ΖΩΗ

Έχω άγχος, να πάρω ηρεμιστικά;

Σε καµία περίπτωση δεν θα πρέπει να παίρνουµε από µόνοι µας ηρεμιστικά, χωρίς δηλαδή τη συνταγή ειδικού γιατρού

Έχουµε τόσο πολύ άγχος που δεν µπορούµε να λειτουργήσουµε. Δυσκολευόµαστε πάρα πολύ να κοιµηθούµε. Δεν καταφέρνουµε µε τίποτε να δαµάσουµε τον «παράλογο» φόβο µας και να καταφέρουµε να µπούµε στο αεροπλάνο. Κάθε φορά που νοµίζουµε ότι έχουµε τον έλεγχο, έρχεται µια κρίση πανικού για να µας τροµάξει και να µας θυµίσει ότι δεν µπορούµε να είµαστε ήρεµοι. Μας συµβαίνει κάτι πολύ δύσκολο που µας αναστατώνει ξαφνικά και αναπάντεχα και χρειαζόµαστε βοήθεια για να µπορέσουµε να είµαστε ήρεµοι και να το αντιµετωπίσουµε.

Όλα τα παραπάνω θα µπορούσαν να αποτελέσουν τις – δικαιολογηµένες – αιτίες για τη λήψη κάποιου ηρεµιστικού φαρµάκου, το οποίο όµως σε καµία περίπτωση δεν θα πρέπει να παίρνουµε από µόνοι µας, χωρίς δηλαδή τη συνταγή ειδικού γιατρού, και δεν θα πρέπει να συνεχίζουµε για µεγάλο διάστηµα χωρίς να παρακολουθούµαστε από ψυχίατρο.

Η ταυτότητά τους

Τα ηρεμιστικά ή αγχολυτικά ή υπναγωγά είναι φάρμακα που προκαλούν καταστολή, αγχόλυση, μυοχάλαση και έχουν επίσης αντιεπιληπτική δράση και υπναγωγό δράση. Στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα τα ηρεμιστικά που κυκλοφορούσαν ήταν τα γνωστά σε όλους μας βαρβιτουρικά, τα οποία πλέον χρησιμοποιούνται πολύ περιορισμένα και για ειδικές καταστάσεις (π.χ. ως αντιεπιληπτικά). Σήμερα τα ηρεμιστικά που κυκλοφορούν είναι οι βενζοδιαζεπίνες καθώς και κάποιες άλλες ουσίες, μη βενζοδιαζεπίνες, που έχουν κατά βάση υπναγωγό δράση. Αυτές είναι: η ζολπιδέμη, η ζοπικλόνη και η ζαλεπλόνη.

Πότε να τα πάρουμε

Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι τα ηρεμιστικά θα πρέπει πάντα να συνταγογραφούνται από ειδικό γιατρό (κατά κανόνα ψυχίατρο) και να λαμβάνονται σύμφωνα με τις οδηγίες του. Γενικά είναι αποτελεσματικά για την άμεση αντιμετώπιση του άγχους και της αϋπνίας. Ωστόσο δεν πρέπει να λαμβάνονται για μεγάλο διάστημα, εκτός αν ο ψυχίατρος κρίνει ότι υπάρχει κάποιος ειδικός λόγος για αυτό.

Γιατί δεν πρέπει να τα παίρνουμε για μεγάλο διάστημα

Τα ηρεμιστικά είναι φάρμακα που όταν λαμβάνονται για περισσότερο από μία με δύο εβδομάδες προκαλούν εθισμό/εξάρτηση, πράγμα που σημαίνει ότι αν τα διακόψουμε ξαφνικά μπορεί να παρουσιάσουμε σύνδρομο στέρησης (τα συμπτώματα που το χαρακτηρίζουν μπορεί να είναι: αυξημένη ανησυχία, εκνευρισμός, αϋπνία, διέγερση, τρέμουλο, μυϊκές κράμπες, μέχρι και σπασμοί), καθώς επίσης δημιουργούν και αντοχή, πράγμα που σημαίνει ότι χρειάζεται να αυξάνουμε διαρκώς τη δόση ώστε να μας «πιάνουν», να έχουν δηλαδή αποτέλεσμα.

Πώς μπορούμε να τα διακόψουμε

Τα ηρεμιστικά, όταν λαμβάνονται χρονίως, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να διακόπτονται απότομα. Υπάρχουν συγκεκριμένες οδηγίες που μας δείχνουν τον δρόμο για τη σωστή διακοπή τους. Αυτές καθορίζουν ότι πρέπει να μειώνουμε τη δόση – σύμφωνα με τις οδηγίες του γιατρού μας βέβαια – συνήθως κατά 25% κάθε δύο εβδομάδες.

Οι ανεπιθύμητες ενέργειες των ηρεμιστικών

Τα ηρεμιστικά πρέπει να λαμβάνονται με πολλή προσοχή επειδή μπορεί να προκαλέσουν ζαλάδα, καταστολή, ατυχήματα αλλά και επιδείνωση της άνοιας στην τρίτη ηλικία. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στη λήψη τους από ανθρώπους που έχουν σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα γιατί μπορεί να φτάσουν να δημιουργήσουν ακόμη και αναπνευστική καταστολή.

