ΤΕΧΝΕΣ

Ανούκ Εμέ (1932-2024): Η βασίλισσα του ματαιωμένου έρωτα

Ανούκ Εμέ (1932-2024): Η βασίλισσα του ματαιωμένου έρωτα

Έχοντας ως διαβατήριο την απίστευτη ομορφιά και την αθόρυβη μελαγχολία της, η απέριττη και αισθαντική ηθοποιός που πέθανε σστα 92 της, δεν διεκδίκησε ποτέ τον θρόνο της στο γαλλικό σινεμά.

Η μυθιστορηματικής ωραιότητας Νικόλ Φρανσουάζ Φλοράνς Ντρεϊφούς δεν θα μπορούσε παρά να απασχολήσει τον φακό στο κατώφλι της ενηλικίωσής της, με έναν μικρό ρόλο στα 14 της χρόνια, να πρωταγωνιστήσει για πρώτη φορά σε μια παραλλαγή του εμβληματικά ρομαντικού και τραγικού Ρωμαίος και Ιουλιέτα και να υιοθετήσει, χωρίς δεύτερη σκέψη, το ψευδώνυμο Αγαπημένη (Aimée), που της πρότεινε ο ποιητής και σκηνοθέτης της ταινίας που την εισήγαγε στο ευρύ κοινό (Εραστές της Βερόνα), ο Ζακ Πρεβέρ.

Είχε ήδη γίνει γνωστή με το μικρό όνομα Ανούκ, υποδηλώνοντας εξ’ αρχής έναν εξωτισμό που δεν είχε όμοιό της στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, εφάμιλλο της μελαχρινής ομορφιάς της Άβα Γκάρντνερ, με λιγότερο εκρηκτικό ερωτισμό και πιο εσωστρεφή σαγήνη.

Όχι πως οι σειρήνες του Χόλιγουντ δεν ήχησαν νωρίς γι’ αυτήν: το Journey του Ανατόλ Λίτβακ από το 1959, ένα ποτ πουρί από σταρ και πλοκή, και ειδικά το βιβλικά ελεεινό Σόδομα και Γόμορρα (1962) του Ρόμπερτ Όλντριτς ανέβαλαν τα όποια σχέδια για υπερατλαντική μετακόμιση. Και παρότι είχε επισημανθεί από τον Αλεξάντρ Αστρίκ σε δυο ταινίες του, όπως και από τον Ζιλιάν Ντιβιβιέ, ο πρώτος που παρέσυρε την Ανούκ Εμέ στο κινηματογραφικό του σύμπαν ήταν ο Ζακό της Νάντης, ο Ζακ Ντεμί, πριν από τα μιούζικαλ και τη Βαρντά που τον έκαναν διάσημο, δωρίζοντάς της ίσως τον καλύτερό της ρόλο, με το καλημέρα.

Επέλεγε την επιθυμία έναντι της ιδιοκτησίας και πίστευε στην ομορφιά, μόνο όπως αποκαλύπτεται στο πέρασμα των χρόνων: όταν την είδαμε σε μια συνέντευξη τύπου για τα 40 χρόνια της επετείου του Ένας Άνδρας, Μια Γυναίκα στις Κάννες, παρέμενε η ίδια καλλονή, αναλλοίωτη και αυτοκρατορική, το σύμβολο κομψότητας που δεν γνωρίζει ηλικία, λιγομίλητη, ευγενική αλλά καίρια

Η Λόλα (1961) των καμπαρέ, της νύχτας και του φλερτ, της πρόσκαιρης λάμψης, του πόθου και των υποσχέσεων, ήταν η άπιαστη γυναίκα που εμπνέει τον έρωτα τριών ανδρών, αλλά η ίδια ελπίζει κρυφά στην επιστροφή του ενός και μοναδικού πρίγκιπα της ζωής της. Είχε προηγηθεί η πλούσια, απαθής Μανταλένα στην Dolce Vita του Φεντερίκο Φελίνι, ο οποίος φυσικά δεν παρέλειψε, τρία χρόνια αργότερα από την ωδή στην εφήμερη δόξα, να την εντάξει στο δυναμικό των γυναικών του Μαρτσέλο στο αυτοβιογραφικό, υπαρξιακό του αριστούργημα, 8 1/2. Ήταν η Λουίζα, η σύζυγος του ραγισμένου σκηνοθέτη, που εκρήγνυται, καπνίζει αρειμανίως και τον ψέγει για τις αδυναμίες και την απερισκεψία του.

Η μεγάλη στιγμή της καριέρας της ήρθε με το Ένας Άνδρας, Μια Γυναίκα, τη μοντέρνα ματιά του Κλοντ Λελούς στο σινεμά του αισθήματος, με μια αλλιώτικα ρομαντική ταινία, πλημμυρισμένη με μουσική και αποσιώπηση διαλόγου, στα όρια του cringe και της δημιουργικής ελλειπτικότητας, όπου λάμπουν ο Ζαν Λουί Τρεντινιάν με την Εμέ ως διακεκομμένοι ασπρόμαυροι εραστές που αγκαλιάζονται έγχρωμα, όταν η κάμερα τους συνοδεύει έξω από τους τέσσερις τοίχους. Η ίδια κέρδισε Χρυσή Σφαίρα και βρέθηκε, σε μια σπάνια περίπτωση διάκρισης ξενόγλωσσης ερμηνείας, στην πεντάδα των Όσκαρ για πρώτο γυναικείο ρόλο, χάνοντας από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ για το Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ. Καν να φανταστείτε πως η Εμέ πήρε τον ρόλο χωρίς να διαβάσει καν το σενάριο, επειδή της το πρότεινε ο καλός της φίλος Τρεντινιάν.

