ΖΩΗ

Αγωνίες και φόβοι παιδιών για την υγεία των μεγάλων

Για τα παιδιά έως και τις τελευταίες τάξεις του δημοτικού είναι εύλογο να φορούν τη μάσκα, γιατί βλέπουν και τους μεγάλους να το κάνουν.

«Και εγώ θα πεθάνω;» ήταν η πρώτη ερώτηση. «Εσύ; Εσύ θα πεθάνεις;» επέμεινε. Αρκούσαν πέντε λεπτά τηλεοπτικής ενημέρωσης για την πορεία της πανδημίας, για να προκύψουν αυτά τα εναγώνια ερωτήματα στην οκτάχρονη Ελισάβετ. Η φωνή της ήταν ήρεμη αλλά ήταν φανερό ότι ζητούσε σαφείς απαντήσεις «εδώ και τώρα». 

Άγχος και στρες για το τι πρόκειται να συμβεί, αν θα ξαναδούν τους φίλους, τους συγγενείς τους ή αν θα αρρωστήσουν τα ίδια, ή οι αγαπημένοι τους παππούδες που δεν μπορούν να συναντήσουν είναι τα πρωταρχικά συναισθήματα των παιδιών ηλικίας από 6-12 ετών από την επιβολή lockdown αλλά και των υπόλοιπων περιοριστικών μέτρων. Οι συνέπειες στην ψυχική υγεία των παιδιών προέκυψαν από έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε πολλές χώρες του κόσμου κατά τη διάρκεια των μηνών που ακολούθησαν το πρώτο lockdown και οι οποίες δημοσιεύθηκαν στις αρχές Νοεμβρίου στο Psychiatrictimes. Πρόκειται για μια πρώτη αποτίμηση των άμεσων συνεπειών γιατί μακροπρόθεσμα δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθούν. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια εντελώς καινούργια συνθήκη.

«Προσπαθούσαμε να μάθουμε στα παιδιά τη συνεργασία στο μοίρασμα και τώρα τους λέμε μη δίνεις τα πράγματά σου. Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα αφήσει», λέει στην «Κ» η κ. Δήμητρα Κοττορού, παιδοψυχίατρος στο Τζάνειο Νοσοκομείο. Oσο για τη χρήση μάσκας σε καθημερινή βάση για πολλές ώρες, φαίνεται ότι είναι το λιγότερο που απασχολεί τα παιδιά αυτής της ηλικίας σε αυτή τη συγκυρία.

«Τα παιδιά που δυσανασχετούν για τη μάσκα είναι συνήθως εκείνα που προέρχονται από οικογένειες που δεν πιστεύουν στον ιό και έτσι λαμβάνουν αμφίσημα μηνύματα», λέει στην «Κ» ο κ. Χρήστος Φουσιάνης, ψυχολόγος, ψυχοθεραπευτής παιδιών και ενηλίκων.

Για τα παιδιά έως και τις τελευταίες τάξεις του δημοτικού είναι εύλογο να φορούν τη μάσκα, «γιατί βλέπουν και τους μεγάλους να το κάνουν. Δεν είναι ακόμα σε ηλικία να αναρωτηθούν, να ψάξουν περισσότερο, δεν ασκούν κοινωνική κριτική όπως οι έφηβοι. Αναπαράγουν την άποψη των γονέων τους», προσθέτει.

Ανοιχτά νηπιαγωγεία και δημοτικά έστω και υπό αυτές τις συνθήκες και τους περιορισμούς είναι μεγάλη υπόθεση για την ψυχική ισορροπία των παιδιών –και των γονιών τους βέβαια– τα οποία χρειάζονται απαραίτητα ένα πρόγραμμα για να αισθάνονται ασφάλεια. «Το σχολείο είναι βασικός παράγοντας σταθερότητας για ένα παιδί. Αν τον αφαιρέσεις συμβαίνει αυτό στο οποίο οι παλαιότεροι αναφέρονταν ως “βγήκε από το πρόγραμμά του”», λέει ο ψυχοθεραπευτής και εκπαιδευτής ενηλίκων Γιάννης Παναγόπουλος. Αυτό πρακτικά σημαίνει παιδιά σε έξαλλη κατάσταση που διεκδικούν να ανατρέψουν όλα όσα έχουν συμφωνηθεί, να ξεπεράσουν τα όρια. Παλεύουν με τον εαυτό τους δεν ξέρουν τι να τον κάνουν, περιγράφουν οι ειδικοί.

