ΚΟΣΜΟΣ

Ένα ταξίδι στις «νεκρές» πόλεις της Κίνας

Την ημέρα που οι Αρχές απέκλεισαν τη Γουχάν, εγώ κατευθυνόμουν προς τη Γκανζί, μία αυτόνομη θιβετιανή νομαρχία τις Κίνας στα Ιμαλάια.

Στη διαδρομή, ανά 100 χλμ., μπλόκα αστυνομίας και υγειονομικών αρχών «έβαζαν θερμόμετρο» σε όλα τα διερχόμενα αμάξια. Μέσα σε λίγες μέρες είδα αυτή την παράνοια να κορυφώνεται, αλλά και τον αντίκτυπό της σε μια περιοχή με γεωπολιτική βαρύτητα και βαθιές εθνικές εντάσεις. Τα κρούσματα τότε ήταν λίγα. Παρότι ο κοροναϊός δεν είχε εμφανιστεί στη νομαρχία, ο κρατικός μηχανισμός είχε ενεργοποιηθεί ακόμα και σε αυτό το απόμακρο μέρος της Κίνας. Παρ’ όλα αυτά, λίγοι ντόπιοι φορούσαν μάσκες.

Καθώς οι μέρες περνούσαν κι εγώ μεταφερόμουν πιο βαθιά στα βουνά, οι μάσκες αυξάνονταν και οι συζητήσεις φούντωναν. Τρία κρούσματα βρέθηκαν στη νομαρχία σε μία εβδομάδα, η οποία έχει λίγο μεγαλύτερη έκταση από την Ελλάδα. Ολες οι περιπτώσεις ήταν επισκέπτες από τη Γουχάν, ψιθύριζαν οι ντόπιοι. Οδηγοί, ξενοδόχοι και εστιάτορες με ρώταγαν αγχωμένοι αν έχω περάσει από τη Χουμπέι, τον νομό στο κέντρο του κυκλώνα. Φίλοι μου στην αστική Κίνα μου περιέγραφαν τον αυτοαποκλεισμό τους και μου έγραφαν «αυτοί στη Γουχάν φταίνε που τρώνε φίδια και νυχτερίδες».

Η Γουχάν και η Χουμπέι είχαν πλέον μπει στο στόχαστρο ενός κυνηγιού μαγισσών που δεν σταματά στα σύνορα της Κίνας. Η Γουχάν είναι η ντροπή της Κίνας, όχι μόνο γιατί έτρωγαν άγρια ζώα υπό κακές υγειονομικές συνθήκες, αλλά και γιατί οι τοπικές αρχές έκρυψαν την επιδημία για εβδομάδες. Η φράση «Wuhan people» σημαίνει συναγερμό όταν εκφέρεται, αλλά είναι και βρώμικη.

«Τα ξενοδοχεία δεν δέχονται πλέον επισκέπτες», μου είπε ο ξενοδόχος μία εβδομάδα αφότου έφτασα στην Γκανζί. «Τα λεωφορεία», το μόνο μέσο μαζικής μεταφοράς στην περιοχή, «δεν λειτουργούν». Κάπως έτσι βρέθηκα καραβοτσακισμένη στα βάθη των Ιμαλαΐων, 3.700 μέτρα πάνω από τη θάλασσα, περιτριγυρισμένη από Βουδιστές μοναχούς που φορούσαν μάσκες. «Ισως σε δεχθούν σε κάποιο ξενοδοχείο. Τους Χαν φοβόμαστε, όχι τους Δυτικούς», μου είπε ο Θιβετιανός ξενοδόχος, αναφερόμενος στην εθνική πλειονότητα της Κίνας. Ο κοροναϊός έχει φέρει σε έξαρση τις υποβόσκουσες εθνικές εντάσεις στην επικράτεια του Κινεζικού Κόμματος. Για τους Θιβετιανούς της Γκανζί, το να διώξουν τους Χαν είναι κάτι που λαχταρούν για να προστατεύσουν την εθνική τους ταυτότητα, ασχέτως της επιδημίας.

Ενας ιδιοκτήτης εστιατορίου μου εξιστόρησε πώς η προπαγάνδα του Πεκίνου αλλοιώνει την ιστορία και την κουλτούρα της περιοχής σε σχολεία και μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η κεντρική κυβέρνηση δεν του επιτρέπει να ταξιδέψει εκτός του νομού και δεν έχει διαβατήριο, μου είπε.

Στη θιβετιανή βουδιστική λογική, ο κορωνοϊός έχει ύψιστο συμβολισμό. Είναι η καρμική απάντηση στη βία εναντίον των άγριων ζώων και την απαλλοτρίωση της φύσης. Είναι η τιμωρία των Χαν για τη συμπεριφορά τους και μια ευκαιρία της κοινωνίας να τους ξεφορτωθούν, έστω για λίγο. Παρ’ όλα αυτά, εμένα με έσωσε μία παρέα Χαν Κινέζων. Αφού με ρώτησαν επανειλημμένως αν έχω περάσει από τη Χουμπέι, δέχτηκαν να με πάνε στην Τσενγκτού, την κοντινότερη πόλη, έξι ώρες με το αμάξι. Μια συνεπιβάτις προσπαθούσε να παραγγείλει μάσκες από το Καζαχστάν, μιας και στην Κίνα πλέον χρειάζεσαι μέσο για να βρεις.

Οι 16 εκατομμύρια κάτοικοι της Τσενγκτού ήταν άφαντοι. Οι δρόμοι άδειοι. Τα πάντα κλειστά. Η μία ανοιχτή τουριστική ατραξιόν φυλασσόταν από 20 αστυνομικούς, θερμόμετρα και την ερώτηση «έχετε περάσει από τη Χουμπέι;». Αφού περπάτησα άσκοπα στην Τσενγκτού για λίγες ώρες, παρέα με το αντισηπτικό και τη μάσκα μου, πήρα το αεροπλάνο για τη Σαγκάη.

Η πόλη-σύμβολο της κινεζικής προόδου, είναι μία πόλη- φάντασμα. Σύμφωνα με εντολή της τοπικής κυβέρνησης, όλη η Σαγκάη θα δουλέψει από το σπίτι την ερχόμενη βδομάδα. Κλεισμένη στο σπίτι, αναρωτιέμαι πόσο ακόμα θα κοστίσει ο ιός στην κινέζικη κοινωνία.

Ελίζα Γκρίτση
* Η κ. Ελίζα Γκρίτση είναι δημοσιογράφος στη Σαγκάη.