Απολογισμός ΣΥΡΙΖΑ: Οι πέντε «αυταπάτες», το δημοψήφισμα και οι ΑΝΕΛ
Με έντονο το στοιχείο αναζήτησης άλλοθι, τόσο στο εσωτερικό πολιτικό περιβάλλον όσο και στο εξωτερικό, είναι η τελική εισήγηση απολογισμού του ΣΥΡΙΖΑ.
Η τελική εισήγηση του απολογισμού που αναμένεται να τεθεί σήμερα στην κρίση της Κεντρικής Επιτροπής, διέπεται από την ίδια φιλοσοφία και όσον αφορά την συνεργασία με τους ΑΝΕΛ, την οποία εμφανίζει ως μοναδική λύση την δεδομένη χρονική στιγμή καθώς δεν υπήρχε άλλη πολιτική δύναμη.
Αυτοκριτική υπάρχει όσον αφορά το πρώτο εξάμηνο του 2015, που περιγράφονται οι περίφημες «αυταπάτες» με χαρακτηριστική την αναφορά σε βοήθεια από την Ρωσία ή την Κίνα.
Εκτενής αναφορά υπάρχει και στο δημοψήφισμα, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ αρνείται πως έθετε ουσιαστικά το ερώτημα εξόδου της χώρας από το ευρώ, υποστηρίζοντας πως λειτούργησε ως διαπραγματευτικό όπλο.
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
Η αντιμετώπιση του διεθνούς παράγοντα μετά τη νίκη του 2015:
«Aπό την άλλη οι συντηρητικές δυνάμεις, καθώς και πολλές δυνάμεις της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας, θορυβήθηκαν. Ο «ιός» μπορούσε να επεκταθεί ανεξέλεγκτα και να θέσει σε κίνδυνο την κυριαρχία τους. Κατά συνέπεια, η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ όφειλε να αντιμετωπιστεί με μεγάλη επιφυλακτικότητα, αν όχι με απροσχημάτιστη εχθρότητα».
Η εχθρότητα του ξένου παράγοντα μετά την «στροφή» του 2015:
«Από τη δική τους πλευρά, οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις χαιρέτησαν μεν την υποχώρηση, αλλά δεν απέσυραν την επιφυλακτικότητά τους. Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκε μέχρι τέλους την «ιδιοκτησία» του νέου μνημονίου, αλλά εξακολουθούσε να διεκδικεί, με τα λίγα μέσα που διέθετε, την κατάργηση της λιτότητας, την προστασία της εργασίας και την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, βρήκε σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις –με κύρια εξαίρεση εκείνη της Γαλλίας– σταθερά απέναντι. Όπου φαινόταν πλέον καθαρά κάτι που είχε διαπιστωθεί από νωρίς: οι λόγοι για τόσο αρνητική στάση ήταν κυρίως πολιτικοί και όχι στενά οικονομικοί. Οι περιπέτειες των ενδιάμεσων αξιολογήσεων και της συνεχιζόμενης εποπτείας το πιστοποιούν με σαφήνεια».
Τα 5 λάθη του πρώτου εξαμήνου:
Πρώτον, ιδιαίτερα κατά την πορεία της διαπραγμάτευσης, δεν αποτιμήθηκαν σωστά ούτε έτυχαν επαρκούς επεξεργασίας οι διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκης Ένωσης και της ευρωζώνης. Για παράδειγμα, κάποιες χώρες της αποτελούσαν δανειστές της Ελλάδας ενόσω και οι ίδιες διατηρούσαν υψηλό χρέος. Κατά συνέπεια, η ριζική λύση του προβλήματος του ελληνικού χρέους θα απέβαινε εφικτή μόνον αν συμπεριλάμβανε και το πρόβλημα χρέους των χωρών αυτών. Η ρητή αναγνώριση αυτού του δεδομένου ίσως επέτρεπε την οικοδόμηση ενεργών συμμαχιών, τουλάχιστον εν όψει μιας πανευρωπαϊκής διάσκεψης για το χρέος, τα αποτελέσματα της οποίας θα μπορούσαν ενδεχομένως να βοηθήσουν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.