«Εχει μεγάλη αγωνία ο Ιάσονας. Δεν ξέρουμε πώς να τον καθησυχάσουμε», ανέφερε ο πατέρας ενός επτάχρονου, δύο εβδομάδες μετά την επιβολή του lockdown σε όλη τη χώρα τον προηγούμενο Μάρτιο. «Φυσικά και έχει αγωνία. Και έχει σημασία να το αναγνωρίσουμε αυτό», λέει ο κ. Παναγόπουλος. Παράλληλα βέβαια και οι γονείς έχουν αγωνία και πολλές πρακτικές δυσκολίες να διαχειριστούν και να αντιμετωπίσουν. «Τι κάνουν λοιπόν δύο άνθρωποι που είναι πολύ στρεσαρισμένοι; Φυσικά τσακώνονται», συμπληρώνει.

Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης καραντίνας πολλές μητέρες βρέθηκαν στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Βοηθούσε να τους αποκαλύπτει ένα «μεγάλο» μυστικό: «Ολα τα παιδιά “χάλασαν” από την καραντίνα και όχι μόνο το δικό σας», άκουσε τον εαυτό του να παραδέχεται πολλές φορές.

«Ενημερότητα» είναι η λέξη-κλειδί, σύμφωνα με τους ειδικούς που σημαίνει κατανοούμε πώς νιώθουμε και δεν κάνουμε «σαν να μη συμβαίνει τίποτα». Συνήθως προσπαθούμε να κρύψουμε πράγματα από τα παιδιά για να τα προστατέψουμε από τα δυσάρεστα συναισθήματα. «Δεν χρειάζεται να κρύβουμε τη στενοχώρια μας. Δεν πειράζει να είσαι στενοχωρημένος, αλλά έχει σημασία τι θα πεις, πώς θα το αντιμετωπίσεις», λέει ο κ. Παναγόπουλος.

Πώς λοιπόν απαντάμε στο εναγώνιο ερώτημα «θα πεθάνεις, μαμά;». Τα παιδιά σε αυτή την ηλικία δεν μπορούν ακόμα να επεξεργαστούν πολλαπλές πληροφορίες και πνευματικές ανησυχίες. «Δεν σκοπεύω να πεθάνω, είναι μια απάντηση που πιθανότατα θα τους είναι ικανοποιητική», λέει η κ. Δήμητρα Κοττορού. «Να δίνουμε πληροφορίες, τόσο όσο», προτείνει.

Πολύ συχνά τα παιδιά δεν εκφράζουν λεκτικά όσα νιώθουν αλλά έχουν σωματικές εκδηλώσεις, πονοκέφαλο, στομαχόπονο, που στην πραγματικότητα είναι άγχος και φόβος. Ας μην κάνουμε ότι όλα είναι μια χαρά… Ας παραδεχθούμε ότι όλοι φοβούνται σε αυτές τις περιπτώσεις, συμπληρώνοντας «αλλά είμαι εδώ για να σε βοηθήσω να ξεφοβηθείς», δείχνοντας κατανόηση και υποστήριξη. Παρά την αλλαγή των συνθηκών, τα παιδιά έχουν πολύ μεγάλη ανάγκη από ένα καθορισμένο, δομημένο πρόγραμμα.

Η συνταγή, αν μπορούμε να τη συνοψίσουμε: Ψυχραιμία, υπομονή όχι απελπισία. «Πολύ δύσκολα όλα αυτά για τους γονείς. Ακόμα και υγιείς οικογένειες θα ταρακουνηθούν» από τη νέα κατάσταση, εξηγεί τις συνέπειες η κ. Κοττορού.

«Αγάπη και ενδιαφέρον»

«Τα παιδιά χρειάζονται αγάπη και ενδιαφέρον για να τα βγάλουν πέρα με τις δυσκολίες που έχουν προκύψει. Αφιερώστε τους περισσότερο χρόνο και προσοχή», συμβουλεύει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας τους γονείς.

Απευθυνόμαστε στους γονείς απαιτώντας να είναι «έτοιμοι» και αυτό πολλές φορές είναι δύσκολο έως αδύνατο. Οδηγίες δίνουν όλοι αλλά στην εφαρμογή τους αρχίζουν τα δύσκολα. «Ο γονιός σε αυτή τη συνθήκη καλείται να λύσει δεκάδες θέματα και παράλληλα να στηρίξει όπως “πρέπει” τα παιδιά του. Είναι πολύ σημαντικό ο γονιός να φροντίσει τον εαυτό του για να μπορέσει να φροντίσει τους άλλους», επισημαίνει η κ. Κοττορού.

«Δεν είμαστε πηγάδια, είμαστε δεξαμενές, έχουμε συγκεκριμένο συναισθηματικό απόθεμα. Αν δεν γεμίζει δεν μπορεί να δώσει, να φροντίσει έναν άλλο άνθρωπο», καταλήγει ο κ. Παναγόπουλος.

Τάνια Γεωργιοπούλου – kathimerini.gr