Απειλητικός και για τους νέους ο ιός
Μιλώντας για τον κορωνοϊό, εστιάζουμε στις μεγαλύτερες ηλικίες που έχουν πληγεί περισσότερο, αλλά ξεχνάμε ότι οι νέοι δεν είναι άτρωτοι. Αυτό έρχεται να υπογραμμίσει μια νέα έρευνα επιστημόνων του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση JAMA.
Στα αρχεία 400 αμερικανικών νοσοκομείων, οι επιστήμονες εντόπισαν 3.222 νέους, ηλικίας 18-34 ετών, που νοσηλεύθηκαν την περίοδο Απριλίου-Ιουνίου με επιπλοκές της COVID-19. Από τον πληθυσμό εξαίρεσαν τις εγκύους, καθώς δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία που να δείχνουν αν ο κορωνοϊός ήταν η αιτία νοσηλείας ή αν ανακαλύφθηκε τυχαία, όταν αυτές προσήλθαν στο νοσοκομείο για να γεννήσουν ή για άλλους λόγους που σχετίζονται με την κύηση.
Το συμπέρασμα: Το νεαρόν της ηλικίας δεν προστάτευσε 88 ασθενείς (ποσοστό 2,7%) των νοσηλευθέντων, οι οποίοι απεβίωσαν. Ποσοστό 20% χρειάστηκε νοσηλεία σε εντατική θεραπεία, ενώ το 10% χρειάστηκε αναπνευστήρα. Από αυτούς που ανέρρωσαν, 99 ασθενείς (3%) υπέστησαν τόσο σοβαρές βλάβες ώστε δεν κατέστη δυνατό να επιστρέψουν στο σπίτι τους, αλλά μεταφέρθηκαν σε κέντρα αποκατάστασης.
Ο παράγοντας που φαίνεται να συνδέεται περισσότερο από όλους με την υποτροπή της νόσου είναι η έντονη παχυσαρκία. Μεταξύ αυτών που πέθαναν ή χρειάστηκαν αναπνευστήρα, οι 140 (41%) είχαν έντονη παχυσαρκία. Ο διαβήτης, αντιθέτως, φαινόταν εκ πρώτης όψεως να συνδέεται με την υποτροπή της νόσου, αλλά όταν τα δεδομένα εξετάστηκαν με βάση περισσότερες μεταβλητές, η επίπτωσή του αποδείχτηκε στατιστικώς ασήμαντη.
Ως προς τους ασθενείς στους οργανισμούς των οποίων συγκλίνουν πολλαπλοί παράγοντες κινδύνου (παχυσαρκία, υπέρταση, διαβήτης), το συμπέρασμα ήταν ότι οι παράγοντες αυτοί λειτουργούν ως «δεκαετίες στην πλάτη τους». Πιο συγκεκριμένα, για τα άτομα που ανήκαν στην κατηγορία αυτή, οι πιθανότητες να νοσήσουν σοβαρά ή να υποκύψουν στη νόσο ήταν ίδιες με τις πιθανότητες ατόμων ηλικίας 35-64 ετών που δεν είχαν υποκείμενα νοσήματα.
Γενικά, οι θάνατοι και οι διασωληνώσεις ατόμων ηλικίας 24-35 ετών ήταν λιγότεροι από αυτούς μεγαλύτερων ηλικιών, αλλά διπλάσιοι σε σχέση με τους αριθμούς ατόμων της ηλικιακής αυτής ομάδας που πεθαίνουν ή διασωληνώνονται μετά οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Επίσης, τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά συνδέονται με υποτροπή της νόσου. Πάνω από το 50% όσων νοσηλεύθηκαν πριν φθάσουν τα 34 έτη ήταν μαύροι ή ισπανόφωνοι, δύο κατηγορίες πληθυσμού που στις ΗΠΑ συνδέονται με χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών, στις οποίες δεν είναι εύκολη η κοινωνική αποστασιοποίηση, με συνθήκες διαβίωσης που φέρνουν μεγάλο αριθμό ατόμων κάτω από την ίδια στέγη και με κατοικία σε περιβαλλοντικώς υποβαθμισμένες περιοχές, την ώρα ακτά την οποία έχει διαπιστωθεί ότι η ρύπανση μειώνει τις αντιστάσεις του οργανισμού στην COVID-19.
Ενώ, όμως, δεν πρέπει να παραμελείται η ολιστική προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία η βελτίωση των όρων ζωής μειώνει τη θνησιμότητα, η άμεση ελπίδα της ανθρωπότητας επαφίεται στα εμβόλια. Οι επιπτώσεις της νόσου έχουν αυξήσει το ενδιαφέρον του πληθυσμού γι’ αυτά, μειώνοντας τα ποσοστά όσων εντάσσονται στο λεγόμενο «αντιεμβολιαστικό» κίνημα – τουλάχιστον στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα, η εικόνα ως προς τον σχετικό δείκτη εμπιστοσύνης στα εμβόλια είναι μεικτή.