Από τα φαντάσματα που στοίχειωναν τον Σκρουτζ στα… Πόλτεργκαϊστ
Η «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» του Καρόλου Ντίκενς αγαπήθηκε πολύ, μεταφέρθηκε πολλές φορές στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση, στο θέατρο αλλά και στην όπερα, στην ουσία της όμως είναι μια κλασική, βικτωριανή ιστορία φαντασμάτων (αλλά με καλό τέλος, πράγμα σπάνιο για το είδος).
Θυμάμαι ακόμα όταν πρωτοείδα μικρός μία από τις άπειρες τηλεοπτικές εκδοχές της πόσο είχα τρομάξει αλλά και πόσο μου τόνωσε τη μυστηριακή αίσθηση των Χριστουγέννων: είναι μια γιορτή μέσα στην καρδιά του χειμώνα, της νύχτας με άλλα λόγια, όπου οι σκιές, κάπου πίσω από και ανάμεσα στα φωτάκια, παίρνουν διάφορες, αλλόκοτες μορφές, αυτονομούνται, έρπουν κάπου πίσω μας, ψιθυρίζουν ακατάληπτα. Είναι σαν να παίρνουν ζωή από μόνες τους. Στο ευτυχές τέλος του βιβλίου είναι χαρακτηριστική η μεταστροφή του Σκρουτζ χάρη στις φασματικές επισκέψεις που δέχεται, αρχής γενομένης από το φάντασμα του πεθαμένου συνεταίρου του, αλλά με πιο τρομακτικό απ’ όλα το φάντασμα του μέλλοντος, το οποίο του δείχνει κάτι συντριπτικό: ότι σχεδόν κανένας δεν θα θέλει να τον θυμάται μετά τον θάνατό του.
Η «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» του Ντίκενς προκύπτει σε μια εποχή (και έναν τόπο, τη Βρετανία) κατά την οποία οι ιστορίες φαντασμάτων (ως μυθοπλασία ή ως υποτιθέμενες αληθινές διηγήσεις) αφθονούν. Ειδικά προς τα τέλη του 19ου αιώνα, με τις νέες ανακαλύψεις στον ηλεκτρομαγνητισμό από τον Μάξγουελ και την αλματώδη πρόοδο στα μαθηματικά, διαδόθηκαν (και διαστρεβλώθηκαν) οι διάφορες νέες θεωρίες περί επιπλέον κρυφών διαστάσεων στον χώρο. Εμμέσως, η νέα, επαναστατική γεωμετρία πάνω στον καμπύλο χώρο του ντροπαλού αλλά ιδιοφυούς Γερμανού Ρίμαν συνετέλεσε σε μια έκρηξη του τσαρλατανισμού: τι μπορεί να υπάρχει στις επιπλέον διαστάσεις; Μα τα πνεύματα· οι ψυχές των νεκρών! Ξαφνικά, βρέθηκε μια «επιστημονική» εξήγηση για τη νομιμοποίηση του υπερφυσικού. Ετσι, οι «σεάνς» με μέντιουμ που εκκρίνουν εκτοπλάσματα έδιναν κι έπαιρναν στη βικτωριανή Αγγλία (πρώτος και καλύτερος σε αυτές ο Αρθουρ Κόναν Ντόιλ).
Στη μελέτη της «Ιστορίες των ανήσυχων νεκρών. Οι ιστορίες φαντασμάτων στην πολιτισμική ιστορία» (Tales of the Troubled Dead. Ghost Stories in Cultural History, εκδ. Edinburgh University Press), η Κάθριν Μπέλσεϊ αναφέρει ότι, στην Αγγλία τουλάχιστον, οι ιστορίες φαντασμάτων άρχισαν να έχουν πέραση τον 18ο αιώνα. Γιατί; Εδώ υπάρχει μια ειρωνεία: η Αγγλικανική Εκκλησία βοήθησε στη διάδοσή τους από φόβο απέναντι στα αντιθρησκευτικά κηρύγματα του Διαφωτισμού: εάν έναν αιώνα πριν οι προτεστάντες θεωρούσαν τις εμφανίσεις οπτασιών έργο του Διαβόλου, τώρα η πίστη σε αυτές θα βοηθούσε στην ενίσχυση της πίστης στον Θεό που απειλούσαν οι άθεοι Διαφωτιστές.
Πάντως, από εποχή σε εποχή η πρόσληψη των φαντασμάτων μεταβάλλεται. Για παράδειγμα, σήμερα δεν είναι τόσο «της μόδας» οι απαθείς, σιωπηρές οπτασίες που τρομάζουν μόνο με την παρουσία τους αλλά τα φρικιαστικά «θορυβοποιά πνεύματα», ή αλλιώς Πόλτεργκαϊστ.
Μάλιστα, στις αρχές του εικοστού ο εκκεντρικός «κυνηγός φαντασμάτων» Χανς Χόλτζερ προσέδωσε μια ψυχαναλυτική προσέγγιση: είδε τα φαντάσματα ως μια «συναισθηματική ανάμνηση που έχει επιζήσει του θανάτου. Τα φαντάσματα, από τη φύση τους δεν διαφέρουν από τους ψυχωτικούς. Αδυνατούν να κατανοήσουν πλήρως την κατάστασή τους».
Οπως και να ’χει, η σύνδεση των Χριστουγέννων με το υπερφυσικό μπορεί να πυροδοτήθηκε από τον Ντίκενς (ο οποίος έχει γράψει και άλλη ιστορία φαντασμάτων με τίτλο «Πίστεψέ το αν θες»), όμως είναι πιο παλαιά και έχει κάτι, ας πούμε, αρχετυπικό. Φαίνεται πως πίσω από μια γιορτή της αγάπης, της οικογένειας, πίσω από τον θόρυβο της γιορτής και την αφθονία των δώρων, ελλοχεύει πάντοτε η αίσθηση ότι κάτι –ή μάλλον κάποιος– λείπει. Τέτοιες μέρες, και νύχτες, αυτός ο άφατος κάποιος ίσως να γίνεται κατάτι πιο ορατός…
ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ-kathimerini.gr