τυχαία– η παραγωγή μεγάλου αριθμού φιλμ με ακριβώς αυτό το θέμα, τα τελευταία χρόνια στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Ιστορίες γυναικών, κατά κανόνα νεαρών, αλλά όχι μόνο, οι οποίες προσπαθούν να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους και να ξεφύγουν από ένα σύστημα ελέγχου, προκειμένου να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Κι αυτό, όχι πριν από δεκαετίες, αλλά στο σήμερα.
Την Πέμπτη 28 Ιουλίου κυκλοφόρησε και στις ελληνικές αίθουσες το «Τελευταίο καλοκαίρι», το βραβευμένο στις Κάννες φιλμ της Αντονέτα Αλαμάτ Κουσιγιάνοβιτς από την Κροατία. Εκεί, στα ανοιχτά των Δαλματικών Ακτών, μια νεαρή κοπέλα προσπαθεί να ξεφύγει από τους περιορισμούς του δεσποτικού πατέρα της, ο οποίος την προορίζει για τη μοίρα της «καλής νοικοκυράς».
Φιλμικές ιστορίες, κατά κανόνα νεαρών γυναικών, οι οποίες προσπαθούν να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους και να ξεφύγουν από ένα σύστημα ελέγχου
Παρόμοια είναι η κατάσταση και στο «Αναζητώντας τη Βενέρα», της Νορίκα Σέφα, το οποίο είδαμε στο τελευταίο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η συμπαραγωγή Κοσόβου – Βόρειας Μακεδονίας μάς στέλνει σε μικρό βαλκανικό χωριό, εκεί όπου η έφηβη Βενέρα γνωρίζει μια δύσκολη σεξουαλική αφύπνιση, καθώς συμβιώνει ουσιαστικά με τρεις γενιές της οικογένειάς της, δίχως καθόλου προσωπικό χώρο. Εξω από το σπίτι την… επιτήρηση αναλαμβάνει κάποιος αδελφός, ανιψιός ή γείτονας, με τη Βενέρα και τη φίλη της την Ντορίνα να ονειρεύονται μόνο ένα πράγμα: πώς δεν θα μοιάσουν στις «αιχμάλωτες» μητέρες τους.
Και στα δύο παραπάνω φιλμ έχουμε καβγάδες, φωνές, ορμόνες που εκρήγνυνται και γενικώς μπόλικη ένταση μπροστά από τον φακό. Οχι τόση ένταση, πάντως, όση στο «Μπλε φεγγάρι» (επίσης έκανε πρεμιέρα στη Θεσσαλονίκη) της Αλίνα Γκριγκόρε από τη Ρουμανία. Εκεί, η σεξουαλική εμπειρία θα δράσει όχι απλώς αποκαλυπτικά, αλλά εκρηκτικά, με την Ιρίνα να έρχεται σε άγρια σύγκρουση με την οικογένεια, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να περάσει στο πανεπιστήμιο για να ξεφύγει από τα δεσμά της επαρχίας.
Στην επαρχία, του Κοσόβου αυτή τη φορά, είναι τοποθετημένη και «Η βασίλισσα της κυψέλης», της Μπλέρτα Μπασόλι, την οποία βλέπουμε στο Cinobo. Εδώ η πρωταγωνίστρια δεν είναι νεαρή, αλλά μια λίγο μεγαλύτερη γυναίκα, η οποία έχοντας χάσει τον σύζυγό της στις τελευταίες βαλκανικές αιματοχυσίες και με δύο παιδιά να μεγαλώσει, ξεκινάει μια μικρή αγροτική επιχείρηση παρέα με μερικές ακόμη χήρες που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα. Η κλειστή, ανδροκρατούμενη κοινωνία του χωριού της τις αντιμετωπίζει με εχθρότητα, σε μια ιστορία όπου η μάχη για την ελευθερία δεν είναι απλώς ιδεολογικής φύσης, αλλά ζήτημα επιβίωσης. Χρησιμοποιώντας το προσωπικό τους βλέμμα και οι τέσσερις κινηματογραφίστριες, όλες τους νέες, εκφράζουν ένα πολύ πραγματικό αίτημα, με σινεμά που –ανεξαρτήτως καλλιτεχνικής αξίας– ξεχειλίζει αυθεντικότητα και αξίζει να προσεχθεί.
Αιμίλιος Χαρμπής – kathimerini.gr