Αδύναμη παραμένει η ιδιωτική κατανάλωση
Σταθερά σε χαμηλά επίπεδα, αρκετά κάτω από τον μέσον όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, διαμορφώθηκαν το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και η πραγματική ιδιωτική κατανάλωση στην Ελλάδα το 2018. Ακόμη και αν σε σύγκριση με το 2017 και τα δύο εξεταζόμενα μεγέθη ενισχύθηκαν κατά μία μονάδα, υπολείπονται σημαντικά των επιπέδων του 2008, όταν το μεν κατά κεφαλήν ΑΕΠ πλησίαζε τον μέσο κοινοτικό όρο, η δε πραγματική ιδιωτική κατανάλωση τον ξεπερνούσε.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε την Παρασκευή ες η Eurostat, η πραγματική ιδιωτική κατανάλωση σε μονάδες αγοραστικής δύναμης διαμορφώθηκε στην Ελλάδα στο 77% του μέσου κοινοτικού όρου από 76% το 2017. Με αυτή την επίδοση, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 20ή θέση μεταξύ των «28», με χώρες μάλιστα της πρώην Ανατολικής Ευρώπης, που εισήλθαν στην Ευρωπαϊκή Ενωση τα τελευταία χρόνια και με πολύ πιο ασθενείς οικονομίες να βρίσκονται σε υψηλότερη θέση από την Ελλάδα (Λιθουανία, Τσεχία, Σλοβενία). Το 2008 η πραγματική ιδιωτική κατανάλωση στην Ελλάδα βρισκόταν σε επίπεδα 5% πάνω από τον μέσο κοινοτικό όρο και η χώρα τότε κατείχε τη 13η θέση μεταξύ των χωρών-μελών της Ε.Ε.
Σε χαμηλά επίπεδα παραμένει, εξάλλου, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Το 2018 διαμορφώθηκε στο 68% του μέσου ευρωπαϊκού όρου από 67% το 2017. Με αυτή την επίδοση η Ελλάδα βρίσκεται μόλις στην 25η θέση μεταξύ των «28», με χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ να καταγράφεται μόνο στη Ρουμανία (65% του μέσου κοινοτικού όρου), στην Κροατία (63% του μέσου κοινοτικού όρου) και στη Βουλγαρία (51% του μέσου κοινοτικού όρου). Δέκα χρόνια πριν, το 2008, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είχε διαμορφωθεί στην Ελλάδα στο 93% του μέσου κοινοτικού όρου.
Από τα στοιχεία της Eurostat προκύπτουν δύο ακόμη ενδιαφέροντα στοιχεία: ότι πρώτον, σε καμία άλλη χώρα από όσες εφαρμόστηκαν μνημόνια ή παρεμφερή μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής (Πορτογαλία, Κύπρος, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία) δεν παραμένει σε τόσο μεγάλη καθίζηση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και ειδικά η πραγματική ιδιωτική κατανάλωση σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, όσο στην Ελλάδα. Δεύτερον, η Ευρωπαϊκή Ενωση παραμένει μία ένωση πολλών ταχυτήτων.
Σύμφωνα με τη Eurostat, το 2018 η πραγματική ιδιωτική κατανάλωση διαμορφώθηκε σε δέκα κράτη-μέλη σε επίπεδα πάνω από τον μέσο κοινοτικό όρο: στο Λουξεμβούργο (34% πάνω από τον μέσο κοινοτικό όρο), στη Γερμανία (20% πάνω), στην Αυστρία (17%), στη Δανία (14%), στο Βέλγιο, στην Ολλανδία, στο Ηνωμένο Βασίλειο (13%), στη Φινλανδία (12%), στη Σουηδία (8%) και στη Γαλλία (7% πάνω από τον μέσο κοινοτικό όρο).
Σε 14 κράτη-μέλη η πραγματική ιδιωτική κατανάλωση διαμορφώθηκε σε επίπεδα κάτω του μέσου κοινοτικού όρου. Σε τέσσερις χώρες (Ιταλία, Ιρλανδία, Κύπρο και Ισπανία) η απόκλιση από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο ήταν κάτω από 10 ποσοστιαίες μονάδες. Κάτω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο κατά 10% έως 20% διαμορφώθηκε το επίπεδο της πραγματικής ιδιωτικής κατανάλωσης στη Λιθουανία, στην Πορτογαλία, στην Τσεχία και στη Μάλτα.
Σε ό,τι αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, από τη μία υπάρχει το Λουξεμβούργο με το εν λόγω μέγεθος να βρίσκεται σε επίπεδα 161% πάνω από τον μέσο κοινοτικό όρο και από την άλλη η Βουλγαρία με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να βρίσκεται στο 51% του μέσου κοινοτικού όρου.
Οι μεγαλύτερες αυξήσεις πραγματικής ιδιωτικής κατανάλωσης παρατηρήθηκαν στη Ρουμανία (από 65% του μέσου κοινοτικού όρου το 2016 στο 71% το 2018), στη Σλοβακία (στο 73% το 2018 από 68% το 2016) και στη Λιθουανία (στο 89% από το 85%).
Αντιθέτως, οι πλέον αξιοσημείωτες μειώσεις παρατηρήθηκαν στη Σουηδία (στο 108% του μέσου κοινοτικού όρου το 2018 από 110% το 2016) και στη Γαλλία (στο 107% από 110% το 2016).
ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΑΝΙΦΑΒΑ-kathimerini.gr