Ανατιμήσεις: Άνω των 2.200 ευρώ η ετήσια επιβάρυνση για μια μικρομεσαία οικογένεια
Τις ένδοξες εποχές του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών των τελών της δεκαετίας του ’90 θυμίζουν οι τιμές και κυρίως ο ρυθμός με τον οποίο αυξάνονται στο ράφι του σούπερ μάρκετ στα περισσότερα προϊόντα, με κάποιες βεβαίως περιπτώσεις, όπως αυτές των αλεύρων ή του ηλιελαίου να ξεχωρίζουν. Τις πρώτες εβδομάδες μετά την εκδήλωση του πολέμου η τιμή για ένα κιλό αλεύρι για όλες τις χρήσεις αυξανόταν κάθε εβδομάδα και πλέον τέσσερις μήνες μετά η αύξηση της μέσης τιμής φτάνει το 33%!
Όταν η χρηματιστηριακή «φούσκα» έσκασε, οι μικροεπενδυτές που είχαν γοητευθεί από τον λαϊκό καπιταλισμό έχασαν χρήματα. Έπαιξαν κι έχασαν. Στην περίπτωση των πληθωριστικών πιέσεων των τελευταίων μηνών, οι καταναλωτές χάνουν χρήματα –μειώνεται το διαθέσιμο εισόδημά τους– χωρίς να έχουν ευθύνη, αλλά και χωρίς να έχουν στην ουσία περιθώρια αντίδρασης.
Ας δούμε λεπτομερέστερα το παράδειγμα του αλευριού: την 1η Μαρτίου, μία εβδομάδα μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η μέση τιμή της συσκευασίας ενός κιλού (αλεύρι για όλες τις χρήσεις) ήταν 1,28 ευρώ. Στις 7 Μαρτίου 1,34 ευρώ, στις 19 Μαρτίου 1,39 ευρώ, στις 25 Μαΐου είχε φτάσει τα 1,62 ευρώ, στις 24 Ιουνίου είχε 1,68 ευρώ και στις 30 Ιουνίου 1,70 ευρώ. Και μπορεί στο εν λόγω παράδειγμα η διαφορά των 0,42 λεπτών να φαίνεται μικρή, αλλά δεν είναι για δύο βασικούς λόγους: πρώτον, διότι το αλεύρι είναι ένα βασικό προϊόν που καταναλώνεται συχνά και αγοράζεται επίσης με μεγάλη συχνότητα και δεύτερον, διότι σχεδόν ανάλογες είναι οι αυξήσεις σε ένα είδος καθημερινής διατροφής, το ψωμί, που έχει βασική πρώτη ύλη το αλεύρι. Εάν μια οικογένεια με παιδιά θέλει κάθε ημέρα ένα λίτρο φρέσκο γάλα πρέπει να πληρώσει τον μήνα 50 ευρώ, ενώ πριν από λίγους μήνες πλήρωνε 41 ευρώ.
Το παράδειγμα της βενζίνης είναι ίσως πιο διαφωτιστικό: για να γεμίσει κάποιος το ρεζερβουάρ ενός αυτοκινήτου πόλης (συνήθως ρεζερβουάρ 45 λίτρων) θέλει πλέον 108 ευρώ. Στις 24 Φεβρουαρίου 2022 γέμιζε το αυτοκίνητο με 85 ευρώ, ενώ πριν από έναν χρόνο χρειαζόταν 75 ευρώ.
Όσο για τους λογαριασμούς ρεύματος και φυσικού αερίου, νοικοκυριά και επιχειρήσεις είδαν ακόμη και υπερδιπλάσιες επιβαρύνσεις σε σύγκριση με έναν χρόνο πριν, με τις κρατικές επιδοτήσεις να καλύπτουν ένα μέρος μόνο των μεγάλων αυξήσεων.
Πλέον ευάλωτα στις ραγδαίες αυξήσεις των τιμών που αγγίζουν όχι μόνο καταναλωτικά αγαθά, διαρκή και μη, και ενεργειακά προϊόντα, αλλά και υπηρεσίες, όπως οι μεταφορές –αεροπορικές και ακτοπλοϊκές– είναι τα φτωχότερα νοικοκυριά, ενώ βαρύ είναι το πλήγμα και για τις μικρομεσαίες και μεσαίες εισοδηματικές κατηγορίες.
Εάν ένα νοικοκυριό με 750 ευρώ μηνιαίο εισόδημα δαπανούσε το 2021 167 ευρώ τον μήνα για την αγορά τροφίμων, δηλαδή το 22,26% του εισοδήματός του, τώρα για την αγορά των ίδιων τροφίμων θα πρέπει να δώσει 187 ευρώ, δηλαδή το 25% του εισοδήματός του, ενώ την ίδια ώρα καλείται να καταβάλει για την πληρωμή του ηλεκτρικού ρεύματος το 42% του μηνιαίου εισοδήματός του, από 33% πέρυσι.
Κάθε άλλο παρά αμελητέα είναι η επιβάρυνση για ένα μικρομεσαίο νοικοκυριό με μηνιαίο εισόδημα από 1.450-1.800 ευρώ. Η επιπλέον επιβάρυνση σε ετήσια βάση από τις ανατιμήσεις υπερβαίνει τα 2.200 ευρώ. Μάλιστα, το επόμενο διάστημα μπορεί αυτή η επιβάρυνση να είναι ακόμη μεγαλύτερη, καθώς δεν διαφαίνεται σύντομα αποκλιμάκωση των τιμών. Τα νέα που ήρθαν από τη Eurostat την Παρασκευή κάθε άλλο παρά αισιόδοξα ήταν, καθώς ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε στην Ελλάδα κατά 12% τον Ιούνιο από 10,5% τον Μάιο. Την προσεχή Παρασκευή η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) ανακοινώνει τα στοιχεία για τον εθνικό δείκτη τιμών καταναλωτή, ο οποίος συνήθως διαμορφώνεται σε επίπεδα υψηλότερα από τον εναρμονισμένο δείκτη.
Αισιόδοξες δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε οι εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος. Στην έκθεσή της για τη νομισματική πολιτική 2021-2022 εκτιμά ότι ο πληθωρισμός, βάσει του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή, αναμένεται να διαμορφωθεί σε 7,6% το 2022, ενώ θα αποκλιμακωθεί το 2023 και περαιτέρω το 2024. Ο πληθωρισμός επιδρά και στην εκτίμηση για την ανάπτυξη, η οποία αναθεωρήθηκε προς τα κάτω, στο 3,2% από 3,8% που αποτελούσε την προηγούμενη εκτίμηση της ΤτΕ.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΑΝΙΦΑΒΑ-moneyreview.gr