Αριστούχοι στο σχολείο, κάτω από τη βάση στις Πανελλαδικές
Ο ένας στους τρεις μαθητές στα γυμνάσια και λύκεια αρίστευσε κατά την προηγούμενη σχολική χρονιά, 2019-2020.
Μάλιστα, αυξήθηκε ο αριθμός των αριστούχων. Ωστόσο, αμφισβητείται εάν αυτή η θετική είδηση οφείλεται στη βελτίωση του επιπέδου των μαθητών. Και αυτό διότι σταθερά σχεδόν ο ένας στους τρεις αποφοίτους λυκείου στις Πανελλαδικές Εξετάσεις έχει μέσο όρο κάτω από τη βάση. Η αύξηση των αριστούχων συνδέεται με το γεγονός ότι λόγω πανδημίας δεν έγιναν γραπτές εξετάσεις στο τέλος της προηγούμενης σχολικής χρονιάς. Ευρύτερα, η αύξηση των αριστούχων και η αναντιστοιχία των σχολικών επιδόσεων με εκείνες στις Πανελλαδικές Εξετάσεις στέλνει μηνύματα για τον τρόπο αξιολόγησης των μαθητών και στο υπουργείο Παιδείας, και στους εκπαιδευτικούς, αλλά και στους μαθητές και στους γονείς τους.
Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας, κατά το περασμένο σχολικό έτος οι αριστούχοι στα γυμνάσια και λύκεια αυξήθηκαν στις 227.100 (σε σύνολο περίπου 680.000 μαθητών), από 181.790 τη χρονιά 2018-2019. Επίσης, τα βραβεία προόδου αυξήθηκαν από 51.250 το σχολικό έτος 2018-2019 σε 53.180 το 2019-2020. Αριστεία απονέμονται σε όσους μαθητές έχουν αριστεύσει, ενώ βραβεία προόδου στους μαθητές κάθε τμήματος που επιτυγχάνουν τον μεγαλύτερο βαθμό ετήσιας προόδου.
Η αύξηση των αριστούχων είναι αναντίστοιχη με τις επιδόσεις των υποψηφίων στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, στις οποίες σταθερά τα τελευταία χρόνια ο ένας στους τρεις έχει μέσο όρο κάτω από τη βάση.
Οι λόγοι της αναντιστοιχίας είναι αρκετοί. Αρχικά, η εκτίναξη κατά την προηγούμενη σχολική χρονιά οφείλεται και στο γεγονός ότι τον Ιούνιο δεν πραγματοποιήθηκαν γραπτές προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις, με αποτέλεσμα ο μέσος όρος των μαθητών σε κάθε μάθημα να εξαχθεί μόνο με βάση τις προφορικές βαθμολογίες, που είναι στην πλειονότητα των περιπτώσεων υψηλότερες των γραπτών. Αυτό διότι τα παιδιά στην τάξη λειτουργούν με λιγότερο άγχος σε σχέση με τις γραπτές εξετάσεις. Αυτό υποδηλώνει, πάντως, και έλλειμμα αξιοπιστίας του τρόπου αξιολόγησης και βαθμολόγησης των μαθητών από τους καθηγητές τους. Παρατηρούνται, λοιπόν, πολλές άριστες επιδόσεις, κάποιες εκ των οποίων είναι αποτέλεσμα της επιείκειας του καθηγητή ή ακόμη και πίεσης των γονιών για… 20άρια.
Ολα αυτά έχουν αποτύπωμα στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, όπου πολύ συχνά, λόγω άγχους αλλά και υπερεκτιμημένων σχολικών βαθμών, οι υποψήφιοι γράφουν πολύ χαμηλότερα από τις σχολικές επιδόσεις τους. Από την άλλη, πάντως, η βελτίωση των επιδόσεων έχει ξεκινήσει από το 2015-2016, όταν τα μαθήματα που εξετάζονταν γραπτώς στις προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις σε γυμνάσιο και λύκειο μειώθηκαν, από 12, 13 ή 14 (κατά περίπτωση τάξης), σε τέσσερα. Από φέτος τα εξεταζόμενα μαθήματα έχουν αυξηθεί, ενώ πτώση των επιδόσεων αναμένεται να προκαλέσει και η θεσμοθέτηση της Τράπεζας Θεμάτων, από την οποία θα επιλέγονται τα μισά θέματα και τα υπόλοιπα από τον καθηγητή της τάξης. Η ΟΛΜΕ αντιτίθεται στην Τράπεζα Θεμάτων, όπως ανέφερε για μία ακόμη φορά στη συνάντηση που είχε με την ηγεσία του υπουργείου το απόγευμα της Πέμπτης.
Απόστολος Λακασάς – kathimerini.gr