ΕΛΛΑΔΑ

«Αυτός είναι, πιάστε τον και σκοτώστε τον…»

 «Αυτός είναι, πιάστε τον και σκοτώστε τον…»

Μικρό χρονικό της δολοφονίας του Ίωνος Δραγούμη

Ο Ιων ∆ραγούµης, ύστερα από 23 μήνες εξορίας στο Αιάκειο της Κορσικής και εκτοπισμό επτά μηνών στη Γλώσσα της Σκοπέλου, βρίσκεται στην Αθήνα και προετοιμάζεται για τις επικείμενες βουλευτικές εκλογές. Από πολλούς προαλείφεται ως ο μελλοντικός αρχηγός της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως».

Το μεσημέρι της 31ης Ιουλίου 1920, το ανοικτό μαύρο φορντ του Δραγούμη με οδηγό και μοναδικό επιβάτη εκείνον κινείται από την Κηφισιά με προορισμό τα γραφεία της «Πολιτικής Επιθεώρησης». Σπεύδει εκεί προκειμένου να συντάξει άρθρο για την καταδίκη της δολοφονικής απόπειρας κατά του Βενιζέλου που είχε λάβει χώρα την προηγούμενη μέρα. Τέσσερις μέρες νωρίτερα ο ίδιος είχε δημοσιεύσει στην «Καθημερινή» το άρθρο «Ο εξαγνισμός αδύνατος», με το οποίο ασκούσε σφοδρή κριτική στον Βενιζέλο ενόψει της –θνησιμιαίας όπως αποδείχτηκε– Συνθήκης των Σεβρών που ήδη ανεμιζόταν ως τρόπαιο νίκης σε μια απόπειρα να γείρει αποφασιστικά την εκλογική ζυγαριά…

Το μικρό αμάξι ακινητοποιείται στη Βασιλίσσης Σοφίας από το μπλόκο των βενιζελικών μπροστά στην έπαυλη Θων. Μερικοί επιτίθενται στον Δραγούμη. Ενας από αυτούς τον χτυπάει με ράβδο (ή ξιφολόγχη) στο κεφάλι, ενώ άλλοι τον γρονθοκοπούν και τον κατεβάζουν από το αυτοκίνητο. Κάποιος, με μια ξιφολόγχη, που αποσπά από το όπλο ενός χωροφύλακα, λογχίζει επανειλημμένως από πίσω, στο κορμί και στα πόδια, τον Δραγούμη. Δεν είναι άλλος από τον υποπρόξενο Βασίλειο Αντωνιάδη, που λίγο νωρίτερα ωρυόταν «Ο Δραγούμης! Αυτός είναι, πιάστε τον… και σκοτώστε τον. Εγώ είμαι ο Αντωνιάδης ο υποπρόξενος, διατάσσω εγώ ο Αντωνιάδης και καταγγείλατέ με». Τη σκηνή παρακολουθούν αμέτοχοι κατώτεροι αξιωματικοί της Χωροφυλακής. Ο Δραγούμης μπορεί να σκέφτεται την ώρα εκείνη κάτι που είχε σημειώσει παλαιότερα στα τετράδιά του:

«Τίς ὧρες 3 ἕως 5 τό πρωί εἶναι ἡ ζωή λιγώτερη στὸν κόσμο – εἶναι οἱ ὧρες πού πεθαίνουν οἱ περισσότεροι ἄρρωστοι ἄνθρωποι. Μένα μ’ ἀρέσει νά πεθάνω τό μεσημέρι».

Ο περιβόητος διοικητής των Ταγμάτων Ασφαλείας Παύλος Γύπαρης τραβάει από τον όχλο τον αιμόφυρτο Δραγούμη και τον οδηγεί στο γραφείο του. Θα τηλεφωνήσει στον αντιπρόεδρο Εμμανουήλ Ρέπουλη, ενώ θα έχει και σύντομη συζήτηση με τον Εμμανουήλ Μπενάκη που «συμβαίνει» να παρίσταται εκεί κατά τη μοιραία στιγμή. Ενα μικρό άγημα οκτώ «Γυπαραίων» με επικεφαλής έναν λοχία διατάσσεται να οδηγήσει τον Δραγούμη στο Φρουραρχείο. Υστερα από λίγο η εντολή αυτή αποκτά τα πραγματικά της χαρακτηριστικά. Δεν θα αργήσουν να ακουστούν τα: «Αλτ!», «Εδώ στάσου!», «Σκοπεύσατε!», «Πυρ!». Πρώτα κάποιος δισταγμός, ένας πυροβολισμός που βρίσκει στόχο και αμέσως μετά η ομοβροντία, οι χαριστικές βολές και μερικοί λογχισμοί.

