ΖΩΗ

Από την «Ιθάκη» του ΚΕΘΕΑ στη Χάρυβδη

ΣΤΑΥΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

Τον Νοέμβριο του 1983 ο Μπιλ Γκέιτς παρουσιάζει τα Windows, στην Ελλάδα όμως κάποιοι ταλαιπωρημένοι άνθρωποι προσβλέπουν σε μια άλλη Ιθάκη.

Η ηρωίνη έχει ήδη στη χώρα εκατοντάδες εξαρτημένους. Κι αν κάποιος ήθελε να πάψει να τρυπιέται, δεν είχε άλλη λύση από τις ψυχιατρικές κλινικές και τα ψυχοφάρμακα. Εκεί κάπου ξεκινάει η θεραπευτική κοινότητα «Ιθάκη» στη Σίνδο Θεσσαλονίκης. Ιδρυτής, ο ψυχίατρος Φοίβος Ζαφειρίδης, διδάκτορας Ιατρικής στη Ζυρίχη, με εμπειρία σε κέντρο αποτοξίνωσης στη Γερμανία.

Και ναι, δύο χρόνια μετά, η «Ιθάκη» αποδίδει στην κοινωνία τους πρώτους απεξαρτημένους χρήστες ηρωίνης. Η «παραμύθα» όμως καλπάζει. Στις πιο υποβαθμισμένες συνοικίες και σε μέρη που υπήρχε, παραδοσιακά, χρήση χασίς, οι έμποροι πλασάρουν εύκολα την άσπρη σκόνη. Οι εξαρτημένοι δεκαπλασιάζονται και το 1987 ο ιδρυτής της «Ιθάκης» προτείνει στον Γιώργο Γεννηματά την ίδρυση του ΚΕΘΕΑ, με στόχο κάθε περιοχή που έχει πρόβλημα να έχει τη δική της κοινότητα. Αντίδραση προφητική, γιατί στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η χώρα ζει την έκρηξη της κοκαΐνης. Οχι μόνο στα σαλόνια, αλλά και στα αλώνια. Και οι εξαρτημένοι πια είναι δεκάδες χιλιάδες.

Και έρχεται η ώρα του ΟΚΑΝΑ με τον Μανίκα και τη Μαλλιώρη.

Αυτή τη φορά η φιλοσοφία είναι άλλη. Γιατί καλά είναι τα στεγνά προγράμματα, αλλά δεν είναι για όλους. Και κυρίως δεν είναι γι’ αυτούς που δεν έχουν κανένα φως στη ζωή τους. Δίπλα λοιπόν στο ΚΕΘΕΑ, που είχε ήδη έξι στεγνά προγράμματα («Ιθάκη», «Στροφή», «Εξοδος», «Παρέμβαση», «Διάβαση», «Νόστος»), ο ΟΚΑΝΑ προσπαθεί να απομακρύνει τον κόσμο από τις πιάτσες χορηγώντας υποκατάστατα. Με άμεσους στόχους τη μείωση της βλάβης (να μην πεθαίνουν οι άνθρωποι στους δρόμους) και τη μείωση της παραβατικότητας. Αυτός άλλωστε γίνεται σιγά σιγά και ο κύριος «αντιναρκωτικός» δρόμος της υπόλοιπης Ευρώπης. Τα στεγνά προγράμματα περιορίζονται και τα κράτη εξασφαλίζουν στους εξαρτημένους – αρρώστους εύκολη πρόσβαση σε υποκατάστατα.

Αυτό λοιπόν που σε όλες τις άλλες χώρες θεωρήθηκε πρόοδος, στην Ελλάδα ήταν αφορμή για άλλον έναν εμφύλιο. Οι περισσότεροι στο ΚΕΘΕΑ –και σίγουρα οι διευθυντάδες του– αντιμετώπισαν τον ΟΚΑΝΑ ως εχθρό. Κάποιοι έφτασαν στο σημείο να λένε ότι υποκατάστατα ίσον ναρκωτικά! Εναντιώθηκαν ακόμη και στις προσπάθειες μείωσης της βλάβης. Δεν ήθελαν, δηλαδή, ο ΟΚΑΝΑ και οι εθελοντές των ΜΚΟ να μοιράζουν καθαρές σύριγγες στις πιάτσες της ηρωίνης, που είχαν μεταβληθεί και σε πιάτσες του AIDS και της ηπατίτιδας. Με το ζόρι δέχτηκαν μόνο προγράμματα ανταλλαγής. Να δίνει ο χρήστης μια χρησιμοποιημένη σύριγγα και να του δίνουν μια καθαρή. Προγράμματα βέβαια χωρίς πολλή αξία, γιατί οι χρήστες δεν κυκλοφορούν με τις χρησιμοποιημένες σύριγγες στην κωλότσεπη.