Τι πρέπει να προσέχουμε όσο τα παίρνουμε

Τα ηρεμιστικά έχουν δράση που μοιάζει με αυτή του αλκοόλ κατά κάποιον τρόπο. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον δεν πρέπει να πίνουμε αλκοόλ όταν παίρνουμε τέτοια φάρμακα (υπάρχει κίνδυνος να μας προκαλέσουν μεγάλη καταστολή). Από την άλλη πλευρά, μπορεί να μας δημιουργήσουν κατά κάποιον τρόπο την αίσθηση της μέθης λίγο αφότου τα πάρουμε ή και του χανγκόβερ σε δεύτερο χρόνο, αφού τα έχουμε λάβει. Ετσι, μπορεί να έχουμε ζαλάδες, υπνηλία, «βαρύ κεφάλι», δυσκολία να οδηγήσουμε και μεγαλύτερη ροπή στο να προκαλέσουμε κάποιο ατύχημα (κυρίως όταν οδηγούμε).

Προσοχή: Να τα παίρνουμε ξαπλωμένοι

Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό αλλά γενικά οι ειδικοί συστήνουν, επειδή τα ηρεμιστικά έχουν άμεση δράση, να λαμβάνονται όσο πιο κοντά χρονικά γίνεται στη στιγμή που θέλουμε να δράσουν, καθώς επίσης και με προσοχή, γιατί μπορεί να ζαλιστούμε, να νυστάξουμε, να χάσουμε τον πλήρη έλεγχο κ.λπ. Ειδικά όσον αφορά αυτά που χρησιμοποιούνται μόνο για την υπναγωγό τους δράση (ζολπιδέμη, ζοπικλόνη και ζαλεπλόνη) οι οδηγίες λένε ότι πρέπει να τα παίρνουμε αμέσως πριν ή ενώ είμαστε ξαπλωμένοι γιατί μπορεί ακόμη και να μας «ρίξουν κάτω»!

Το κατάλληλο ηρεμιστικό ανάλογα με την περίπτωση

Ακριβώς επειδή υπάρχουν πολλά είδη (ουσίες) ηρεμιστικών, που έχουν το καθένα τα δικά του χαρακτηριστικά και κυρίως τον δικό του χρόνο ημιζωής, πράγμα που σημαίνει ότι αποβάλλονται από τον οργανισμό έπειτα από διαφορετικό χρονικό διάστημα, είναι σκόπιμο, ανάλογα και με τις οδηγίες του γιατρού μας, να παίρνουμε το κατάλληλο φάρμακο για το πρόβλημα που θέλουμε να αντιμετωπίσουμε κάθε φορά. Ετσι, προτού μας συστήσει ένα ηρεμιστικό φάρμακο ο γιατρός μας χρειάζεται να εκτιμήσει ορισμένους παράγοντες, για παράδειγμα πόσο άμεση πρέπει να είναι η δράση του, πόση διάρκεια χρειάζεται να έχει η ηρεμιστική ή η υπναγωγός δράση κ.λπ. Ετσι, ανάλογα με την αιτία (κρίση πανικού, άγχος, φοβία του αεροπλάνου, αϋπνία, μετατραυματική διαταραχή κ.λπ.) για την οποία μας το συνταγογραφεί, επιλέγει το κατάλληλο φάρμακο.

Μήπως αντί για ηρεμιστικά να πάρουμε αντικαταθλιπτικά;

Γενικά οι ψυχίατροι προτιμούν τα αντικαταθλιπτικά γιατί είναι πιο ασφαλή φάρμακα, δεν προκαλούν εξάρτηση ή αντοχή και έχουν λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες από ό,τι τα ηρεμιστικά. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι μπορούν να αντικαταστήσουν τα ηρεμιστικά, καθώς δεν έχουν τις ίδιες ενδείξεις, ειδικά όσον αφορά την αντιμετώπιση του άμεσου και του «επείγοντος» για τα οποία ενδείκνυνται τα ηρεμιστικά, που δρουν πιο γρήγορα, τόσο ως αγχολυτικά όσο και ως υπναγωγά. Τα αντικαταθλιπτικά είναι επίσης αποτελεσματικά – αφού όμως τα έχουμε πάρει για κάποιο διάστημα, σύμφωνα με τις οδηγίες του γιατρού μας –, γι’ αυτό και προτιμώνται και σε ορισμένες περιπτώσεις και για τις διαταραχές του άγχους, εκτός από την κατάθλιψη. Επίσης, κάποια αντικαταθλιπτικά φάρμακα – σε χρόνια χορήγηση – βοηθούν και στην αντιμετώπιση της αϋπνίας.

Ευχαριστούμε για τη συνεργασία την κυρία Χριστίνα Δάλλα, αναπληρώτρια καθηγήτρια Φαρμακολογίας στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ.