Ένας έρωτας σε προχωρημένη ηλικία
Το μυθιστόρημα «Ο Πολωνός» του Τζ. Μ. Κούτσι (Ο έρωτας μπορεί να έχει έρθει και να μην το καταλάβουμε ποτέ…)
Βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας, και έχοντας αποσπάσει δύο φορές το Βραβείο Booker (μοναδικό επίτευγμα στην ιστορία των παγκόσμιων λογοτεχνικών θεσμών), ο Τζον Μάξγουελ Κούτσι ή Κουτσί (John Maxwell Coetzee), ο οποίος είναι σήμερα 83 ετών, με καταγωγή από τη Νότια Αφρική, επανέρχεται στο στερέωμα της διεθνούς λογοτεχνίας με καινούργιο υλικό: με το μυθιστόρημα «Ο Πολωνός», που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε πολύ καλή μετάφραση της Χριστίνας Σωτηροπούλου, από τη Διόπτρα, αποδεικνύοντας το αγέραστο του ανδρός.
Θυμάμαι την «Ελίζαμπεθ Κοστέλο», το βιβλίο μέσω του οποίου έκανα την πρώτη γνωριμία μου με τον Κουτσί, ένα περίτεχνο όσο και ευφυές πείραμα με τις τεχνικές της μυθιστορηματικής σύνθεσης, αλλά και το «Περιμένοντας τους βαρβάρους» με παρωδιακή προδιάθεση, καθώς και με ήρωες οι οποίοι απομακρύνονται από τα συνήθη μυθιστορηματικά δεδομένα προκειμένου να προσελκύσουν μια πρωτότυπη, αν όχι και αναπάντεχη, γωνία λήψης, προσβλέποντας σε έναν κατά τεκμήριο σκοτεινό κόσμο – κάτι σαν πολιτικές και κοινωνικές δυστοπίες με εξαιρετικά απειλητικό μήνυμα το οποίο δεν αποκαλύπτεται πλήρως ποτέ.
Το νέο μυθιστόρημα του Κουτσί μιλάει για τον έρωτα σε προχωρημένη ηλικία, για την αγάπη και για τον θάνατο, αλλά και για το θερμό ή ψυχρό ρίγος της ύπαρξης, σε μεγαλύτερους και μικρότερους, ακουμπώντας στις πιανιστικές μελωδίες του Σοπέν και στo «La vita nuova» του Δάντη, και περνώντας από τη Μαγιόρκα (όπου στάθμευσε και ο Σοπέν), από τη Βαρσοβία (η Πολωνία αποτελεί την πατρίδα του τελευταίου) και (εμμέσως πλην σαφώς) από την Ιταλία.
Η Μπεατρίθ είναι μια πενηντάχρονη Ισπανίδα, που εργάζεται στον Κύκλο Κονσέρτων της Βαρκελώνης, διοργανώνοντας ρεσιτάλ μουσικής στην πόλη. Εκεί θα γνωρίσει και τον Βίτολντ, εβδομηντάχρονο Πολωνό πιανίστα, διάσημο για την εκτέλεση έργων του Σοπέν. Ο πιανίστας ερωτεύεται την Μπεατρίθ με τον τρόπο που ερωτεύτηκε ο Δάντης τη Βεατρίκη, ξαπλώνουν μαζί στη Μαγιόρκα, αλλά η Ισπανίδα παραμένει απαθής μέχρι και τον θάνατό του στην Πολωνία. Δεν θέλει να διαλύσει τον γάμο της και να ταράξει τα δύο αγόρια της; Δεν τον έχει ερωτευτεί, είναι πολύ πραγματίστρια ή τον βρίσκει μέχρι και αποκρουστικό; Μήπως πάλι απαιτεί εκ μέρους του ισχυρότερη έκφραση της λατρείας του και καταδήλωση της αγάπης του; Ό,τι κι αν είναι, τα ποιήματα (γραμμένα στα πολωνικά) που της αφήνει ως κληροδότημα, την κάνουν να προσηλωθεί στη θύμησή του ή εν πάση περιπτώσει να δυσκολευτεί να τον ξεχάσει.
Γραμμένος από την οπτική γωνία της Μπεατρίθ (αν και σε τρίτο ρηματικό πρόσωπο), «Ο Πολωνός» δεν καταπιάνεται με τις παλαιότερες πρωτοποριακές αναζητήσεις του Κουτσί, αν και τις κρατάει εγγεγραμμένες στον πυρήνα της αφήγησης με την ειρωνεία, την αμφιβολία και τον σκεπτικισμό να διατρέχουν κάθε σκέψη της Μπεατρίθ. Και αν ο ενάρετος βίος της «νέας ζωής» του Δάντη και της Βεατρίκης διασώζεται ως όραμα στα ποιήματα του Βίτολντ, σε έναν έρωτα όχι μακριά από τις σαρκικές απολαύσεις, αλλά οπωσδήποτε υπεράνω αυτών, ο ρομαντισμός του Σοπέν παρεισδύει απρόσμενα τόσο στο συγκινησιακό υπόβαθρο της Μπεατρίθ, που αναθεωρεί συνεχώς όλες τις απορριπτικές της επιλογές ως προς τον εραστή της, όσο και στα ποιήματα του Βίτολντ, που καλούν σε μια αιώνια γιορτή του υψηλού και του απόλυτου.
Με στοιχεία ερωτικού και υπαρξιακού θρίλερ, με μια καλλιτεχνική αγωγή η οποία επιζητεί να ανακαλύψει το απρόσμενο κάτω από το καθιερωμένο και την απόκλιση πίσω από τη σύμβαση (δες την παράξενη ισορροπία του γάμου της Μπεατρίθ), με ένα τοπίο απογυμνωμένο από εξιδανικευμένες περιγραφές και λεκτική ωραιοπάθεια, αλλά και με έναν λόγο που αποθεμελιώνει με τη διαπεραστική ειρωνεία του οποιαδήποτε παραδοχή της καθημερινότητας, χωρίς να την εχθρεύεται ανοιχτά και να την καταγγέλλει, ο Κουτσί καταφέρνει στην ένατη δεκαετία του βίου του να γράψει ένα μυθιστόρημα το οποίο δεν μας επιτρέπει να εφησυχάσουμε κατά το παραμικρό. Ο έρωτας μπορεί να έχει έρθει και να μην το καταλάβουμε ποτέ, η αγάπη παραμένει, όπως κι αν το δούμε, ένας τόπος μακρινός και ανέφικτος και ο θάνατος μοιάζει με πηγάδι δίχως πάτο. Όσο για τη γλώσσα που χρησιμοποιούμε δήθεν χωρίς εξωτερικές παρεμβολές, συνιστά τη σημαντικότερη παγίδα αφού δεν αποκλείεται να μας εγκλωβίσει μέσα στα ψέματα και στους απατηλούς αντικατοπτρισμούς της, μεταβάλλοντας την ύπαρξή μας σε ένα πεδίο ατέλειωτης δοκιμασίας.