Δεύτερον, δεν εκτιμήθηκε επακριβώς ότι, κυρίως μετά το 2012, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ευρωζώνη είχαν προετοιμαστεί αποτελεσματικά για την περίπτωση «πιστωτικού επεισοδίου» σε βάρος της χώρας μας, δηλαδή και τυπικής χρεωκοπίας της. Κατά συνέπεια, ένας «εκβιασμός» που θα επικαλούνταν το κόστος της Ευρώπης από μια άτακτη χρεοκοπία της Ελλάδας και τη συνακόλουθη έξοδό της απο την ευρωζώνη δεν μπορούσε, πέρα από όλα τα άλλα, να αποβεί αποτελεσματικός. Μολονότι η πολιτική μας δεν καθορίστηκε από μια «λογική εκβιασμού», οι συνάφεις απόψεις κυκλοφόρησαν, κατά καιρούς έντονα, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησής του.
Τρίτον, από κάποιες πλευρές του ΣΥΡΙΖΑ είχε καλλιεργηθεί η προσδοκία ότι η Ρωσία ίσως και η Κίνα θα συνέβαλαν και πολιτικά και οικονομικά στην προσπάθεια της κυβέρνησης να απεμπλέξει τη χώρα από τα δεσμά των μνημονίων και κατ’ επέκτασιν από το ευρώ. Γιατί τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα όντως έβλεπαν με συμπάθεια τον αγώνα μας για μια αξιοπρεπή λύση στο πλαίσιο της ευρωζώνης. Όμως ούτε η μία ούτε η άλλη ήταν διατεθειμενες να διακινδυνεύσουν στρατηγικα συμφέροντα προχωρώντας σε αποφασιστικές πράξεις συμπαράστασης. Έτσι ή αλλιώς πάντως, αυτές οι προσδοκίες διαψεύστηκαν σχετικά γρήγορα, έχοντας μολαταύτα συμβάλει στην εκπομπή ενός διφορούμενου στίγματος από την πλευρά της χώρας.
Τέταρτον, είχαν επίσης καλλιεργηθεί προσδοκίες ότι θα μπορούσαν να υιοθετηθούν μοντέλα και πρακτικές απεμπλοκής από οικονομικούς καταναγκασμούς που φαίνονταν να είχαν λειτουργήσει αποτελεσματικά σε άλλες χώρες, κυρίως της Λατινικής Αμερικής. Όμως οι συνθήκες που αντιμετωπίζουν αυτές οι χώρες είναι ριζικά διαφορετικές σε πολλά επίπεδα. Μεταφορά λοιπόν, έστω και δημιουργική, δεν μπορούσε να συντελεστεί ενώ η ενασχόληση με τέτοιες ιδέες έτεινε κάποιες φορές να αποπροσανατολίζει από το κύριο: τι κάνουμε στην Ευρώπη και με την Ευρώπη. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι μοντέλα και πρακτικές διακυβέρνησης σε άλλες χώρες και άλλες συνθήκες δεν πρέπει να μελετώνται επισταμένως και να αποτιμώνται από τη δική μας σκοπιά.
Πέμπτον, η εμπλοκή με τους ΑΝΕΛ μετά τη συμφωνία των Πρεσπών απέτρεψε τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνησή του από το να εκλαϊκεύσει πλατιά, να εξηγήσει και να υπερασπίσει τη συμφωνία σε σχέση με την αναγκαία βαλκανική και ευρύτερα ευρωπαϊκή πολιτική κυβέρνησης και κόμματος και κυρίως απέναντι στις εθνικιστικές επιθέσεις εναντίον της. Ο χρόνος που χάθηκε ήταν πολύτιμος και πληρώθηκε με τον τρόπο του στις τελευταίες εκλογές. Ο συντονισμός κυβέρνησης και κόμματος σε συνάρτηση με τους διακριτούς ρόλους των δύο υπήρξε εδώ σχεδόν ανύπαρκτος.
Η συνεργασία με τους ΑΝΕΛ:
Στη βάση της αντίθεσης μνημόνιο/αντιμνημόνιο που είχε, όπως είπαμε, κυριαρχήσει, μόνη πολιτικά εφικτή συμμαχία τότε ήταν αυτή με τους ΑΝΕΛ. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, μιας σαφούς κοινής προγραμματικής βάσης. Η παραμονή στην Ευρώπη και στο ευρώ με ταυτόχρονη έξοδο από το μνημόνιο, η διαγραφή ή, τουλάχιστον, η ευνοϊκή για τη χώρα ρύθμιση του χρέους, η συστηματική προσπάθεια να καταπολεμηθεί η λιτότητα, να προστατευθεί η εργασία, να ενισχυθεί το κοινωνικό κράτος και να παταχθεί η πολυεπίπεδη διαπλοκή και διαφθορά, όπως και η φοροδιαφυγή ή η εισφοροδιαφυγή, αποτέλεσαν για τις τότε περιστάσεις επαρκή τέτοια βάση. Όπως γνωρίζουμε, η συμφωνία των Πρεσπών τρία χρόνια μετά υπήρξε η θρυαλλίδα που σήμανε το τέλος της συμμαχίας, οδηγώντας ταυτόχρονα στην αλλαγή της πολιτικής σκηνής.Η συμμαχία με τους ΑΝΕΛ συνιστούσε στις τότε συνθήκες μονόδρομο γιατί όλοι ανεξαιρέτως οι δυνάμει σύμμαχοι είχαν εναντιωθεί με τρόπο απόλυτο στην αντιμνημονιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.
