Ασβεστοχώρι: Δεν πρόλαβα να αποχαιρετήσω τη μητέρα μου
Η τελευταία φορά που είδε τη μητέρα της ήταν πίσω από μία τζαμαρία. Ετρεμε, φορούσε νυχτικιά με μακριά μανίκια, στα χέρια της κρατούσε χαρτομάντιλα – ήταν τέλη Ιουλίου.
Στις 12 Αυγούστου τα ξημερώματα, δέκα μέρες μετά την πρώτη φορά που ανέβασε πυρετό, βρέθηκε θετική στον κορωνοϊό και μπήκε στο νοσοκομείο. Μέσα σε δύο εβδομάδες είχε πεθάνει, ένα από τα 26 θύματα που θρήνησε το γηροκομείο «Αγία Κυριακή» στο Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης.
«Δεν μας προετοίμασε κανείς, μας έλεγαν είναι καλά, και μετά από 10 μέρες μας είπαν ελάτε να την πάρετε με τέσσερις», λέει στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ η 57χρονη Π., η οποία δεν ήθελε να ονομαστεί για νομικούς λόγους. Η μητέρα της, η οποία έπασχε από ελαφριά μορφή άνοιας, στο παρελθόν είχε περάσει μια γαστρορραγία και είχε κάνει εγχείρηση στο ισχίο, μετακόμισε στο γηροκομείο τον Ιούνιο και το σκεπτικό της οικογένειάς της ήταν να βρίσκεται σε ένα μέρος ασφαλές.
Αλλά τα μέτρα κατά της εξάπλωσης του κορωνοϊού δεν τηρήθηκαν όπως έπρεπε, υποστηρίζει η Π. Οταν πήγε να επισκεφθεί τη μητέρα της στα τέλη Ιουνίου και ξανά στις αρχές Ιουλίου, το γηροκομείο ήταν κλειστό σε επισκέψεις λόγω πανδημίας. Της ζητήθηκε να φοράει μάσκα και να περιμένει κάτω από τις μαρμάρινες σκάλες του διώροφου κτιρίου, ενώ άτομα του προσωπικού έβγαλαν τη μητέρα της στο μπαλκόνι. «Τα άτομα που έβλεπα να κινούνται μέσα δεν έπαιρναν κανένα μέτρο ασφαλείας», λέει η Π. Ούτε ο εργαζόμενος που βοήθησε τη μητέρα της στο μπαλκόνι φορούσε μάσκα ή γάντια, ούτε άνθρωποι που έκαναν εργασίες στο κτίριο και έμπαιναν μέσα είχαν κάποιο εξοπλισμό προστασίας, συμπληρώνει.
Οταν η μητέρα της, η οποία ήταν 90 χρόνων, αρρώστησε, η διάγνωση που έγινε αρχικά στο γηροκομείο ήταν πως είχε ουρολοίμωξη, για την οποία της έδωσαν αντιβίωση. Και μία από τις σκέψεις που τριβελίζουν την Π. είναι πως αν η μητέρα της είχε πάει στο νοσοκομείο δύο εβδομάδες πριν από τότε που τελικά πήγε, μπορεί να είχε άλλη κατάληξη. Από το γηροκομείο θα ήθελε έστω μία συγγνώμη που, όπως λέει, δεν έχει λάβει ακόμα. «“Εγινε ένα λάθος, συγγνώμη, τους κολλήσαμε, καθυστερήσαμε”, κάτι για να γλυκάνουν τον πόνο μας», λέει στην «Κ».
Το περιστατικό στο γηροκομείο «Αγία Κυριακή», όπου ο ιός εξαπλώθηκε αρκετά γρήγορα σε 42 ανθρώπους και προκάλεσε τον θάνατο 26 εξ αυτών, σύμφωνα με πληροφορίες από το υπουργείο Υγείας, τράβηξε το εθνικό ενδιαφέρον όσο και αυτό των Αρχών. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρθηκε στο συμβάν στη Βουλή στις 7 Σεπτεμβρίου. «Τίποτα προσωπικά δεν με πόνεσε και δεν με στενοχώρησε περισσότερο από το περιστατικό στο Ασβεστοχώρι, όπου δυστυχώς από ένα πρόσωπο έχουν χάσει τη ζωή τους σήμερα παραπάνω από 20 ηλικιωμένοι», είπε ο πρωθυπουργός τότε.
Ο καθηγητής Λοιμωξιολογίας Σωτήρης Τσιόδρας μετέβη τον Αύγουστο στο γηροκομείο και δήλωσε πως ο οίκος ευγηρίας «τηρούσε όλα τα μέτρα – δεν επιτρεπόταν ούτε επισκεπτήριο», σύμφωνα με το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, αλλά πως τα πρώτα δείγματα έδειξαν ότι ο ιός εισήχθη στο γηροκομείο από μέλος του προσωπικού, το οποίο ήταν σε επαφή με θετικό στον ιό άτομο του περιβάλλοντός του, που είχε πάει σε μία συναυλία στη Χαλκιδική.
«Δεν πρόλαβαν να τους αποχαιρετήσουν»
Τόσο ο διοικητικός έλεγχος της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας όσο και η προκαταρκτική εξέταση της Εισαγγελίας Πρωτοδικών στη Θεσσαλονίκη είναι ακόμη σε εξέλιξη, ούτως ώστε να αποφασιστεί εάν τηρήθηκαν όλα τα μέτρα και με ποιον τρόπο μεταδόθηκε ο ιός. «Είναι το πρώτο γηροκομείο στη Θεσσαλονίκη όπου υπήρξε τέτοιο θέμα, τέτοια εξάπλωση σε έναν κλειστό χώρο που υποτίθεται είναι προστατευμένος», λέει στην «Κ» ο Στέφανος Ζαρκατζιάς, προϊστάμενος Πρωτοδικών στη Θεσσαλονίκη.