Κι ενώ θα περίμενε κάποιος να ανοίξει η βεντάλια στην επιλογή των αγγλόφωνων ρόλων, το Ζιστίν του Τζορτζ Κιούκορ ήταν μια προβληματική μεταφορά του Αλεξανδρινού Κουαρτέτου του Ντάρελ, που έχασε πολλά εκατομμύρια για την ήδη πληγωμένη 20th Century Fox, το Appointment του Σίντνεϊ Λιούμετ πέρασε απαρατήρητο, ενώ το υπέροχο και παραγνωρισμένο Model Shop, μια περιπλάνηση του Ζακ Ντεμί στο αναβράζον Λος Άντζελες στα τέλη των ’60s, συνέχισε τον μύθο της Λόλα, δίνοντάς της έναν χαρακτήρα με το ίδιο όνομα, μια οπτασία που γοητεύει και καταλύει, παρά έναν συγκεκριμένο, ζουμερό ρόλο.

Αν και τα ’60s ανήκουν και σ’ αυτήν, η επόμενη δεκαετία της διαφεύγει, αφού μέχρι το 1975 δεν εμφανίζεται σε καμία ταινία, και επανέρχεται στην ξεχασμένη Δεύτερη Ευκαιρία, και πάλι δια χειρός Λελούς, με συμπρωταγωνίστρια την Κατρίν Ντενέβ. Στον αντίποδα της πορσελάνινης τελειότητας της Ντενέβ και της σκαμπρόζικης αναρχίας της Μπριζίτ Μπαρντό, που είχε ήδη κουραστεί από το σινεμά, και πριν αναλάβουν δράση στο γαλλικό σταρ σίστεμ και στις προτιμήσεις των σκηνοθετών αιχμής οι δυο Ιζαμπέλ, η Ιπέρ και η Ατζανί, η Εμέ διατήρησε μια αγέρωχη και διακριτική προσέγγιση στο επάγγελμα και τη δημόσια εικόνα της, προτιμώντας να αφήσει τη δουλειά της μιλήσει, μετρώντας με προσοχή τα λόγια και τις εμφανίσεις της, περιμένοντας, αντί να σπεύσει ή να υπερβάλλει.

Κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ποια θα ήταν η πορεία της, αν είχε σκηνοθετηθεί από τον δεύτερο σύζυγό της, Νίκο Παπατάκη, με τον οποίο απέκτησε το μοναδικό της παιδί, τη Μανουέλα Παπατάκη (κάποτε σύζυγο του Έλληνα ηθοποιού Μιχάλη Μανιάτη), αλλά στην πενταετία που πέρασαν μαζί, από το 1950 ως το 1955, ο Έλληνας της διασποράς δεν είχε ακόμη ξεκινήσει το ιδιόμορφο σινεμά του.

«Προχωρώ μπροστά γιατί παραμένω δεκτική, αισθάνομαι πως όλα μπορεί να συμβούν», είχε πει, γι’ αυτό και δεν είπε όχι σε προκλήσεις και νέες συνεργασίες, με τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι στην Τραγωδία ενός Γελοίου Ανθρώπου, σε μια κωμωδία του Μίκα Καουρισμάκι, σε σάτιρα του Χένρι Τζάγκλομ, σε δράμα του Γιέρζι Σκολιμόφσκι, ξανασυναντώντας τον Μάικλ Γιόρκ μετά τη Ζιστίν, και βέβαια στο βαρύ δράμα A Leap in the Dark του Μάρκο Μπελόκιο, στον ρόλο της αυτοκτονικής γυναίκας που συνάπτει δεσμό με έναν ηθοποιό (Μικέλε Πλάτσιντο) και προκαλεί τη ζήλια του δικαστή αδελφού της (Μισέλ Πικολί), που της χάρισε το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Καννών του 1980.

Το μυστήριο που εξέπεμπε η Λόλα, η αναζήτηση της απόδρασης από μια ευάλωτη και αδιαπέραστη γυναίκα αινιγματικού ψυχισμού, αποτυπώθηκε για πάντα στην εικόνα της Ανούκ Εμέ. Επέλεγε την επιθυμία έναντι της ιδιοκτησίας και πίστευε στην ομορφιά, μόνο όπως αποκαλύπτεται στο πέρασμα των χρόνων: όταν την είδαμε σε μια συνέντευξη τύπου για τα 40 χρόνια της επετείου του Ένας Άνδρας, Μια Γυναίκα στις Κάννες, παρέμενε η ίδια καλλονή, αναλλοίωτη και αυτοκρατορική, το σύμβολο κομψότητας που δεν γνωρίζει ηλικία, λιγομίλητη, ευγενική αλλά καίρια, σαν τη Σιμόν Λόουενταλ λίγο πριν στείλει τα μοντέλα της γυμνά στην πασαρέλα, στο Pret a Porter του Ρόμπερτ Άλτμαν.

Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος – lifo.gr