Το μεν ΚΚΕ για δικούς του λόγους, οι δε ΔΗΜΑΡ, Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ μέσω της συγκρότησης, με την καθοριστική και πάλι συνδρομή των ΜΜΕ, ενός άτυπου αλλά εξαιρετικά σκληρού αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Αυτό ομονούσε στο να αντιμετωπίζει τον ΣΥΡΙΖΑ ως δύναμη καταχθόνια και υποκριτική που υποθάλπει την ένοπλη βία και την τρομοκρατία γενικώς ενόσω απεργάζεται την επιστροφή στη δραχμή, την έξοδο από την Ευρώπη, τη χρεωκοπία της χώρας και την επιβολή ενός καθεστώτος σοβιετικού τύπου. Όπου, όπως θυμόμασατε πολύ καλά, τίποτε από αυτά δεν είναι υπερβολή: είχαν όλα λεχθεί από τα επισημότερα χείλη και προπαγανδιστεί κατά κόρον τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Σε αυτές τις συνθήκες, μόνος δυνάμει σύμμαχος παρέμεναν οι ΑΝΕΛ παρά τις κάποιες φορές αβυσσαλέες διαφορές σε ζητήματα «εθνικά» και ζητήματα δικαιωμάτων.
Το δημοψήφισμα:
«Το δημοψήφισμα, παρά τα όσα ιδιοτελή και ανεύθυνα λέγονταν και εξακολουθούν να λέγονται, δεν έθετε το ερώτημα «ναι ή όχι στο ευρώ». Αλλά ζητούσε τη λαϊκή αποδοκιμασία του απαράδεκτου σχεδίου που οι δανειστές είχαν θέσει στην κυβέρνηση.
Άρα δημοψήφισμα για να ενισχυθεί η διαπραγματευτική δύναμη της κυβέρνησης. Η νίκη του «Όχι» με ποσοστό μεγαλύτερο του 61% υπήρξε αποτέλεσμα κυριολεκτικά συγκλονιστικό. Παρά το απίστευτο μπαράζ υπέρ του «Ναι» στη Ελλάδα και διεθνώς, παρά την αδίστακτη προπαγάνδα σύσσωμων σχεδόν των ΜΜΕ παγκοσμίως, παρά την ένταση και το πάθος των υποστηρικτών του «Ναι» που κάποιες φορές έφτανε σε επίπεδα εμφυλιοπολεμικού παροξυσμού, ο ελληνικός λάος αψήφησε πολύ μεγάλους και πολύ ορατούς κινδύνους και τίμησε τη δική του αξιοπρέπεια και την αξιοπρέπεια της κυβέρνησής του ψηφίζοντας μαζικά «Όχι».
Πρόκειται για μια κορυφαία στιγμή της σύγχρονης ιστορίας του τόπου.Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος όντως λειτούργησε ως διαπραγματευτικό όπλο. Παρά την σχεδόν ανεξέλεγκτη οργή που δημιούργησε σε πολλούς τόσο η διεξαγωγή όσο και το αποτέλεσμά του, παρά την εκδικητικότητα που κάποιοι από τους δανειστές ήθελαν να αποτυπώσουν με νέα τελεσίγραφα, η τελική διαπραγμάτευση του Ιουλίου 2015 κατέληξε μεν σε επώδυνο συμβιβασμό –αφού όχι μόνο το μνημόνιο δεν καταργήθηκε αλλά υπογράφηκε νέο, με πρόσθετους δυσβάσταχτους όρους για τον ελληνικό λαό– αλλά η τελική συμφωνία ήταν πράγματι μετρήσιμα ευνοϊκότερη από εκείνη που είχε τεθεί στην ελληνική κυβέρνηση πριν το δημοψήφισμα».