Αλυτρωτισμός: Ο πιο επικίνδυνος «ισμός» για την ειρήνη
Τον προηγούμενο αιώνα, η μια ιδεολογία μετά την άλλη αποσταθεροποιούσε την παγκόσμια πολιτική και προκαλούσε πολέμους: ο φασισμός, ο κομμουνισμός, ο εθνικισμός, ο ιμπεριαλισμός. Από όλους αυτούς τους «ισμούς», ο πιο σχετικός με τη σημερινή κατάσταση ίσως να είναι ο αλυτρωτισμός.
Πρόκειται για μια εθνική πολιτική που προωθεί την κατάκτηση μιας περιοχής που ανήκει σε μια άλλη χώρα λόγω κοινών γλωσσικών, πολιτισμικών, ιστορικών, εθνικών ή φυλετικών δεσμών. Και ο ορισμός αυτός ταιριάζει απολύτως με την πολιτική της Ρωσίας και της Κίνας απέναντι στην Ουκρανία και την Ταϊβάν αντιστοίχως. Ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν συγκεντρώνει στρατεύματα στα σύνορα με την Ουκρανία, διακηρύσσοντας τα ιστορικά δικαιώματα και συμφέροντα της Ρωσίας σε αυτή τη χώρα. Η Κίνα, πάλι, προετοιμάζεται να «ανακαταλάβει» ένα νησί που θεωρεί επαρχία της.
Για την κυβέρνηση Μπάιντεν και τους συμμάχους της, η πρόκληση είναι να αποφύγουν τον πόλεμο χωρίς να επιτρέψουν στη Ρωσία και την Κίνα να πραγματοποιήσουν τις αλυτρωτικές τους βλέψεις. Δεν θα είναι εύκολο.
Το πρώτο αλυτρωτικό κίνημα του σύγχρονου κόσμου γεννήθηκε στην Ιταλία στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν εθνικιστές σε αυτή τη χώρα, που είχε μόλις συγκροτηθεί υπό έναν ανεξάρτητο μονάρχη, άρχισαν να διεκδικούν εδάφη στις Άλπεις και την Αδριατική ακτή που διοικούνταν από την Αυστρία, αλλά είχαν μεγάλο ιταλόφωνο πληθυσμό.
Ένας λόγος που η Ιταλία ένωσε τις δυνάμεις της με τους Συμμάχους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η ελπίδα να αποκτήσει αυτά τα εδάφη. Η πεποίθηση ότι η Ιταλία προδόθηκε σε αυτό το σημείο από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών συνέβαλε στην άνοδο του φασισμού υπό τον Μπενίτο Μουσολίνι.
Οι αλυτρωτικές απαιτήσεις του Χίτλερ, που κι αυτές υποκινήθηκαν κατά μία έννοια από τη συνθήκη των Βερσαλλιών, περιλάμβαναν γερμανόφωνα εδάφη από τη Σουδετενλάνδη, που διοικούνταν από τους Τσέχους, μέχρι την Ελεύθερη Πόλη του Ντάντσιχ στα βαλτικά σύνορα της Πολωνίας. Οι απαιτήσεις αυτές συνέβαλαν με τη σειρά τους στο ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο αλυτρωτισμός διέκοψε επανειλημμένα και τη μεταπολεμική ειρήνη. Ένας αιματηρός, και ξεχασμένος πλέον, πόλεμος μεταξύ Σομαλίας και Αιθιοπίας την περίοδο 1977-1978 ξέσπασε όταν ο δικτάτορας της Σομαλίας εισέβαλε στην Αιθιοπία για να καταλάβει μια περιοχή, το Ογκαντέν, όπου κατοικούσαν Σομαλοί. Ο Σαντάμ Χουσεΐν εισέβαλε στο Κουβέιτ τον Αύγουστο του 1990 με τον ισχυρισμό ότι το εμιράτο ανήκε στην πραγματικότητα στο Ιράκ.
Για τις χώρες και τους διεθνείς θεσμούς που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τους αλυτρωτισμούς, η ιδεολογία αυτή συνιστά δύο προκλήσεις.
Πρώτον, οι απαιτήσεις αυτές είναι δύσκολο να κατανοηθούν, καθώς οι ρίζες της παρουσίας ενός λαού σε μια περιοχή χάνονται συχνά στο βαθύ παρελθόν. Οι ξένοι δεν μπορούν εύκολα να καταλάβουν την ουσία του προβλήματος, το οποίο όμως για τους εμπλεκόμενους αποκτά ισχυρή συναισθηματική φόρτιση.
Δεύτερον, οι αλυτρωτικές δυνάμεις προτιμούν να μιλούν με τις μεγάλες δυνάμεις ή τους διεθνείς θεσμούς πάνω από το κεφάλι των χωρών που αποτελούν τον στόχο τους. Ας θυμηθούμε τα παζάρια του Χίτλερ με τη Βρετανία και τη Γαλλία για τμήματα της Τσεχοσλοβακίας. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν αποπειράται σήμερα να οδηγήσει τις μεγάλες δυνάμεις σε συνομιλίες αντί να μιλήσει απευθείας με το Κίεβο. Αυτό είναι παγίδα. Όσο περισσότερο συζητούν η Ουάσινγκτον και οι σύμμαχοί της τα αλυτρωτικά σχέδια του Ρώσου Προέδρου, τόσο μεγαλύτερη αξιοπιστία τους προσδίδουν.
Η ωμή πολιτική πραγματικότητα όμως είναι ότι ο Πρόεδρος Μπάιντεν δεν έχει εναλλακτική λύση. Το ίδιο ισχύει και για τις βλέψεις του Σι στην Ταϊβάν. Δύο γιγαντιαίες δυνάμεις, η Ρωσία και η Κίνα, κυριαρχούν στην Ευρασία. Και οι δύο είναι πολιτικά σταθερές και έχουν πυρηνικά όπλα. Και οι δύο διάκεινται εχθρικά προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και οι δύο έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Και οι δύο είναι διατεθειμένες να δοκιμάσουν το κύρος και την αποφασιστικότητα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Τσαρλς Λέιν – Washington Post