Ο νεκρός θα αφεθεί να κείτεται, εκεί μέσα στον δρόμο, για ώρα πολλή ώσπου να οδηγηθεί στο νεκροσκοπείο του Α΄ Κοιμητηρίου Αθηνών. Κάποιοι περαστικοί κοντοστέκονται. Ενας κλωτσάει και φτύνει το πτώμα. Η οικογένεια του Δραγούμη θα πληροφορηθεί, σχεδόν μεσάνυχτα, από κάποιον αγγελιαφόρο λοχαγό πως ο Ιων είναι νεκρός και ότι μπορούσαν να τον κηδεύσουν σε στενό οικογενειακό κύκλο μεταξύ 7 και 8 το πρωί. Οι φίλοι, που θα προστρέξουν να ετοιμάσουν τον νεκρό Δραγούμη, θα τον βρουν, σύμφωνα με το συγκεντρωμένο υλικό της δικογραφίας, «πεταμένο σε μία γωνία σαν σκυλί, χωρίς κανένα σκέπασμα, θεόγυμνο να κολυμπά στο αίμα». Στον φιλοβενιζελικό Τύπο τις επόμενες μέρες θα δημοσιευθούν πλήθος από ανακρίβειες και ψεύδη γύρω από τα πραγματικά περιστατικά. Αλλού ο Δραγούμης φέρεται να τραβάει περίστροφο και να πυροβολεί στον αέρα για εκφοβισμό, αλλού να αρπάζει το όπλο ενός από τους στρατιώτες και να τον πυροβολεί, αλλού ότι προσπαθεί να αποδράσει τρέχοντας κ.λπ…

«Αυτός είναι, πιάστε τον και σκοτώστε τον…»
Στο σημείο της δολοφονίας στήθηκε το 1921 αναθηματική στήλη φιλοτεχνημένη από τον αρχιτέκτονα φίλο του Δραγούμη, Αριστοτέλη Ζάχο. Το 1923 το μνημείο καταστράφηκε από φανατικούς βενιζελικούς

Η Πηνελόπη Δέλτα απλώς μνημονεύει με τρεις λέξεις στις ενθυμήσεις της το γεγονός: «Σκότωσαν τον Δραγούμη». Ομως –ως συνεπής «αγιογράφος» του Βενιζέλου– μας πληροφορεί ότι αυτός με την επιστροφή του στην Αθήνα επεδίωξε να συλληφθούν οι φονείς του Δραγούμη, δηλαδή oι… οκτώ στρατιώτες του αποσπάσματος που είχαν ήδη φυγαδευθεί στην Κρήτη. Αυτοί θα είναι οι μόνοι που θα δικασθούν και θα φυλακισθούν μέχρι το 1924, οπότε θα τους δοθεί αμνηστία. Ο Εμμανουήλ Μπενάκης, ο Παύλος Γύπαρης και άλλοι θα παραπεμφθούν σε δίκη ως ηθικοί αυτουργοί. Μαζί και ο Αντωνιάδης που θα συλληφθεί στη… γαλλική πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης, όπου είχε καταφύγει. Ολοι τους θα αθωωθούν με βούλευμα.

Ο Γύπαρης ζήτησε από αυτόπτη μάρτυρα της δολοφονίας να μην καταθέσει στο δικαστήριο όσα είχε δει λέγοντάς του πως ο Δραγούμης είχε προβάλει αντίσταση και είχε βρίσει τον Βενιζέλο. «Σκοτώθηκε ένα τέρας. Δεν χρειάζεται τώρα να πάρεις στον λαιμό σου αθώους ανθρώπους», του είπε. Ο ίδιος όμως, το 1922, ζητεί εναγωνίως, με επιστολή του, από τον Βενιζέλο να μεσολαβήσει-παρέμβει σχετικά με την επικείμενη δίκη: «Ελπίζω αν αλλάξει ο χαρακτηρισμός του βουλεύματος και προσδιορισθεί η δίκη εις Χαλκίδα πως θα σωθώμεν»…

Η «Νεκρική Ωδή»

Στο σημείο της δολοφονίας στήθηκε το 1921 αναθηματική στήλη φιλοτεχνημένη από τον αρχιτέκτονα φίλο του Δραγούμη, Αριστοτέλη Ζάχο. Το 1923 το μνημείο καταστράφηκε από φανατικούς βενιζελικούς. Ο Διχασμός είχε δρόμο ακόμα πολύ να διανύσει στην Ελλάδα. Κατά την αναστήλωση του μνημείου την ίδια χρονιά διαπιστώθηκε ότι ολόκληρη η επιγραφή είχε βανδαλιστεί αγρίως με σμίλη. Χρειάστηκε να περιμένει την «αποκατάστασή» της 50 χρόνια (1972). Πάνω της τώρα είναι γραμμένοι οι τέσσερις τελευταίοι στίχοι της «Νεκρικής Ωδής», ποιήματος που ο Κωστής Παλαμάς ολοκλήρωσε στις 8 Αυγούστου 1920 και αφιέρωσε στη μνήμη του Ιωνος Δραγούμη: «Λευκή, ας βαλθεί όπου έπεσες, κολόνα, / (Πώς έπεσες, γραφή να μην το λέει…) / λευκή, με της Πατρίδας την εικόνα. / Μόνο εκείνη ταιριάζει να σε κλαίει, / βουβή, μαρμαρωμένη να σε κλαίει».

ΝΩΝΤΑΣ ΤΣΙΓΚΑΣ-kathimerini.gr