Γιατί όμως ένας πρωτοποριακός οργανισμός, όπως το ΚΕΘΕΑ, φόρεσε παρωπίδες, αρνούμενος να δει την πραγματικότητα, αλλά κυρίως την εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης; Γιατί κάποια στελέχη του, ακόμη και σήμερα, μιλούν σαν εκπρόσωποι θρησκευτικής σέκτας και κάποιοι άλλοι σαν κομματάρχες; Τι έχει να πει γι’ αυτό ο Φοίβος Ζαφειρίδης;

«Αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, το ΚΕΘΕΑ θα εκφυλιστεί σε μια ΔΕΚΟ σαν αυτές που γνωρίζουμε πολύ καλά στην Ελλάδα», προφητεύει ο ιδρυτής του ΚΕΘΕΑ το ’93. Και προτείνει δύο πράγματα. Να πάψει το ΚΕΘΕΑ να είναι ένας γραφειοκρατικός δημοσιοϋπαλληλικός μηχανισμός και να σπάσει σε πολλά ΚΕΘΕΑ, όσες και οι περιφέρειες της χώρας. Και το προσωπικό του να ανανεώνεται κάθε οκτώ έως δέκα έτη. Προσκόμισε και διεθνή βιβλιογραφία που βεβαίωνε ότι σε τέτοιου είδους δράσεις, που ο εργαζόμενος προσφέρει την ψυχή του, μετά 3 έως 6 χρόνια έρχεται το «κάψιμο» (burn out).

Ποιος όμως στην Ελλάδα ακούει τους επαΐοντες; Η πολιτεία, που χρηματοδοτεί με δεκάδες εκατομμύρια το ΚΕΘΕΑ, ουδέν πράττει. Και αφήνει τον οργανισμό στα χέρια πολιτικών ιστρουκτόρων, στη λογική «πού να μπλέκεις τώρα». Ενδεικτικό του καπελώματος είναι ότι στην ηγεσία του ΚΕΘΕΑ εναλλάσσονται για δεκαετίες πρόσωπα με ισχυρές κομματικές ταυτότητες.

«Από το 1995 το ΚΕΘΕΑ βρίσκεται σε μια ανέλεγκτη εκφυλιστική πορεία», αναγκάζεται να παραδεχθεί ο ιδρυτής του, σε επιστολή του στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής τον Νοέμβριο του ’19 (36 χρόνια ακριβώς μετά την ίδρυση της «Ιθάκης»). Και καταγγέλλει ως οδυνηρό σύμπτωμα ότι το ΚΕΘΕΑ «εν μέσω οικονομικής κρίσης χρηματοδοτεί τη συμμετοχή πολλών στελεχών του σε συνέδρια σε εξωτικές χώρες, όπως η Ταϊλάνδη».

Είχε προηγηθεί, το 2018, η είδηση ότι έμποροι ναρκωτικών αποφυλακίζονται με πιστοποιητικά «καθαρότητας» από το ΚΕΘΕΑ των φυλακών Διαβατών. Επίορκοι όμως παντού και πάντα θα υπάρχουν, ο συναγερμός θα έπρεπε να σημάνει για τον εκφυλισμό των κοινοτήτων. Σήμερα οι κοινότητες δεν γεμίζουν με αυτούς για τους οποίους ιδρύθηκαν. Η ιστορική «Ιθάκη», μια δομή για 90 άτομα, έχει σήμερα μόνο 20 θεραπευόμενους, αλλά ταυτοχρόνως έχει 55 άτομα προσωπικό! Τα ίδια και χειρότερα και στις υπόλοιπες κοινότητες.

Είναι άχρηστο, λοιπόν, σήμερα το ΚΕΘΕΑ; Βεβαίως όχι. Ολα όμως πρέπει να αλλάξουν. Το νέο Δ.Σ. είπε ότι θα προχωρήσει στην αξιολόγηση του προσωπικού και στην επιλογή προϊσταμένων με βάση τα προσόντα τους και όχι ισόβιους. Δεσμευόμενο παράλληλα ότι κανένα θεραπευτικό πρόγραμμα και καμία κοινότητα δεν θα καταργηθεί. Αυτά όμως δεν αρκούν. Η πολιτεία, αντί να βγάζει την ουρά της απ’ έξω, θα πρέπει να συντονίσει ΚΕΘΕΑ, ΟΚΑΝΑ, «18 Ανω», Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, ΜΚΟ, ιδιώτες, έτσι ώστε να υπάρξει ένα κοινό σχέδιο αντιμετώπισης των σκληρών ναρκωτικών. Ακούγοντας τους χρήστες και τις οικογένειές τους, την εμπειρία δηλαδή, αλλά με οδηγό την ιατρική επιστήμη και όχι τα κομματικά ή τα συνδικαλιστικά εγχειρίδια.

Εμείς οι υπόλοιποι ας αφήσουμε τους φεϊσμπουκισμούς του τύπου «κάτω τα χέρια από το ΚΕΘΕΑ», στη λογική «χθες φιλόζωοι», «σήμερα ψυχίατροι», «αύριο τουρκοφάγοι» (το βλέπω να έρχεται κι αυτό τις τελευταίες ώρες). Ηρωίνη, κοκαΐνη, κρακ, τάι, σίσα, θερίζουν! Και τα θύματά τους θέλουν επιστημονική φροντίδα, δεν θέλουν κομματικές επιδείξεις. Κι αν καιγόμαστε για μια καμπάνια ανθρωπισμού, ας απαιτήσουμε τη λειτουργία –επιτέλους– χώρων εποπτευόμενης χρήσης. Ξεκίνησε ένας το 2013 και έκλεισε σε 9 μήνες. Παρότι είχε αντιμετωπίσει επιτυχώς εκατό (αριθμός: 100!) περιστατικά υπερδοσολογίας – οβερντόουζ δηλαδή.

Ακούστε στη συνέχεια το Podcast