ΤΕΧΝΕΣ

Αινίγματα, σιωπές και συγκαλύψεις

Αινίγματα, σιωπές και συγκαλύψεις

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΥΜΠΑΡΔΗΣ
Πλατεία Κλαυθμώνος
εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 255

Δεν έχουμε πολλούς συγγραφείς με σταθερή λογοτεχνική ποιότητα σε όλο τους το έργο.

Με τριάντα έξι χρόνια παρουσίας, τέσσερα μυθιστορήματα και μια νουβέλα, ο Γιώργος Συμπάρδης εμφανίζει σήμερα το πέμπτο μυθιστόρημά του ανανεώνοντας επιπλέον θεματικά και τεχνικά την πεζογραφία του. Σε αντίθεση με τα αργού ρυθμού «Άχρηστος Δημήτρης» (1998) και «Υπόσχεση γάμου» (2011), κι ακόμη περισσότερο από ότι στα «Αδέλφια» (2018), η «Πλατεία Κλαυθμώνος» διαθέτει πλοκή που γυρεύει τη λύση της. Δεν είναι όμως το θορυβώδες τέχνασμα του σασπένς που κινητοποιεί το έργο. Ο αναγνώστης αναρωτιέται τι ακριβώς συμβαίνει, καθώς το βλέμμα του ταυτίζεται με τη ματιά ενός παιδιού που μεγαλώνει μέσα σε μια οικογένεια γεμάτη αινίγματα, σιωπές και συγκαλύψεις. Την αφήγηση πραγματοποιεί ο ήρωας όταν έχει γίνει πια εικοσάχρονος. Το μυθιστόρημα ανοίγει με μια σκηνή στην ομώνυμη πλατεία μια νύχτα που είναι σκοτεινή. Και κλείνει έναν χρόνο αργότερα στην ίδια πλατεία ένα βράδυ με πανσέληνο. Ο ήρωας αφηγητής τώρα πια ξέρει.

Υποβολή

Ενα από τα πιο ισχυρά τεχνάσματα των λογοτεχνικών κειμένων είναι η υποβολή. Ο συγγραφέας δεν παρέχει στον αναγνώστη όλα τα δεδομένα, αλλά με πληροφορίες που δίνει στάγδην τον κατευθύνει πού να στρέψει την προσοχή του. Τον εμπλέκει έτσι και τον κάνει συμμέτοχο στο έργο. Στην «Πλατεία Κλαυθμώνος», εκτός από τέχνασμα, η απόκρυψη αποτελεί και οργανικό τμήμα της υπόθεσης, εφόσον το μικρό παιδί που υπήρξε ο αφηγητής, έβλεπε τα σημάδια χωρίς να τα κατανοεί γιατί ήταν λειψά. Τριγύρω του όλοι έλεγαν μισόλογα κι έκαναν πράξεις που δεν τις καταλάβαινε. Η πρώτη σκηνή του μυθιστορήματος μάς υποδεικνύει πού να κοιτάξουμε και πώς στη συνέχεια να νοηματοδοτήσουμε όσα συνέβαιναν στη ζωή εκείνου του παιδιού. Βήμα βήμα, όπως και ο ήρωας, ξετυλίγουμε έτσι το κουβάρι και σ’ αυτό ο Γιώργος Συμπάρδης είναι τεχνίτης. Αλλά και στο πώς καταφέρνει να μάς κάνει, όπως και στα άλλα του μυθιστορήματα, να αγαπήσουμε όλα, μα όλα του τα πρόσωπα. Είναι το ιδιαίτερο βλέμμα του, που εκτιμά ό,τι ιδιαίτερο έχει καθένας πάνω του; Είναι η ματιά του που δείχνει να κατανοεί ανθρώπους και δεινά που μας τους κάνει συμπαθείς και οικείους;

Με τον «Άχρηστο Δημήτρη», ο συγγραφέας προσέθεσε στο θεματολογικό ρεπερτόριο της ελληνικής λογοτεχνίας το σύγχρονο ζήτημα της μεταμοντέρνας απροσδιοριστίας. Οι ήρωές του περιφέρονταν μέσα σε έναν κόσμο ρευστό, σε ένα σύμπαν δίχως σκοπό, σε ένα περιβάλλον όπου όλα ήταν εφήμερα και θολά. Με την «Πλατεία Κλαυθμώνος» δημιουργεί μια ακόμη απ’ τις πτυχές αυτής της συνθήκης, τον υβριδισμό, ανθρώπους που δεν έχουν διακριτή ταυτότητα. Απ’ τις γυναίκες, τους άνδρες και τα ζευγάρια του απουσιάζουν πολλά από τα χαρακτηριστικά του φύλου. Η μάνα παρουσιάζεται σαν φιλάρεσκη έφηβη, ο πατέρας όχι μόνον δεν διαθέτει πυγμή, αλλά στο τέλος θα βρεθεί δαρμένος και το ζευγάρι δεν εμφανίζει τις συμπεριφορές που συνηθίζουν τα ανδρόγυνα. Παρόμοιος είναι και ο νέος εραστής της μάνας μετά το διαζύγιό της. Πρόκειται για έναν καινούργιου τύπου κόσμο, όπου η ασάφεια του φύλου μοιάζει να είναι καθεστώς.

Μελαγχολία

Το πρώτο κεφάλαιο του έργου, υπόκωφα, σχεδόν βουβά, είναι σκληρό. Κι έπειτα ούτε φωνές ούτε πόνος, καθώς σπανίως και αδιόρατα ο τόνος ανεβαίνει. Ο νεαρός θυμώνει, μετακινούμενος όμως από το σπίτι του ενός γονιού στου άλλου, δείχνει να καταπίνει τον θυμό του. Κανείς δεν ψέγει κανέναν. Εκείνο που, αντιθέτως, επικρατεί είναι βαθιά μελαγχολία. Γιατί μελαγχολία; Γιατί όλα εξαρχής μοιάζουν προσδιορισμένα, σαν να μην υπάρχουν περιθώρια επιλογής και αλλαγής. Ετσι είναι ο κόσμος, μοιάζει να λένε (σιωπηρά και συγκεκαλυμμένα) οι γονείς, έτσι έχουν τα πράγματα κι αυτό είναι. Και αναπότρεπτα ο νεαρός ακολουθεί τα χνάρια που του έχουν δείξει.

kotzia-elisavet-kathimerini.gr