«Είναι μια πρωτοφανής και απίστευτη περίπτωση ανευθυνότητας», τονίζει ο Γιάννης Κοτζαμανίδης, δικηγόρος κάποιων συγγενών θυμάτων, στην «Κ», λέγοντας πως χάθηκαν τόσα άτομα μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, που ήταν σαν «να πέρασε κάποιος και να τους έριχνε με πολυβόλο».
Ιατρικές πηγές που ήρθαν σε επαφή με αρρώστους από το γηροκομείο ανέφεραν στην «Κ» πως, στην περίπτωση του γηροκομείου, μιας δομής που φιλοξενούσε πολύ ευπαθή ομάδα ανθρώπων, «έγινε μεγάλη διασπορά σε ένα κέντρο που έπαιρνε μέτρα με πλήρη απαγόρευση επισκεπτηρίου». Η ίδια πηγή, που για νομικούς λόγους δεν ήθελε να ονομαστεί, λέει πως, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, το ποσοστό μόλυνσης σε κλειστές δομές είναι 60% με 70%, ενώ 50% των ανθρώπων που θα προσβληθούν θα καταλήξουν. «Ευτυχώς το γηροκομείο δεν έφτασε αυτά τα ποσοστά», τονίζει.
Ο Ιωάννης Δαγκλής, νευρολόγος και ιδιοκτήτης του γηροκομείου «Αγία Κυριακή» στο Ασβεστοχώρι, υποστηρίζει στην «Κ» πως το γηροκομείο πήρε «όλα τα μέτρα στο ακέραιο», ενώ διεξήγαγαν και μοριακούς ελέγχους πριν να γίνει καν κάτι τέτοιο απαραίτητο από τον νόμο. Παρόλο που ακόμη διερευνάται το πώς εισχώρησε ο ιός στο γηροκομείο, το πιο πιθανό σενάριο είναι πως ο φορέας ήταν κάποιο ασυμπτωματικό μέλος του προσωπικού, λέει ο κ. Δαγκλής. «Είναι μια πάρα πολύ δύσκολη κατάσταση, ένα τεράστιο φορτίο», επισημαίνει, λέγοντας πως είναι μια πανδημία, ένα παγκόσμιο φαινόμενο που συμβαίνει παντού. «Καταβάλαμε τεράστιες προσπάθειες πραγματικά».
Ο δικηγόρος κ. Κοτζαμανίδης υποστηρίζει πως το συμβάν δεν είναι λιγότερης σημασίας λόγω της προχωρημένης ηλικίας των θανόντων. «Δεν είναι ανθρώπινα σκουπίδια», λέει. «Κάποιοι έχασαν ανθρώπους που δεν πρόλαβαν να αποχαιρετήσουν», τονίζει στην «Κ».
Η 44χρονη Ζ. ήταν μία από αυτούς. Είχε να δει τη μητέρα της από τα γενέθλιά της στις 8 Ιανουαρίου – αρχές Φεβρουαρίου το γηροκομείο έκλεισε για τον ιό της γρίπης, αναφέρει η ίδια, και λίγο αργότερα χτύπησε ο κορωνοϊός. Παρόλο που η μητέρα της, η οποία ήταν 75 χρόνων και είχε Αλτσχάιμερ, ήταν ένα από τα 26 άτομα που κόλλησαν τον ιό στο γηροκομείο και απεβίωσαν, η ίδια δεν κατηγορεί ούτε το γηροκομείο ούτε τα μέλη του προσωπικού που μπορεί να έφεραν τον ιό στον χώρο. «Δεν είμαι απέναντι από το γηροκομείο, είμαι μαζί τους», λέει στην «Κ» η Ζ., η οποία δεν ήθελε να ονομαστεί προς αποφυγήν δημοσιότητας σε μια τόσο δύσκολη στιγμή, τονίζοντας πως ο οίκος ευγηρίας τηρούσε τα μέτρα και πως θα ήταν αδύνατο να κάνουν καθημερινά τεστ στο προσωπικό.
«Μόνο ένα παράπονο»
Οταν ξεκίνησε η πανδημία και της πρότειναν από το γηροκομείο να είναι στις μαρμάρινες σκάλες της εισόδου της Αγίας Κυριακής, φορώντας μάσκα, και να βγει η μητέρα της στο μπαλκόνι, εκείνη αρνήθηκε. «Δεν το θέλησα διότι εγώ ήθελα να αγκαλιάσω τη μαμά μου, όχι να τη βλέπω από μακριά», λέει η Ζ. και η φωνή της σπάει στο τηλέφωνο. «Δεν ήξερα πόσο θα το καταλάβαινε και η μαμά», συμπληρώνει. Αργότερα, όταν βγήκε θετική στον κορωνοϊό και, παρόλο που στην αρχή ήταν ασυμπτωματική, μπήκε στο νοσοκομείο, ζήτησε να φορέσει μάσκα και στολή για να τη δει. Τη 13η ημέρα στο «Παπανικολάου», η μητέρα της έκανε λοίμωξη αναπνευστικού και στις 5.30 το πρωί της 6ης Σεπτεμβρίου η Ζ. δέχθηκε το μοιραίο τηλεφώνημα από το νοσοκομείο. «Δεν με ενδιαφέρει σε καμία περίπτωση να κατηγορήσω κανέναν», σημειώνει η ίδια. «Εχω μόνο ένα παράπονο, πως δεν αποχαιρέτησα τη μαμά μου».
ΗΛΙΑΝΑ ΜΑΓΡΑ – kathimerini.gr